Ο πολυήμερος αγώνας των εργατών της Θεσσαλονίκης, την άνοιξη του 1936 και στη συνέχεια το αιματοκύλισμά τους, αλλά και η αυθόρμητη εξέγερση του λαού της πρωτεύουσας της ελληνικής Μακεδονίας, στις 9 του Μάη, αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η απεργία εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την χώρα ωστόσο η καρδιά του κινήματος ήταν στην Θεσσαλονίκη. Τα τραγικά γεγονότα, ενέπνευσαν τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο».
Εκείνα τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και η αντίδραση των κατοίκων της στην αστυνομική βία, έδωσαν το πρόσχημα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, με την επίκληση του ανύπαρκτου “κομμουνιστικού κινδύνου” για την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936.
Βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 1936. Οι εργάτες σε όλη την χώρα είναι απογοητευμένοι αλλά και οργισμένοι από τις συνεχείς μειώσεις των ημερομισθίων τους. Οι αφορμές για τις μειώσεις ήταν πολλές. Από την μία η αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και η άφιξη των προσφύγων, έδωσε την αφορμή σε πολλούς εργοδότες να ρίξουν τα μεροκάματα. Συν τοις άλλοις ακολούθησε και το Κραχ του 1929 οι συνέπειες του οποίου ήταν ακόμη νωπές στην χώρα. Το απεργιακό κύμα ξεσπά και φουντώνει γρήγορα.
Στις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις που ξεδιπλώνονται, πρωτοστατούν οι καπνεργάτες, το πιο οργανωμένο συνδικαλιστικά, ταξικό κίνημα στην Ελλάδα. Ορμητήριό τους η Θεσσαλονίκη όπου πραγματοποιούν μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις, οι περισσότερες των οποίων διαλύονται βίαια από την αστυνομία. Ακολουθούν το παράδειγμά τους εργάτες σε όλα τα καπνοπαραγωγικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας (Καβάλα, Σέρρες, Ξάνθη, Δράμα κλπ) αλλά και πολλές ακόμη πόλεις της χώρας.
Κύριος λόγος εκείνου του εργατικού αναβρασμού, ήταν η ανέχεια στην οποία είχαν περιέλθει οι καπνεργάτες, καθώς οι αμοιβές τους ήταν άθλιες. Περίπου 48.000 εργάτες ενώ αρχικά αμείβονταν με 135-150 δραχμές, ο μισθός έπεσε εκείνα τα χρόνια στις 75 δραχμές, δηλαδή μείωση κατά 50%!
Ξεσπούν τα γεγονότα
Τα γεγονότα άρχισαν στη Θεσσαλονίκη με τη γενίκευση, στις αρχές Μαίου 1936, του απεργιακού αναβρασμού που υπήρχε στην πόλη λόγω της πολυήμερης απεργίας των καπνεργατών. Στις 8 Μαίου, όταν κήρυξαν απεργία πολλοί κλάδοι εργαζομένων για συμπαράσταση στους καπνεργάτες, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των συγκεντρωμένων απεργών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλοί τραυματίες και να αυξηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια.
Το ίδιο βράδυ, πολλά σωματεία τη Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία, ενώ αποφάσισαν να κλείσουν τα καταστήματά τους και οι επαγγελματίες και βιοτέχνες. Η τότε κυβέρνηση του μετέπειτα δικτάτορα Ι.Μεταξά σε απάντηση, προχώρησε την έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ` Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης.
Γιώργης Ζάρας |
Η μαρτυρία του Γιώργη Ζάρα
Ο μετέπειτα πρόεδρος του σωματείου καπνεργατών Θεσσαλονίκης, Γιώργος Ζάρας, που συμμετείχε σ’ εκείνη την απεργιακή έκρηξη, μας περιέγραψε στη δεκαετία του ’80 τα γεγονότα:
“Η απεργία, παρά τις τριβές που είχαμε με την αστυνομία, πήγαινε καλά. Στις 8 του Μάη όμως, η αστυνομία παίρνοντας εντολή από την κυβέρνηση, θέλησε να χτυπήσει τους καπνεργάτες, για να λυγίσει και την υπόλοιπη εργατική τάξη, γιατί προετοίμαζε τη δικτατορία του ο Μεταξάς.
Εμείς τη μέρα της 9ης του Μάη, πήγαμε να βοηθήσουμε τις κλωστοϋφαντουργίνες που είχαν κατεβεί κι αυτές σε συμπαράσταση προς τους καπνεργάτες. Γυρνώντας στο σωματείο, μας ειδοποίησαν ότι γύρω στην οδό Βενιζέλου είχε σκοτωθεί ένας εργάτης. Κι ενώ τρέχαμε προς τα εκεί με επικεφαλής την Καρανικόλα και μία ακόμη Ισραηλίτισσα, στην Κολόμβου ακριβώς δεχθήκαμε τα πυρά των ανθρώπων της Ασφαλείας, που ήταν κρυμμένοι επάνω στα μέγαρα. Αυτό έδειχνε και ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο από την αστυνομία. Γιατί ενώ εμείς τρέχαμε, από τα μπαλκόνια βάζανε συνεχώς οι αστυνομικοί, με αποτέλεσμα ακριβώς εκεί στο «Διεθνές» το αρτοποιείο, να πέσει νεκρή η Καρανικόλα και δύο-τρεις άλλες καπνεργάτριες να είναι τραυματίες”.
Ο πρώτος νεκρός
Στις 9 του Μάη, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί, ενώ οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίων εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση, σημειώθηκε στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε από τους πυροβολισμούς τους ο πρώτος νεκρός απεργός στη συμβολή των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων:
Ήταν ο 27χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι. Οι άλλοι απεργοί τότε, με επικεφαλής τον Γραμματέα του Σωματείου Οικοδόμων, Κωστίκα Παπαβασιλείου, μετέφεραν τον νεκρό πλέον Τούση έξω από το Διοικητήριο.
Οι αστυνομικές δυνάμεις, επιτέθηκαν εκ νέου με πυροβολισμούς, με συνέπεια οι απεργοί σηκώνοντας στους ώμους το αυτοσχέδιο φέρετρο του Τούση να απομακρυνθούν προς την Εγνατίας. Όταν στη συμβολή Εγνατίας-Αγ. Σοφίας δέχθηκαν οι διαμαρτυρόμενοι εργάτες νέα επίθεση, εγκατέλειψαν την πόρτα με τον δολοφονημένο Τάσο Τούση στη μέση του δρόμου, όπου το βρήκε, ειδοποιημένη από φίλους του νεκρού, η χαροκαμένη μάνα του.
Η φωτογραφία-σύμβολο του Μάη του ’36, υπήρξε η κλασική φωτογραφία της τραγικής μάνας που κλαίει και οδύρεται πάνω από το κουφάρι του γιου της. Αυτή η φωτογραφία, που την επόμενη ημέρα δημιοσιεύθηκε στον τύπο, ενέπνευσε στο Γιάννη Ρίτσο τον «Επιτάφιο», ποίημα που μελοποιήθηκε το 1958 από το Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι. Η πρώτη παρουσίαση των τραγουδιών του «Επιτάφιου» στην Ελλάδα, έγινε στις 5 Οκτωβρίου 1960, στην Ελευσίνα, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Η οικογένεια του Τάσου Τούση |
Η εξιστόρηση της αδελφής του Τούση
Η αδελφή του Τάσου, Μαρίκα Μπόχαλη-Τούση, μας εξιστορούσε το 1976 τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν με τη δολοφονία του αδελφού της, γεγονός που οδήγησε και στην έκρηξη των γεγονότων της 9ης Μάη 1936. Όπως έλεγε:
“Ο Τάσος κατέβηκε εκείνη τη μέρα από το Ασβεστοχώρι όπου έμενε, με το γαλατάδικο αυτοκίνητο του σανατορίου. Τον κατέβασε πάνω στη Βάρνα το αυτοκίνητο γιατί δεν μπορούσε να κατεβεί κάτω λόγω της απεργίας. Και από κει πήρε την οδό Ρακτιβάν. Εμείς με τη μαμά μου, καθόμασταν στην οδό Ολυμπιάδος σε ένα δωμάτιο. Ήταν ένα σπιτάκι μικρό, εκεί έμενε και η νοικοκυρά. Στο ένα δωμάτιο αυτή με τον άνδρα της και στο άλλο εγώ, η αδελφή μου και η μαμά μου. Και πέρασε ο Τάσος εκείνο το πρωί από εκεί και ήπιε καφέ με την μητέρα μου. Και της άφησε μάλιστα και εκατό δραχμές για να πάρει χαλβά και παστό. Και της λέει «θα πάω μάνα τώρα να δω το αυτοκίνητο στο γκαράζ και από κει θα πάω στο πρακτορείο”.
Το “πρακτορείο” που αναφέρει η Μαρίκα Τούση, ήταν ένα καφενείο στη γωνία Πτολεμαίων και Συγγρού, στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου στάθμευαν το λεωφορείο και τα ταξί που κατέβαιναν από το Ασβεστοχώρι μεταφέροντας επιβάτες. Ας παρακολουθήσουμε όμως τη συνέχεια της αφήγησης της αδελφής του πρώτου νεκρού:
“Ο αδελφός μου έπεσε με την πρώτη σφαίρα. Έκλεισε τα μάτια του, έκανε ένα «Ωχ μάνα μου, μάνα μου» και έπεσε εκεί γωνία Πτολεμαίων και Συγγρού ακριβώς. Ακριβώς έξω από το πρακτορείο.
Είχε προηγηθεί όμως η πρώτη φασαρία με τους αστυνομικούς. Και ξαφνικά μετά από ησύχασαν, διαλύθηκαν οι καπνεργάτες, πήγε ο αδελφός μου στο καφενείο και κάθισε. Μετά πάλι ξαναβγήκαν, ανασυγκροτηθήκανε οι καπνεργάτες, βγήκε και ο αδελφός μου, ενώ όλοι οι άλλοι οδηγοί καθόντανε μέσα στο καφενείο. Ο αδελφός μου βγήκε και στεκότανε εκεί. Μάλιστα ένας τον φώναξε «Τάσο, Τάσο, έλα μέσα». Όμως στεκότανε εκεί. Έγινε και άλλη συμπλοκή με τους αστυνομικούς και τους καπνεργάτες κι εκεί τον βρήκε η σφαίρα.
Όταν έπεσε, τρέξανε οι καπνεργάτες και τον βάλανε πάνω σε μία πόρτα, ήτανε ζωντανός ακόμα, σπαρταρούσε, κατά μία εκδοχή ενός καπνεργάτη. Τον πήρανε οι απεργοί εργάτες και βάψανε με το αίμα του ψωμιά που τα κρατούσαν. Ακόμα το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από το σώμα του. Και τότε σχημάτισαν αυτή την πομπή που έφτασε μέχρι το Διοικητήριο”.
Κωστίκας Παπαβασιλείου |
Κωστίκας Παπαβασιλείου
Σ’ εκείνη τη σκηνή της δολοφονίας του Τάσου Τούση, είχε εμπλοκή άθελά του, ένας από τους επικεφαλής της μεγάλης απεργιακής κινητοποίησης, ο Κώστας Παπανικολάου, Γραμματέας τότε του Σωματείου Οικοδόμων Θεσσαλονίκης. Ο “μπάρμπα-Κωστίκας”, όπως τον φώναζαν μέχρι τα βαθιά του γεράματα οι φίλοι και οι σύντροφοί του, ήταν ο άνθρωπος που όταν είδε να πέφτει δίπλα του ο Τάσος Τούσης, νεκρός από την ομοβροντία πυρών των αστυνομικών, ξήλωσε μία πρόχειρη πόρτα από την είσοδο νεοαναγειρόμενης οικοδομής, για να ξαπλώσουν πάνω της τον βαριά λαβωμένο ακόμη αυτοκινητιστή και με πομπή να τον μεταφέρουν στο Διοικητήριο, την τότε Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Και όπως μας αφηγήθηκε, σε μαγνητοφωνημένη συνέντευξη που έχουμε στο αρχείο μας, κατά τη μεταφορά του Τούση, κρατούσε ο ίδιος τη μία από τις τέσσερις άκρες εκείνου του αυτοσχέδιου φέρετρου.
Όπως μας εξιστόρησε:
“Την περίοδο αυτή, είμαι γραμματέας των Οικοδόμων. Παίρνεται απόφαση από την πλευρά μας να συμμετάσχουμε αλληλέγγυοι στους καπνεργάτες απεργούς. Και την Τετάρτη, κατεβαίνουμε κι εμείς για ενίσχυση στα διάφορα καπνομάγαζα που ήταν συγκεντρωμένοι, κλεισμένοι οι καπνεργάτες και την Πέμπτη πια, έχουμε ολόκληρη επίθεση από την αστυνομία. Και κατεβαίνουμε στους δρόμους, πιάνουμε κι εμείς τις οικοδομές για να περιφρουρήσουμε την απεργία μας αλλά ταυτόχρονα να βοηθήσουμε και όλους τους απεργούς εργάτες που στο σύνολό τους είχαν πάρει μέρος”.
Ο αριθμός των μαρτυρικών θυμάτων
Ο αριθμός των νεκρών εκείνης της αναταραχής, παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστος, με πιθανότερο αριθμό τους έντεκα, ενώ εφημερίδες της εποχής ανέβαζαν τους νεκρούς στους τριάντα. Η επερχόμενη δικτατορία και η δραματική δεκαετία του ’40 δεν άφησαν περιθώρια για την αντικειμενική καταγραφή του αριθμού των θυμάτων. Το σίγουρο είναι ότι μεταξύ των θυμάτων εκείνου του απεργιακού ξεσηκωμού περιλαμβάνοντας και οι παρακάτω νεκροί εργάτες:
Από την κηδεία του πρώτου νεκρού, Τάσου Τούση |
Τάσος Τούσης, 27 ετών, αυτοκινητιστής από το Ασβεστοχώρι,
Αναστασία Καρανικόλα, καπνεργάτρια, 23 χρόνων, μητέρα ενός παιδιού,
Ίντο Τιακό Σρέντορ, 22 χρόνων, επινικελωτής,
Γιάννης Πανόπουλος, 23 χρόνων, εργάτης βιοτεχνίας, από την Καλαμαριά
Δημήτρης Αγλαμίδης, 25 χρόνων, σιδεράς,
Σαλβατόρ Ματαράσο, 20 χρόνων, ιδιωτικός υπάλληλος,
Δημήτρης Λαϊλάνης ή Λαϊνάς, 17χρόνων,
Σταύρος Διαμαντόπουλος, 23 χρόνων,
Μανόλης Ζαχαρίου, 26 χρόνων,
Ευθύμιος Αδαμαντίου, 18 χρόνων, υποδηματοποιός·
Ευάγγελος Χολής, 32 χρόνων, καπνεργάτης
Η καταστολή της κινητοποίησης και οι ενέργειες Μεταξά
Το βράδυ της 9ης Μάη, η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά έδωσε διαταγή να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα και μοίρα του στόλου να καταπλεύσει στο λιμάνι της πόλης προς αντιμετώπιση των εργατών. Ενώ αυτόχρονα, με τις δηλώσεις του επίδοξου δικτάτορα, δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνειών αναφορικά με τις προθέσεις του:
«Κατέστη φανερόν – τόνισε – ότι οι σκοποί οι επιδιωκόμενοι από τους διευθύνοντας την απεργιακήν κίνησιν είναι πολιτικοί, ανατρεπτικοί. Αν ήσαν οικονομικοί θα εδέχοντο οι ιθύνοντες τας δύο εργατικάς ομοσπονδίας την λύσιν, την οποίαν η κυβέρνησις επέβαλε εις τους καπνεμπόρους, και η οποία όχι μόνον καθορίζει κατώτατον ημερομίσθιον 90 δραχμών, αλλά προβλέπει και περί μέσου ημερομισθίου 100 περίπου δραχμών… Η κυβέρνησις δε θα εμποδίση βεβαίως το δικαίωμα της απεργίας από εκείνους οι οποίοι το έχουν, αλλά δε θα επιτρέψη διατάρραξιν της τάξεως. Οσοι το επιχειρήσουν, θα συναντήσουν το κράτος του νόμου».
Το πόσο σεβόταν το δικαίωμα της απεργίας ο Μεταξάς αλλά και τι εσήμαινε το “κράτος του νόμου”, οι εργάτες της Θεσσαλονίκης το ένιωσαν στο πετσί τους εκείνες τις μέρες. Το διαπίστωσε επίσης ολόκληρος ο ελληνικός λαός λίγους μήνες αργότερα, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Οι δράστες κατήγοροι, τα θύματα κατηγορούμενοι!
Η υπόθεση του εργατικού ξεσηκωμού του Μάη 1936, έκλεισε τυπικά, για το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δυο χρόνια αργότερα, το 1938, στο δικαστήριο της Έδεσσας. Εκεί, όπου οι πέντε κατηγορούμενοι που είχαν παραπεμφθεί από τη Μεταξική δικτατορία ως «κύριοι υποκινητές των ταραχών», ο βουλευτής του «Παλλαϊκού Μετώπου» Μιχάλης Σινάκος και οι συνδικαλιστές Μελανιφίδης, Ασπρίδης, Κουκουρίδης και Ντάσια, καταδικάστηκαν σε δυο χρόνια φυλάκιση, όσος ήταν και ο χρόνος της προφυλάκισής τους. Αντίθετα, οι δράστες των δολοφονιών των απεργών εργατών και κυρίως ο τότε διευθυντής της χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Ντάκος, όχι μόνο έμειναν ατιμώρητοι, αλλά πήραν και προαγωγή από το φασιστικό καθεστώς Μεταξά. Μάλιστα τον Ντάκο θα τον δούμε αργότερα σε επιτελική θέση στην Αστυνομία στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Η κυρία Άννα Καλίνη, που το πατρικό της σπίτι είναι στο Αλατζά Ιμαρέτ, μας είχε αναφέρει ότι, όταν άρχισε να χτυπάει η καμπάνα της Ευαγγελίστριας, την επομένη της σφαγής των εργατών της Θεσσαλονίκης, πήγε η γιαγιά της με τις φίλες της στο νεκροταφείο για τον πρώτο νεκρό, τον Τάσο Τούση. Η Ευαγγελίστρια απ’ έξω ήταν γεμάτη από καπάκια από φέρετρα. Και συνομιλώντας με συγγενείς, κατάλαβαν ότι όλοι οι νεκροί ήταν από τη διαδήλωση της 9ης του Μάη 1936. Κάθε μισή ώρα γίνονταν και μία κηδεία!!! Πάντα σύμφωνα με τη μαρτυρία της γιαγιάς της Άννας Καλίνη, οι νεκροί πρέπει να ήταν περισσότεροι από όσους αναφέρθηκαν τις μέρες εκείνες από τις αρχές
Πηγή: Φάρος του Θερμαϊκού