Το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης έριξε την αυλαία του πριν λίγες ώρες. Αυτό που ζήσαμε τις τελευταίες δέκα ημέρες δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, αλλά ήταν κάτι μοναδικό. Όλοι μαζί βάλαμε ένα στοίχημα. Να φέρουμε το Φεστιβάλ ξανά στο σπίτι του και τα καταφέραμε. Δεν ήταν εύκολο. Δε σας κρύβω πως προσωπικά είχα μεγάλη αγωνία και κάποια στιγμή έγινα απαισιόδοξος. Ήμουν παρών στη συνέντευξη τύπου και είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου το plan B ακούγοντας τα νούμερα της πανδημίας να αυξάνονται καθημερινά.
Έφτασε η Παρασκευή και μετά η Δευτέρα. Oι επαφές μου με το Γραφείο Τύπου συνεχείς. Την Τρίτη τα εκδοτήρια άνοιξαν, όπως κι η online διάθεση των εισιτηρίων. Πείστηκα πως ξεκινάμε ό,τι κι αν συμβεί. Το αφιέρωμά μου ήδη είχε βγει στον αέρα. Έγραφα τις τελευταίες γραμμές του δεύτερου μέρους κι ετοιμαζόμουν ψυχολογικά και σωματικά για τον μαραθώνιο. Το μπουθ της Αριστοτέλους στα γιορτινά του, η Αποθήκη Γ΄ έτοιμη, αφίσες σε όλη την πόλη, ενώ την ίδια ώρα έφταναν κι οι πρώτοι καλεσμένοι από το εξωτερικό. Ο καιρός ήταν μαζί μας, σύμμαχος. Το σύμπαν συνωμοτούσε υπέρ μας.
Την Πέμπτη το πρωί από νωρίς τη γνωστή διαδρομή. Στο μουσείο Κινηματογράφου, από εκεί για τις καθιερωμένες φωτογραφίες με φίλους και κάπως έτσι η γιορτή ξεκινούσε. Η τελετή έναρξης με τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας, “το Γεγονός” της Oντρέ Ντιγουάν σόκαρε τους θεατές και κυρίως τους άνδρες που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Από εκεί ξεκίνησε μία διαδρομή χωρίς σταματημό. Το Σαββατοκύριακο έφερε πάρα πολύ κόσμο στις αίθουσες. Ήταν το πρώτο καλό σημάδι. Το πάθος για την Τέχνη νίκησε τον φόβο. Σιγά σιγά έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα sold out.
Οι ρυθμοί δεν έπεσαν ούτε μέσα στην εβδομάδα. Τα Μasterclass που είχαν ως αντικείμενό τους το μοντάζ γέμισαν ασφυκτικά την αίθουσα Παύλος Ζάννας κι οι ουρές εξωτερικά του Ολύμπιον έφταναν μέχρι τον Τερκενλή της Αριστοτέλους. Άλλος στο λιμάνι, άλλος στην Εθνική Αμύνης και το Μακεδονικόν. Μου έγραψαν αρκετοί πως στις 41(!) ταινίες που είδα είχαμε μόνο 4 ή 6 ή έντεκα κοινές. Αυτή είναι η μαγεία του σινεμά και ενός Φεστιβάλ. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του και φυσικά σε μία τέτοια διοργάνωση πάντα μπορεί να χάσεις μία καλή προσπάθεια, όπως εγώ τα “Μαγνητικά Πεδία” για χάρη μία άλλης προβολής.
Είναι άτυποι – άγραφοι “νόμοι” που δεν αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Ζήσαμε για δέκα ημέρες σε μία Θεσσαλονίκη δύο όψεων. Της αποθέωσης του Πολιτισμού και της κατάρρευσης των νοσοκομείων. Πονούσα κάθε πρωί που μιλούσα με δικούς μου ανθρώπους που εργάζονται στο Ε.Σ.Υ. Δεν μπορούσα να διασκεδάσω, αλλά είχα ένα χαμόγελο πως παράλληλα, συλλογικά καταφέρνουμε κάτι μεγάλο σε μία εποχή συνολικής κατάρρευσης της κοινωνίας. Ήταν μία μεγάλη εμπειρία και θα μου μείνει αξέχαστη.
Οι συνθήκες ασφαλείας που δημιούργησε ο οργανισμός κι οι άνθρωποί του είναι το μεγάλο της παράσημο. Η υβριδική έκδοση χρησιμοποιήθηκε από όποιους δικαιολογημένα (απόλυτα σεβαστό!) έχουν τις επιφυλάξεις τους για συνθήκες συνωστισμού σε κλειστές αίθουσες. Προσωπικά το έζησα ως εκεί που μπορούσα και λίγο παραπάνω … Σαν να ήταν το τελευταίο μου. (Κανείς δε ξέρει τι μας ξημερώνει). Αυτό που καταφέραμε ήταν να πάμε όλοι μαζί ένα βήμα μπροστά … Στα καλύτερα που έρχονται λοιπόν …