Δυό μέρες πριν από τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών, με τις προβλέψεις και τις εκτιμήσεις να δίνουν και να παίρνουν, μπορούμε, με αρκετή βεβαιότητα, νομίζω, να πούμε πως δεν περιμένουμε πολλά -και ας μην αξιολογήσουμε τι σημαίνει αυτό. Θέλω να πω, οι μικρές προσδοκίες ίσως δεν είναι το χειρότερο στην παρούσα στιγμή, με δεδομένο πως η ευρωπαϊκή αστική ελίτ έτσι κι αλλιώς να μας φάει θα ήθελε.
Αυτό, ωστόσο, που μπορούμε να κάνουμε είναι να βγάλουμε μερικά πρώτα συμπεράσματα από τα μέχρι τώρα γενόμενα. Πολύ περισσότερο, που έχει μεσολαβήσει και η συζήτηση στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, όπου δόθηκε η ευκαιρία να τεθούν εκτιμήσεις, διαφωνίες και αποχρώσεις.
Τι έχουμε, λοιπόν;
Πρώτον, μια συμφωνία, για την οποία, όχι κάποιος έξαλλος αριστεριστής, αλλά ο φρέσκος ΓΓ Δημοσιονομικής Πολιτικής Νίκος Θεοχαράκης είπε πως «[έ]ξω από τον χορό ξέρει κανείς πολλά τραγούδια, αλλά, όταν διάβασα το ανακοινωθέν του Eurogroup, αρχικά πάγωσα. Φαινόταν ότι δεν είχε καμιά σχέση με τις προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί πριν από τις εκλογές και ότι δικαίωνε τη θεωρία των πικρόχολων γραικύλων ότι δεν τα βάζεις με την τρόικα και τους Γερμανούς, αν δεν θέλεις να φας το κεφάλι σου»1.
Δεύτερον, πως καμιά ωραιοποίηση δεν επιτρέπεται για μια κατάσταση, στην οποία βρεθήκαμε με το μαχαίρι στο λαιμό, πράγμα που μας ανάγκασε όχι μόνο να υποχωρήσουμε, επωδύνως συμβιβαζόμενοι, αλλά ακόμη και να «προσχωρήσουμε»: πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις διατυπώσεις της συμφωνίας για τα εργασιακά, όταν αυτά, σε αντίστιξη με χίλιους αριστερούς τόμους που εδώ ακριβώς εντοπίζουν τον σκληρό πυρήνα του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, συνδέονται με τις δυσώνυμες «ευελιξίες» και «ανταγωνιστικότητες»;
Τρίτον, πως η επίκληση του, πραγματικότατου καθόλα, κινδύνου της πιστωτικής ασφυξίας και της τραπεζικής βραχυκύκλωσης, προκειμένου να εξηγηθούν συγκεκριμένες επιλογές, δεν μπορεί να διαρκέσει στο χρόνο. Δεδομένου πως οι κίνδυνοι αυτοί είναι διαρκείς, η δουλειά μας είναι να βρούμε τρόπους αντίκρουσής τους, διαφορετικά θα μεταβληθούν αντικειμενικά σε άλλοθι. Άλλωστε, ήδη φαίνεται να λειτουργούν «τρομοκρατικά» σε τμήματα του πληθυσμού, πράγμα που διαμορφώνει κακούς πολιτικούς όρους.
Τέταρτον, επομένως, η αναφορά του υπουργού Οικονομικών στο ενδεχόμενο μιας ρήξης θα πρέπει να αποκτήσει σαφέστερο περιεχόμενο και, κυρίως, να αποδραματοποιηθεί –θέλω να πω, ας σταματήσει να θεωρείται πως μια πιθανή π.χ. ανάγκη να γίνει προσωρινά έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων είναι ο Αρμαγεδδών, αυτοπροσώπως(;). Όχι μόνο γιατί το ενδεχόμενο μιας ρήξης δεν εξαρτάται μόνο από τη δική μας πλευρά, για να μην πω ότι εξαρτάται κατεξοχήν από την άλλη πλευρά, αλλά, κυρίως, γιατί αν δεν προσδιορίσουμε καλύτερα τα πράγματα σχετικά με αυτά τα θέματα θα καταλήξει ο κόσμος πως η μόνη μας εναλλακτική είναι το δραχμικό plan B. Πράγμα που συνεχίζω να θεωρώ, ως αριστερός και ως άνθρωπος, κακή ιδέα και καθόλου φιλολαϊκή.
Με αυτά και με αυτά, συνεπώς –και δεδομένου πως τα πιο επίσημα κυβερνητικά χείλη μιλούν για πόλεμο και όχι για εταίρους- ο σχεδιασμός με όρους σύγκρουσης είναι αναγκαίος, ανεξαρτήτως των πολλών συμβιβασμών που θα απαιτηθούν.
Ναι, πολλά μπορούν να συμβούν και τίποτε δεν μπορεί να βρίσκεται εκτός του πεδίου συζήτησης. Και μονομερείς ενέργειες και αθέτηση πληρωμών και παραβιάσεις συμφωνηθέντων. Στο κάτω κάτω, το πρόγραμμά μας τα επιβάλλει, υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Μόνο που, κατά τη γνώμη μου, ανεξαρτήτως αυτών και πριν από αυτά, όπως πολλές φορές τα τελευταία χρόνια έχουμε υποστηρίξει με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, βασικότατο από πολιτική άποψη, είναι το εσωτερικό ταξικό μέτωπο.
Η σαφής δέσμευση πως θα πληρώσουν οι δικοί μας πλούσιοι –ή, αλλιώς, δουλειά δεν γίνεται- μας προσανατολίζει με το μοναδικό τρόπο, που μπορεί να οδηγήσει το πρώτο εγχείρημα διακυβέρνησης της ριζοσπαστικής αριστεράς στη νίκη.
Η ίδια η διαπραγματευτική ισχύς της κυβέρνησης στο εξωτερικό, όπως σωστά το θέτει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές συμμαχίες που θα διαμορφώσει στο εσωτερικό. «Και αυτό δεν είναι θέμα επικοινωνιακής διαχείρισης, αλλά πολιτικής ουσίας. Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να αναλωθεί σε μάταιες προσπάθειες να τους κρατήσει όλους ευχαριστημένους, αλλά να καθορίσει με σαφήνεια ποιοι [συνέλληνες] θα κερδίσουν και ποιοι θα χάσουν από τη δική της πολιτική»2.
Ως προς αυτό, όσο κακή κι αν είναι η συμφωνία, δεν μας δημιουργεί κανένα απολύτως πρόσκομμα, την ίδια στιγμή που ενισχύεται η διεθνής εργατική συμμαχία, στο μέτρο που οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι κατανοούν πως το επίδικο είναι κατεξοχήν ταξικό. Πράγμα που αποδυναμώνει ισχυρά τις προπαγάνδες τύπου Bild, περί των Ελλήνων, που επιβουλεύονται τις οικονομίες των Γερμανών συνεπών φορολογουμένων.
Εδώ παίζεται το θεμελιώδες παιχνίδι.
Και δεν αφορά το 99% απέναντι στο 1%, δυστυχώς. Είναι πολύ περισσότερο από 1% το ποσοστό όσων εξυπηρετούνται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και το μνημονιακό καθεστώς.
Που σημαίνει πως όσοι από «τα αριστερά» κρίνουν τη συμφωνία, αλλά θεωρούν λογικό πως η φορολόγηση της περιουσίας θα πρέπει να ξεκινάει από διάφορα υψηλόκορφα αφορολόγητα θα πρέπει, μάλλον, να το ξανασκεφτούν στα σοβαρά3. Και όχι μόνο γιατί, ως προς αυτό, γελά μαζί μας ολόκληρη η καπιταλιστική Σκανδιναβία.
Όπως, επίσης, να ξανασκεφτούμε πάνω στο επιχείρημα πως θα πρέπει οι εργασιακές μας εξαγγελίες να καθυστερήσουν στην υλοποίησή τους γιατί θα πλήξουν κάποιες επιχειρήσεις. Και όχι μόνο γιατί αρκετές από αυτές είναι συνειδητοί κανίβαλοι. Αλλά και γιατί, ακόμη κι αν ο επιχειρηματίας είναι πραγματικά καλόψυχος, δεν μπορεί να επιβιώνει μην πληρώνοντας τις υπαλλήλους του για όσο θέλει, μην πληρώνοντας άπειρες πραγματικές υπερωρίες ή δίνοντάς τους 300 ευρώ μαύρα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ας παραχωρήσει την επιχείρηση στις υπαλλήλους.
————————————–
1 Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να υποχωρήσει από τις βασικές δεσμεύσεις της, Αυγή, Κυριακή 1 Μαρτίου 2015, Συνέντευξη στον Χρήστο Σίμο
2 Έχουμε δρόμο ακόμα, Αυγή, Κυριακή 1 Μαρτίου 2015
3 Χρήστος Λάσκος –Ευκλείδης Τσακαλώτος, Εφτά Θέσεις για την Αριστερά και την Φορολογία, Εποχή, 28 Ιουλίου 2015