Από την μπάντα της εκτός ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστικής αριστεράς δίνεται εξαντλητική πολεμική στο επίπεδο των οικονομικών συνεπειών του τρίτου μνημονίου. Είμαι της γνώμης, ωστόσο, ότι αυτή η επιμονή φτωχαίνει την κουβέντα. Αντίθετα, θεωρώ ότι οι οικονομικές συνέπειες από την επιβολή των μνημονίων είναι ελάχιστες μπροστά στους κολοσσιαίους πολιτικούς μετασχηματισμούς οι οποίοι σαρώνουν ολόκληρη την Ευρώπη. Βρισκόμαστε πράγματι σε μια περίοδο γενικευμένης αποδιάρθρωσης του κράτους. Τη θέση του υποκαθιστούν ημι- ανεξάρτητες θεματικές βαρονίες, οι ανεξάρτητες αρχές. Έτσι, το κράτος χάνει ένα μεγάλο μέρος της δυνατότητάς του να σχεδιάζει, ενώ ο έλεγχος των ανεξαρτήτων αρχών από συμπαγείς μερίδες του κεφαλαίου, κυρίως το χρηματοπιστωτικό, γίνεται ευκολότερος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Ευρωπαϊκή συμμετοχή καθιστά τη χώρα πολιτικά δέσμια και αυτό είναι το χειρότερο.
Εδώ βρισκόμαστε και το ζήτημα είναι η αξιόπιστη πρόταση αποδέσμευσης στο πλαίσιο που δημιούργησε η συντριπτική ήττα του καλοκαιριού. Οι απαντήσεις που παίρνει κανείς σε αυτή την ερώτηση ξεκινούν από ένα περίπου ‘αει παράτα μας και συ κι οι εξηγήσεις σου‘ ως το ότι ‘δεν υπάρχουν αξιόπιστες απαντήσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού’, ή ‘όπως και να χει εγώ δεν δέχομαι την ΤΙΝΑ’, λες και την υποστήριξε κανείς και ακόμα ως το ‘να τα παρατάγαμε το καλοκαίρι εν αξιοπρέπεια’.
Επειδή όλες αυτές οι απαντήσεις υπονοούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την παραίτηση και επειδή αυτές εκφέρονται από αριστερούς, δεν θέλω να υποθέσω ότι η παραίτηση εννοεί ‘στρίβειν δια του αρραβώνα’ και επιστροφή στον γνώριμο, πλην πολιτικά αδιέξοδο μικρόκοσμο της καλής μας αριστερογειτονιάς. Υποθέτω, αντίθετα, ότι υπονοεί ‘φεύγουμε από τη διακυβέρνηση και οργανώνουμε απ’ έξω την αντίσταση’. Αν και αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η αριστερά είναι ανίκανη να κυβερνήσει, μια τέτοιου είδους παραίτηση ικανοποιεί ματαιώσεις σε ατομικό επίπεδο και ενέχει μια κάποια λογική. Ωστόσο, εδώ ανακύπτουν ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ευθύνη της αριστεράς. Τα ερωτήματα αυτά επιδέχονται τις πιο διαφορετικές απαντήσεις και γι’ αυτό δεν θα επιμείνω. Το σοβαρότερο ωστόσο ερώτημα αναφέρεται στο αν υπάρχουν αυτοί που θα δώσουν τις μάχες και κάτω από ποιούς συσχετισμούς. Αυτή θα ήταν μια παραγωγική συζήτηση πλην σιωπή σχετικά. Και για να μην μείνω στη σιωπή, θα περιοριστώ να πω ότι εθελοντές για τις μάχες δεν νομίζω πως υπάρχουν, για χίλιους δυο λόγους κυρίως ιδεολογικούς και θα σταματήσω εδώ, σκοπεύοντας να επανέλθω σύντομα. Θα προσθέσω μονάχα ότι για την αριστερά οι παραιτήσεις δεν είναι καινοφανείς, με τρανταχτό παράδειγμα την αποχή του 46, – οι συνέπειες γνωστές –.
Το εντυπωσιακό πάντως με τις αντιλήψεις που οδηγούν στην παραίτηση είναι ότι τα αποτελέσματα της ήττας θεωρούνται τελεσίδικα. Λες και υπάρχει μονάχα μία αιτία που οδηγεί μονοσήμαντα στην καταστροφή (για πολλές αιτίες και πολλά αποτελέσματα, δηλαδή για δομική αιτιότητα λέγαμε κάποτε, αλλά φαίνεται πως τα ξεχάσαμε). Λες και δεν αλλάζουν οι συσχετισμοί , λες και οι συνθήκες είναι αιώνιες, λες και εντός φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας, κοντολογίς, λες και οι από-τα-έξω μάχες είναι οι μόνες δυνατές. Εν κατακλείδι, την πειστική πολιτική πρόταση από την πλευρά της εκτός ριζοσπαστικής αριστεράς – τη μόνη που με ενδιαφέρει άλλωστε -, δεν την έχω δει να διατυπώνεται.
Με όλες μου τις επιφυλάξεις και τις περισσότερες αμφιβολίες μου, η προσωπική μου θέση είναι με εκείνους, τους πολλούς, που ενστερνίστηκαν τα προτάγματα της ριζοσπαστικής αριστεράς και εξακολουθούν να βλέπουν τα πράγματα στο κάδρο της μεγάλης πολιτικής, δηλαδή με όρους ευθύνης και ελαχιστοποίησης των συνεπειών της ήττας, κερδισμένου χρόνου και μεταβαλλόμενων συσχετισμών, εντός ενός πεδίου διαρκούς πάλης για το μικρό και ταπεινό, όπου το σύμπλεγμα των αιτίων και των αποτελεσμάτων αναδιαμορφώνεται διαρκώς. Γιατί ,εντέλει, όπως και να το κάνουμε, αυτό θεωρώ ως καθήκον της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενώ αντίθετα, οι μεμψιμοιρίες, οι αποστροφές, οι μεγαλόσχημοι χαρακτηρισμοί και οι κραυγές μου μοιάζουν ανερμάτιστες φλυαρίες. Βλέπεις, όπως παρατηρούσε και μια φίλη, από ήρωες καθαρούς ή ήρωες κρεμασμένους στα κάδρα δεν έχουμε ανάγκη, από αυτούς έχουμε περίσσεια, αγωνιστές της καθημερινότητας θα υπάρξουν ;