Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
«Σήμερον την πρωίαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Βερροίας άρχεται η δίκη των κ.κ. Κοσμίδου προέδρου και Χαριτοπούλου γεν. γραμματέως της Εθνικής Ενώσεως Ελλάς κατηγορουμένων μετά του δημοσιογράφου κ. Φαρδή ως ηθικών αυτουργών του εμπρησμού και των αιματηρών σκηνών, αι οποίαι έλαβον χώραν τον παρελθόντα Αύγουστον (sic) εις τον Ισραηλιτικόν συνοικισμόν Κάμπελ. Πολιτικώς ενάγων εις την προκειμένην δίκην θα είναι η Ισραηλιτική Κοινότης Θεσσαλονίκης, η οποία ώρισεν ως συνηγόρους της πολιτικής αγωγής τους δικηγόρους κ.κ. Ζάχον και Κούμπαρην».[1] Μ’ αυτό το πρωτοσέλιδο μονόστηλο ξεκινά στα «Μακεδονικά Νέα», στις 2.4.1932, η σειρά των ρεπορτάζ που αφορούν την πολύκροτη δίκη για το πογκρόμ του Κάμπελ που έγινε στις 28 Ιουνίου (κι όχι τον Αύγουστο που λανθασμένα αναφέρει το δημοσίευμα) του 1931.
Ο αιματηρός εμπρησμός του συνοικισμού Κάμπελ (στον οποίο στεγάζονταν φτωχοί πυροπαθείς Εβραίοι μετά την πυρκαγιά του ’17) αποτέλεσε την κορυφαία δράση της παρακρατικής φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ που είχε ιδρυθεί το 1927 και οργάνωνε επιθέσεις εναντίον Εβραίων και κομμουνιστών, χρησιμοποιώντας ως μέλη των ομάδων κρούσης της (τους Χαλυβδόκρανους, που έφεραν στρατιωτική στολή και κράνη) φτωχούς πρόσφυγες των περιφερειακών συνοικισμών, λαμβάνοντας χρηματοδότηση από τον δήμο Θεσσαλονίκης και μεγάλες τράπεζες ενώ τύγχαναν της δημόσιας υποστήριξης τόσο του γενικού διοικητή Μακεδονίας Στυλιανού Γονατά, όσο και του υπουργού Προνοίας Λεωνίδα Ιασονίδη,[2] ο οποίος ακόμη και στα 1934 δήλωνε με περηφάνια ότι «και εγώ ήμην τριεψιλίτης» για να συμπληρώσει: «Όλοι ενθυμείσθε με πόσην θέρμην, με πόσον ενθουσιασμούν, ως υπουργός και ως βουλευτής Θεσσαλονίκης, υπερημύνθην και από του Βήματος της Βουλής, της ωραίας ταύτης Οργανώσεως, όταν είχε γίνη επερώτησις προς τον αγαπήσαντα επίσης τα Ε.Ε.Ε. κ. Στυλιανόν Γονατάν, τότε Γενικόν Διοικητήν Μακεδονίας».[3] Στο σημερινό σημείωμα θα αναφερθούμε κυρίως στην εξέλιξη της δίκης κι όχι τόσο στα ίδια τα γεγονότα για τα οποία, ελπίζουμε, ότι θα υπάρξει ειδικό σημείωμα την αντίστοιχη ημερομηνία.
Εκτός από τους τρεις που αναφέραμε παραπάνω και οι οποίοι κατηγορούνται για ηθική αυτουργία, οι άλλοι κατηγορούμενοι είναι οι «Ματθ. Αμπατζίδης, Δ. Καφαντάρης, Σ. Βουσουλίδης, Θ. Βελισσαρίδης, Κ. Νικολαΐδης, Σ. Μαυρομμάτης, Π. Ταξίδης, Α. Ντελίδης επί εμπρησμώ και διαταράξει της κοινής ησυχίας, θανατηφόροις τραύμασι, οπλοχρησία και οπλοφορία».[4] Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας καταθέτει ο γνωστός νομικός Γιομτώβ Γιακοέλ, που στο σχετικό δημοσίευμα αναφέρεται ως υπάλληλος της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Ο Γιακοέλ καταθέτει σχετικά με τον εμπρησμό και δηλώνει πως θεωρεί βασικούς υπεύθυνους τους ηγέτες της ΕΕΕ και τον Φαρδή με την αντισημιτική του αρθρογραφία, ενώ παράλληλα «λέγει ότι ο κ. Γενικός Διοικητής υπήρξεν άτονος εις τας ενεργείας του», αλλά ο εισαγγελέας Χυτήρης «αντικρούων τον μάρτυρα εις το σημείον αυτό λέγει αυτή είνε κρίσις υποκειμενική»,[5] θέλοντας έτσι να αποσείσει τις ευθύνες του Στ. Γονατά.
Στη συνεδρίαση της 4.4 θύματα της επίθεσης αναγνωρίζουν τους αυτουργούς, αλλά ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ζανετόπουλος ρωτάει τον μάρτυρα Μπεσαντζή, βουλευτή και δημοσιογράφο, εάν «διδάσκεται η ελληνική γλώσσα εις τα ισραηλιτικά σχολεία;», δείχνοντας τις προθέσεις της έδρας. Παράλληλα η Ένωσις Εφέδρων Υπαξιωματικών Μακεδονίας-Θράκης με τηλεγράφημά της προς τους Κοσμίδη, Χαριτόπουλο και Φαρδή δηλώνει πως οι «Έφεδροι Υπαξιωματικοί… εκφράζουσι συμπάθειαν, πεποιθότες ότι Δικαιοσύνη Πατρίδος αποδώσει υμάς λευκούς Κοινωνία. Ζήτω Πατρίς. Ζήτωσαν Εθνικιστικαί Οργανώσεις».[6]
Στις επόμενες συνεδριάσεις κι άλλα θύματα αναγνώρισαν τους δράστες, ενώ στις 7.4 ο γερουσιαστής Ασσέρ Μάλλαχ καταθέτει ότι «από την πρωίαν της 29 Ιουνίου διεδόθη ότι θα εγίνοντο επιθέσεις την εσπέραν κατά των Ισραηλιτικών συνοικισμών. Την μεσημβρίαν εκυκλοφόρησαν φήμαι ότι θα εμπρησθή ο συνοικισμός του Κάμπελ. Και τότε μετέβημεν παρά τω κ. Αστυνομικώ Διευθυντή, ίνα του ζητήσωμεν να λάβη τα ενδεικνυόμενα μέτρα… εκάμομεν διάβημα και εις τον κ. Γενικόν Διοικητήν, όστις μας υπεσχέθη ότι θα ληφθούν όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα». Συνεχίζοντας ο μάρτυρας αναφέρεται στην άμυνα του συνοικισμού 6 στον οποίο επίσης έγινε επίθεση κι όπου υπήρξαν 25 τραυματίας από την πλευρά των κατοίκων του συνοικισμού έναντι δύο χριστιανών επιτιθέμενων.[7] Στις 8.4 ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Καλαμαριάς Παγιατάκης επιβεβαιώνει τη συμμετοχή οπλισμένων στρατιωτών της Αεροπορίας στην επίθεση εναντίον του συνοικισμού.[8]
Αρκετοί μάρτυρες υπεράσπισης καταθέτουν ότι ήταν μαζί με κάποιους από τους κατηγορούμενους ως φυσικούς αυτουργούς σε άλλα μέρη, αλλά δεν αποφεύγουν τις αντιφάσεις. Ένας, μάλιστα, ο Σιδέρης εκτός από το ότι είδε δυο από τους κατηγορούμενους στο καφενείο Καραβάν-Σαράι το βράδυ του εμπρησμού καταθέτει επίσης ότι «την πυρκαΐαν του Κάμπελ… την έβαλαν οι Ισραηλίται Κομμουνισταί δια να προκαλέσουν ταραχάς», ενώ προσθέτει «ότι οι Ισραηλίται δεν είναι καλοί Έλληνες».[9]
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας «αποδεικνύει ότι η “Μακεδονία” δια των δημοσιευμάτων της επροκάλεσε την διχόνοιαν και εχθροπάθειαν μεταξύ των πολιτών, δια την οποίαν και κατηγορείται ότι παρέσυρε δια των δημοσιευμάτων και τα Εθνικάς οργανώσεις». Κατόπιν «αποδίδει δόλον» στον Φαρδή, αλλά παραδέχεται «ότι εις την αρθρογραφίαν του ταύτην εκινήθη ευρισκόμενος εις ψυχικήν παραφοράν και του αποδίδει μετρίαν σύγχυσιν». Επίσης ζητά την απαλλαγή του Κοσμίδη ως απλού ανθρώπου παραφερόμενου «υπό του Εθνικιστικού του πάθους», καταλογίζει δόλο στον Χαριτόπουλο αλλά πάλι με «μετρίαν σύγχυσιν», ζητά την καταδίκη για εμπρησμό σε βαθμό πλημμελήματος των Βελισσαρίδη, Αμπατζίδη και Μπουσουλίδη, ενώ για τον τελευταίο προσθέτει οπλοφορία, άδικη επίθεση, απρομελέτητα τραύματα και κλοπή σε βαθμό κακουργήματος. Για τα υπόλοιπα άτομα η πρότασή του είναι απαλλακτική.[10] Ενώ οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ζητούν την καταδίκη των κατηγορουμένων αναγκαζόμενοι όμως και πάλι να απολογηθούν σχεδόν για τις συκοφαντίες της «Μακεδονίας» εναντίον της Μακάμπη, είναι αξιοσημείωτη η αγόρευση του συνηγόρου του κατηγορούμενου Νικολαΐδη, ο οποίος προφανώς είναι κομμουνιστής και δεν είχε σχέση με τους άλλους που κάθονταν στο εδώλιο. Ο Κεφαλίδης, λοιπόν, που στη διάρκεια της δίκης ήταν ο πιο σιωπηρός από τους παράγοντές της αναφέρει «ότι η ΕΕΕ μεταχειρίζεται παράνομα μέσα δια την καταπολέμησιν του κομμουνισμού και κατηγορεί την οργάνωσιν ταύτην ως εμπνέουσαν πολεμικόν μένος εις τον λαόν. Τονίζει ότι ο αντισημιτισμός είναι δια την οργάνωσιν της ΕΕΕ ένα μέσον δια να μαζικοποιηθή… και να πραγματοποιήση τους άλλους σκοπούς της. Τα γεγονότα του Κάμπελ, λέγει, ήσαν οργανωμένα και αναφέρει ότι εις αυτά οι κομμουνισταί έλαβον ενεργόν μέρος, αλλ’ αντιθέτως προς τα εθνικάς οργανώσεις. Δια τον πελάτην του τον Νικολαΐδην λέγει, ότι λόγω της ιδεολογίας του δεν ήτο δυνατόν να συμμαχήση με τους εθνικιστάς εις τα γεγονότα του Κάμπελ, αλλ’ αυτός έπεσε θύμα εκδικήσεως και είνε εξιλαστήριον θύμα των ανομημάτων των άλλων».[11]
Μια παρενέργεια της δίκης ήταν «ότι κατετέθη πρότασις υπό μελών της Δημοκρ. Ενώσεως εις το συμβούλιον του Συλλόγου διαγραφής του τέως δημοτικού συμβούλου Αγγελίδου διότι ούτος ως μάρτυς εις την δίκην της Βερροίας υπερήσπισε μέλος των Ε.Ε.Ε. εναντίον του οποίου η Δημοκρατική Ένωσις είχε καταφερθή».[12] Αυτή η είδηση δείχνει τη σταθερή αντιφασιστική στάση του κόμματος του Αλ. Παπαναστασίου, από τη μια, αλλά και τους δεσμούς της ΕΕΕ με τον βενιζελικό χώρο, από την άλλη. Εντέλει, ο εν λόγω «τέως δημοτικός σύμβουλος» ήταν ίσως ο μόνος που «πλήρωσε» για τον εμπρησμό του Κάμπελ, καθώς όλοι οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από τους ενόρκους, γεγονός που προκάλεσε πανηγυρισμούς στην ΕΕΕ. «Απόφασις ενόρκων τιμίων Ελλήνων αποδίδουσα υμάς λευκούς δια συνέχισιν Εθνικού αγώνος αποτελεί καταπέλτην κατά κακών και αγνωμόνων Ελλήνων πολιτών. Χαιρετίζομεν αυτήν ως αποτελούσαν απόδειξιν ότι κοινή γνώμη ενισχύει και περιβάλλει στοργικώς αγώνα μας αναστηλώσεως Εθνικών Ιδεωδών», αναφέρει το τηλεγράφημα του Παραρτήματος Αθηνών της οργάνωσης.[13]
Μετά από τέτοια πανηγυρική δικαίωση οι τριεψιλίτες φυσικά συνέχισαν τους «αγώνες» τους υπέρ των εθνικών ιδεωδών. Έτσι, λίγους μήνες αργότερα (20.8.1932) μέλη της ΕΕΕ σκοτώνουν τον εργάτη Χαρίτωνα Σταμπουλίδη, σε συμπλοκή στο Καπάνι. Ο Μάρκος Βαφειάδης καταγγέλλει ως δολοφόνους τους αδελφούς Μελεμενλή ηγετικά στελέχη των Χαλυβδόκρανων, αλλά η αστυνομία τους αφήνει ελεύθερους.[14] Κατόπιν, στα χρόνια της Κατοχής, οι Θεόδωρος, Ιωάννης και Παναγιώτης Μελεμενλής θα «αναβαθμιστούν» σε ταγματασφαλίτες και πιο συγκεκριμένα σε αξιωματικούς του τάγματος του Πούλου.[15]
Παραπομπές:
[1] Μακεδονικά Νέα, 2.4.1932.
[2] Mark Mazower, Salonica City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews 1430-1950, Harper Perennial, Λονδίνο 2005, σ. 410-415.
[3] Μακεδονία, 9.2.1934.
[4] Μακεδονικά Νέα, 3.4.1932.
[5] Μακεδονικά Νέα, 3.4.1932.
[6] Μακεδονικά Νέα, 5.4.1932.
[7] Μακεδονικά Νέα, 8.4.1932.
[8] Μακεδονικά Νέα, 9.4.1932.
[9] Μακεδονικά Νέα, 12.4.1932.
[10] Μακεδονικά Νέα, 14 & 15.4.1932.
[11] Μακεδονικά Νέα, 17.4.1932.
[12] Μακεδονικά Νέα, 19.4.1932.
[13] Μακεδονικά Νέα, 19.4.1932.
[14] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921-1944, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 146.
[15] Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων: Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 178-179.