Πιστεύω ακράδαντα ότι οι δημόσιες καταγγελίες που επικαλούνται ανύπαρκτες πολιτειακές αρχές στερούνται νοήματος. Στο βαθμό όμως που, τυπικά έστω, το πολίτευμα της χώρας είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αναγκαστικά θα λάβω υπόψη μου ως ιδεατό σημείο αναφοράς το Σύνταγμα – όχι για να αναδείξω την αντισυνταγματική καταστολή των πρόσφατων διαδηλώσεων των εκπαιδευτικών και των αντιφασιστών, αλλά για να σχολιάσω την πολιτική δειλία της κυβέρνησης.
Ως πολιτική δειλία ορίζω την επιδίωξη ενός αντιδημοκρατικού αποτελέσματος με ταυτόχρονη καλλιέργεια της εντύπωσης σεβασμού του Συντάγματος ώστε οι κυβερνώντες να συνεχίζουν να δρουν χωρίς να επωμίζονται τον τυπικό στιγματισμό του αυταρχισμού. Οι εποχές των πραξικοπημάτων έχουν παρέλθει, οι ανοιχτές ρήξεις με τον λαό είναι ανεπιθύμητες από τις οικονομικές ελίτ του 21ου αιώνα που έχουν αντιληφθεί ότι ο στόχος τους επιτυγχάνεται καλύτερα με τη βαθμιαία διάβρωση και όχι με τη κατά μέτωπο διάλυση του προστατευτικού των ελευθεριών δημοκρατικού πλαισίου. Η αποφυγή της ανοιχτής σύγκρουσης επιτυγχάνεται με δύο αλληλοτροφοδοτούμενες στρατηγικές.
Από τη μια μεριά, σε μια περίοδο διάχυτου φόβου λόγω της γενικευμένης επισφάλειας και της απειλής της πανδημίας, η νομοθετική συρρίκνωση του δημοκρατικού χώρου επέρχεται σταδιακά με γνώμονα την αποδυνάμωση των λαϊκών αντιδράσεων μέσω της αβεβαιότητας και της διάσπασης. Καθώς κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων αν η αναίρεση ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών σε ένα πεδίο είναι προσωρινό στάδιο μιας διαδικασίας εν εξελίξει ή οριστικό αποτέλεσμα, οι αντιδράσεις κλιμακώνονται μεν ως διαμαρτυρία για το χαμένο έδαφος, αλλά η δυναμική τους καθορίζεται από το εύρος του εκάστοτε επιμέρους πλήγματος και την υπόρρητη ελπίδα ότι θα διασωθεί η λειτουργία του εναπομείναντος πεδίου χωρίς να τίθεται πλέον θέμα ενδεχόμενης διεύρυνσης δικαιωμάτων ή ελευθεριών. Καθώς οι αντιδημοκρατικές κυβερνητικές επιθέσεις δεν διεξάγονται παντού ταυτόχρονα, ο κάθε πληττόμενος χώρος βρίσκεται μόνος του την ώρα της διαμαρτυρίας με την όποια αλληλεγγύη να εκφράζεται εξ αποστάσεως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο. Η μεμονωμένη πολιτική νίκη που επήλθε χάρη στην ευρεία στήριξη της διαμαρτυρίας των εργαζόμενων στην e-food αφορά την εφαρμογή σε ένα πολύ μικρό τμήμα του εργασιακού πεδίου των ευρύτερων δυσμενών μεταλλάξεων των εργασιακών σχέσεων που έχουν δρομολογηθεί από την κυβέρνηση λίγο ώς πολύ απρόσκοπτα.
Από την άλλη, οι πολιτικές ελίτ μετέρχονται όλα τα επικοινωνιακά μέσα για να νομιμοποιήσουν την πολιτική τους ατζέντα. Υποβαθμίζουν τη βαρύτητα του εκάστοτε αντιδημοκρατικού πλήγματος επικαλούμενες καταχρηστικά την ανάγκη εξισορρόπησης αντικρουόμενων συνταγματικά κατοχυρωμένων αξιών και έννομων αγαθών, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τις κατηγορίες περί αυταρχικής διακυβέρνησης. Όταν ψηφιζόταν ο νόμος 4703/2020 για τις υπαίθριες δημόσιες συναθροίσεις, η κυβέρνηση απαντούσε στις έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης ως προς τους νομικά ασαφώς διατυπωμένους περιορισμούς των ‘μικρών διαδηλώσεων’ ότι η προστασία του κοινωνικού και οικονομικού βίου προβλέπεται από το Σύνταγμα και ότι ήταν πλέον καιρός να ελεγχθεί η καταχρηστική διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας από μερικές εκατοντάδες διαδηλωτών.
Παρακάμπτοντας πολλά νομικά ζητήματα που εγείρονται από τις διατάξεις του νόμου (Αντισυνταγματικότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν), θα παραμείνω στην απουσία ορισμού της ‘μικρής διαδήλωσης’ δεδομένου ότι οι πρόσφατες διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών και αντιφασιστών, που υπέστησαν βίαιη καταστολή επειδή οι συμμετέχοντες αρνήθηκαν να ‘περιοριστούν’ σε μια λωρίδα κυκλοφορίας, συγκέντρωναν 2-3000 άτομα. Κατανοώ μεν ότι ο τωρινός υπουργός της Κατεχάκη ορίζει τις ‘μικρές διαδηλώσεις’ με βάση τις αναμνήσεις του από τη συμμετοχή του στις αλλοτινές ογκώδεις διαδηλώσεις του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά, επειδή θεωρώ ότι έχει επίγνωση του αισθητά μικρότερου όγκου των σύγχρονων διαδηλώσεων, κρίνω ότι συνειδητά εξωθεί στα άκρα την εφαρμογή των διατάξεων του αμφιλεγόμενου νόμου προκειμένου να απονοηματοδοτήσει τη διαδήλωση ως εργαλείο άσκησης πολιτικής πίεσης, αποδυναμώνοντας την ορατότητα και, κατ’ επέκταση, τη διάδοση του μηνύματος της εκάστοτε διαμαρτυρίας. Καθώς η χαλάρωση των μέτρων για τους εμβολιασμένους καθιστά επικοινωνιακά αβάσιμη την καταστολή μιας διαδήλωσης στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας, ο επιδιωκόμενος στόχος επιτυγχάνεται με την επίκληση των μέχρι πρότινος ουσιαστικά ανενεργών διατάξεων του νόμου.
Οι πολίτες καλούνται να δεχθούν ότι οι διαδηλώσεις είναι πλέον κατ’ αρχήν ανεκτές ως αυτοσκοπός. Επιτρέπεται υπό όρους η διεξαγωγή τους, δίνοντας στους συμμετέχοντες την αίσθηση ότι διαμαρτύρονται, αλλά ταυτόχρονα περιορίζεται στο ελάχιστο η δημόσια προβολή του εκάστοτε αιτήματός τους και η συνεπακόλουθη πίεση προς την κυβέρνηση. Η περιθωριοποίηση των διαδηλωτών στο δημόσιο χώρο είναι ανάλογη της υποβάθμισής τους ως πολιτικά υποκείμενα. Ελάχιστοι οδηγοί θα αντιληφθούν τα αιτήματα μιας διαδήλωσης που κινείται στο πεζοδρόμιο ή στη διπλανή λωρίδα κυκλοφορίας. Οι εικόνες της διαδήλωσης θα δημοσιευθούν σε ορισμένα ΜΜΕ με μια συνοπτική ή αναλυτικότερη παρουσίαση των αιτημάτων της και η ισχύς του πολιτικού της μηνύματος θα διαρκέσει μέχρι το μάτι του μέσου αναγνώστη να περάσει στην επόμενη είδηση.
Η πολιτική διαμαρτυρία απονευρώνεται, μετατοπίζεται από το πολιτικό πεδίο στο χώρο του συμβολικού, η συρρίκνωσή της κανονικοποιείται, τα δε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών παραβιάζονται προκλητικά χωρίς αυτό να προκαλεί πολιτική κρίση. Ίσως επειδή έχει γίνει πλέον αντιληπτό στο κοινωνικό σύνολο ότι η αστική δημοκρατία πνέει τα λοίσθια και οι μεν αναμένουν παθητικά τις εξελίξεις ενώ οι δε αδυνατούν να προτείνουν καινοτόμα σχέδια διακυβέρνησης.
Πηγή: 3pointmagazine.gr