Της Δήμητρας Κογκίδου
«Και παλιά ζούσαμε με λίγα ως μονογονεϊκή οικογένεια, αλλά τώρα η κρίση μάς έχει τσακίσει. Σε λίγο δεν θα μπορώ να καλύψω ούτε τα πλέον βασικά… Κι αν είσαι αξιοπρεπής και ευαίσθητος άνθρωπος, σε πονάει αυτό… και νιώθεις και τύψεις που ως μόνη μητέρα βάζεις το παιδί σου σε τέτοια περιπέτεια. Τι να ονειρευτώ και σε τι να ελπίσω;»
Αυτά λέει μια μόνη μητέρα 45 ετών, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Στην τρέχουσα περίοδο της έντονης οικονομικής ύφεσης εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό της τυχερό γιατί έχει πλέον έστω και 4ωρη απασχόληση. Η μείωση των αποδοχών της καθιστά πλέον ανεπαρκή το μισθό της για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας. Ο κίνδυνος φτώχειας είναι ορατός καθώς τελείωσαν και οι οικονομίες της, η θέση εργασίας της είναι επισφαλής, το κοινωνικό κράτος ελάχιστα αποτελεσματικό και το άτυπο δίκτυο οικογενειακής στήριξης αντιμετωπίζει και αυτό τα ίδια προβλήματα.
Η κρίση δεν πλήττει εξίσου όλες τις οικογένειες. Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης πλήττουν περισσότερο τις οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες, τις ομάδες που ζούσαν ήδη από πιο μπροστά σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ή ήταν στο όριο. Οι μονογονεϊκές οικογένειες με μόνο γονιό μητέρα -που αποτελούν συντριπτική πλειοψηφία των μόνων γονέων- ανήκουν στις οικογένειες που πλήττονται περισσότερο. Όσες μονογονεϊκές οικογένειες βρίσκονταν πάνω ή κοντά στη γραμμή φτώχειας τώρα με την γιγάντωση της κρίσης έχουν κατρακυλήσει κάτω από αυτήν. Η απουσία προϋποθέσεων για αλλαγή της ζωής και θετικής προοπτικής εντείνει ακόμη περισσότερο τον κοινωνικό αποκλεισμό τους.
Να λάβουμε υπόψη μας, όμως, ότι οι μονογονεϊκές οικογένειες, ενώ αποτελούν ειδική κατηγορία, δεν αντανακλούν ταυτόχρονα και ενιαία κοινωνική πραγματικότητα, καθώς περιλαμβάνουν πολλούς και διαφορετικούς τύπους οικογενειακής οργάνωσης, μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, με διαφορετικό επίπεδο εισοδήματος, διαφορετικές αναπαραστάσεις για τη μονογονεϊκότητα, διαφορετική δυναμική και λειτουργικότητα κ.ά. Παρά τη διαφοροποίηση αυτή αντιμετωπίζουν ορισμένα κοινά ζητήματα σε ορισμένες όψεις της καθημερινότητάς τους, όπως: μείωση του εισοδήματος της οικογένειας, μεγαλύτερη απομόνωση και μοναξιά, υπερφόρτωση ευθυνών και άνιση πρόσβαση σε οικονομικά και κοινωνικά αγαθά που είναι πιο προσιτά στις διγονεϊκές οικογένειες.
Οι οικονομικές, αλλά και οι κοινωνικές συνέπειες της μονογονεϊκότητας εξαρτώνται από τις στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων που υιοθετούν οι μόνοι γονείς, από την κατάσταση της αγοράς εργασίας για την κατηγορία τους, το φύλο, την ηλικία, από το κοινωνικό πλαίσιο του μόνου γονέα, από τον αριθμό και την ηλικία των παιδιών. Οι συνθήκες ζωής όλων αυτών των μόνων γονέων διαφέρουν, όπως και οι προοπτικές τους, καθώς και η κατάσταση των παιδιών. Γενικά, υπάρχουν διαφορές στο εισόδημα των μονογονεϊκών οικογενειών ανάλογα με το φύλο του μόνου γονιού, αλλά και τον τύπο της μονογονεϊκότητας. Η κυριότερη δυσκολία, όμως, που αντιμετωπίζουν είναι η επίτευξη ή η διατήρηση ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, στην καλύτερη εκδοχή με κύρια εισοδηματική πηγή την απασχόληση του μόνου γονιού. Ο κίνδυνος διολίσθησης στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, με περιορισμένες δυνατότητες εξόδου, είναι αρκετά μεγάλος εξαιτίας της δυσμενέστερης θέσης των γυναικών/μόνων μητέρων στην αγορά εργασίας και της περιορισμένης αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ο κίνδυνος για κοινωνικό αποκλεισμό αυξάνεται στον βαθμό που η μονογονεϊκή οικογένεια συγκεντρώνει και άλλα χαρακτηριστικά, όπως αν έχει μεγάλο αριθμό παιδιών ή άτομο με αναπηρία ή χρόνιο πρόβλημα υγείας ή αν ανήκει και σε άλλη, μη ευνοημένη ομάδα (π.χ. τσιγγάνα/μόνη μητέρα, μετανάστρια/μόνη μητέρα).
Ας δούμε πόσο έχει χειροτερέψει η κατάστασή τους με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τη φτώχεια στην Ελλάδα από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) για το έτος 2012:
• Το 23,1% του πληθυσμού της Ελλάδας (δηλ. 2.536.000 άτομα) βρίσκεται κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας, ενώ υπάρχει αύξηση της φτώχειας κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2011.
• Εντυπωσιάζει το υψηλό επίπεδο του κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα γενικά. Ειδικότερα, με κριτήριο το φύλο, ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι γυναίκες (23,6%), ενώ σε σχέση με την ηλικία η φτώχεια φαίνεται να μετατοπίζεται από την ομάδα των ηλικιωμένων (17,2% το 2012 έναντι 23,6% το 2011) προς την ομάδα των παιδιών (26,9% το 2012 έναντι 23,7% το 2011) και των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (23,7% το 2012 έναντι 20,0% το 2011).
• Ο κίνδυνος φτώχειας για νοικοκυριά με παιδιά το 2012 είναι υψηλός. Για το σύνολο των νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά είναι 28,1% (έναντι 23,2% το 2011), ενώ στα μονογονεϊκά νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον εξαρτώμενο παιδί είναι 66% (έναντι 43,2% το 2011). Επίσης, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι οι μεγαλύτερες ομάδες παιδιών που κινδυνεύουν από τη φτώχεια είναι τα παιδιά που ζουν σε μονογονεϊκά νοικοκυριά1.
• Ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά, όπου κανένας δεν εργάζεται ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου (79,3% το 2012 έναντι 74,2% το 2011).
• Υπάρχει δραματική επιδείνωση των δεικτών φτώχειας. (Το ποσοστό φτώχειας για το έτος 2012 έφτασε στο 35,8%) Μέσα σε ένα έτος είχαμε αύξηση της φτώχειας σε απόλυτους όρους κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες.
Από την παραπάνω αποτύπωση της φτώχειας στην Ελλάδα φαίνεται ότι η κρίση έχει διευρύνει τόσο το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές βιοποριστικές τους ανάγκες, όσο και τον βαθμό της φτώχειας. Ακόμη και αν οι μόνες μητέρες έχουν εργασία, στις σημερινές συνθήκες αυτό δεν συνιστά πλέον δίχτυ προστασίας απέναντι στη φτώχεια. Η γενικότερη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και κατ’ επέκταση η μείωση των εισοδηματικών πηγών της οικογένειας, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, επιφέρει αλλαγές που έχουν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα και βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την ποιότητα της ζωής τους.
Για παράδειγμα, ορισμένες μονογονεϊκές οικογένειες που νοικιάζουν κατοικία μετακομίζουν σε φθηνότερο σημείο ή σε κατοικία με χαμηλότερα έξοδα συντήρησης και κόστος ενοικίου ή επιστρέφουν στην οικογένεια ή στον τόπο καταγωγής τους. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις που λόγω ανεργίας αναγκάστηκαν να πουλήσουν έγκαιρα την κατοικία τους ή που υπάρχει κίνδυνος κατάσχεσής της. Ένα ακόμη από τα δραματικά επακόλουθα της οικονομικής κρίσης είναι ότι αυξανόμενος αριθμός άνεργων μόνων γονέων ζητούν οικονομική βοήθεια και σε μικρότερο βαθμό τη φιλοξενία παιδιών σε δημόσια ιδρύματα παιδικής προστασίας ή σε ιδιωτικές δομές φροντίδας, όπως αυτές των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και της Εκκλησίας, μέχρι να μπορέσουν να βρουν δουλειά. Επίσης, μια άλλη επίπτωση της οικονομικής κρίσης που αναδείχθηκε είναι το θέμα του υποσιτισμού παιδιών. Επιπρόσθετα, πολλές μόνες-μητέρες δεν μπορούν να βασιστούν σε μεγάλο βαθμό πια στη διαγενεακή αλληλεγγύη που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αποτροπή του κινδύνου της φτώχειας, καθώς η ευρύτερη οικογένεια δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στον ίδιο βαθμό οικονομικά. Έτσι μπορεί να αναγκασθούν να διαλέξουν αν θα φαν ή θα αγοράσουν τα φάρμακα, αν θα ζεσταθούν ή θα πάρουν ψωμί, αν θα έχουν μια στοιχειώδη κοινωνική ζωή ή θα πληρώσουν τα φροντιστήρια των παιδιών κ.ά. Γνωρίζουμε ότι οι μονογονεϊκές οικογένειες δεν μπορούν να ελπίζουν ούτε στη συνεισφορά γενικά των κοινωνικών μεταβιβαστικών επιδομάτων στη διαμόρφωση των εισοδημάτων της οικογένειας και στην ευημερία των νοικοκυριών, γιατί η επίδρασή τους είναι περιορισμένη2.
Είναι προφανές ότι από την αρχή της κρίσης δημιουργήθηκαν ακόμα περισσότερα υπερχρεωμένα μονογονεϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταποκριθούν σε βασικά έξοδα διαβίωσης (λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, ενοίκια, έξοδα θέρμανσης, μεταφορικά) και χρησιμοποίησαν τον δανεισμό. Με τη συνέχιση της οικονομικής κρίσης χειροτερεύει η ήδη δύσκολη ζωή πολλών μονογονεϊκών οικογενειών γεγονός που οδηγεί πολλές μόνες μητέρες στις ουρές των συσσιτίων, στα κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, στα κοινωνικά παντοπωλεία, στις τράπεζες ρουχισμού και σε άλλα δίκτυα και δομές αλληλεγγύης.
Τι κάνουμε για την κατάσταση αυτή;
Στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται για την οικογενειακή ζωή στην Ελλάδα, οι μονογονεϊκές οικογένειες έχουν πιο διευρυμένη παρουσία απ’ ό,τι στο παρελθόν γεγονός που θέτει πιο επιτακτικά την αναγκαιότητα νέων πολιτικών καθώς οι μέχρι τώρα δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες όλων των οικογενειών. Ίσως ένας από τους λόγους να είναι και ότι δεν υπάρχει ισχυρή οργανωμένη πίεση από τους συλλόγους των ΜΓΟ ή από άλλους φορείς για οποιουδήποτε τύπου παροχές κοινωνικής φροντίδας –όπως για παράδειγμα συμβαίνει για τις πολύτεκνες οικογένειες.
Τα μέχρι τώρα μέτρα για τις μονογονεϊκές οικογένειες δεν εντάσσονται σε μια διακριτή και ολοκληρωμένη στρατηγική, τα περισσότερα είναι αποσπασματικά, κατακερματισμένα και αναποτελεσματικά. Επιπλέον, δεν υπάρχει θεσμός που να είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό και τη διάχυση των πολιτικών καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και ιδιαίτερα των πολιτικών για την ευημερία των παιδιών.
Παρά το γεγονός ότι οι μόνοι γονείς αντιμετωπίζουν πολύ περισσότερες δυσκολίες στην καθημερινότητα σε σύγκριση με τις διγονεϊκές οικογένειες, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεν είναι μοναδικά. Υπάρχουν πολλές κοινές εμπειρίες με πολλές διγονεϊκές οικογένειες, γεγονός που μας οδηγεί στην ανάγκη για συντονισμένη πολιτική σε πολλούς τομείς έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλες τις οικογένειες. Αυτό ανταποκρίνεται και στους νέους όρους της οικογενειακής ζωής, στο βαθμό που υποστηρίζει καλύτερα τις μεταβάσεις μεταξύ των φάσεων του κύκλου της οικογενειακής ζωής και δεν ευνοεί μια ιδιαίτερη μορφή οικογενειακής οργάνωσης Στην παρούσα φάση όμως στην Ελλάδα το ζητούμενο είναι να συμπεριληφθούν σταθερά οι μονογονεϊκές οικογένειες στην ομπρέλα της κοινωνικής φροντίδας ως διακριτή κατηγορία έτσι ώστε να υπάρξουν στοχοθετημένες οικογενειακές πολιτικές. Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε έως ότου να μη χρειάζεται να κάνουμε οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση που μπορεί να συνεπάγεται κάποιο στίγμα και να διεκδικούμε μέτρα για όλες τις οικογένειες.
Προς το παρόν χρειαζόμαστε επειγόντως μια κοινωνική πολιτική που να διασφαλίζει ένα ελάχιστο εισόδημα στις μονογονεϊκές οικογένειες για αξιοπρεπή διαβίωση. Χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην κατάσταση των μόνων μητέρων, να υπάρξουν άμεσες νομοθετικές ρυθμίσεις, να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη μηχανισμών στήριξης, κυρίως στο θέμα της απασχόλησης, δεδομένου ότι αυτό συνιστά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο βελτίωσης του εισοδήματος -συμπεριλαμβανομένων και των προγραμμάτων εκπαίδευσης- ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν με αξιώσεις μια πλήρη απασχόληση ή να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας που θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση. Το ζήτημα είναι να ευνοηθεί η εργασιακή πρόσβαση που επιτρέπει την καλύτερη συμφιλίωση μεταξύ εργασίας και οικογένειας και μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τα παιδιά. Δυστυχώς, το πρόβλημα της παγίδευσης σε χαμηλόμισθες ή επισφαλείς εργασίες, είναι μια πραγματικότητα σήμερα για πολλές μόνες μητέρες.
Επιπλέον, χρειάζεται να στηριχθεί το έργο όλων των οργανισμών και των ανεπίσημων δικτύων που ασχολούνται με τις μόνους γονείς και τα παιδιά. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά και για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση, χρειάζεται να δοθεί προτεραιότητα στη διασφάλιση έμμεσων επιδομάτων μέσω της αγοράς τροφίμων ή σίτισης, παροχής υγειονομικής περίθαλψης και διευκόλυνσης για οικονομικά προσιτή στέγαση. Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί η προτεραιότητα στην ένταξη παιδιών από μονογονεϊκή οικογένεια στους παιδικούς σταθμούς της χώρας.
Νομίζω ότι είναι καιρός πια να αναπτυχθούν πολιτικές που θα εκτιμούν τον πλούτο όλων των οικογενειών και θα τις υποστηρίζουν σε θεσμικό επίπεδο έτσι ώστε να υπάρχουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, γεγονός που θα έχει επιπτώσεις και στο μέλλον των παιδιών. Αυτό είναι πολύ σημαντικό καθώς με βάση τα τελευταία δεδομένα τα παιδιά πλήττονται από τις περικοπές και τη λιτότητα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού και γνωρίζουμε ότι η φτώχεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους και την εξασφάλιση της υγείας και της ευημερίας τους, τόσο κατά την παιδική ηλικία όσο και στα ενήλικα στάδια της ζωής.
Η μείωση του προϋπολογισμού στα θέματα εκπαίδευσης, και άλλων κοινωνικών παροχών που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την ευημερία των παιδιών, υπονομεύει το παρόν και το μέλλον των παιδιών. Πριν από λίγες μέρες ήταν η Παγκόσμια μέρα για τα δικαιώματα των παιδιών. Στις δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διανύουμε ο αγώνας για υπεράσπιση και πλήρη εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού καθίσταται ακόμα πιο αναγκαίος. Μας υπενθυμίζει την προτεραιότητα που χρειάζεται να επιδεικνύουμε για την ευημερία των παιδιών που βρίσκονται σε πιο δεινή κατάσταση.
*Η Δήμητρα Κογκίδου είναι Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ και το κείμενο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο της Κ.Ε.Δ.Ε. ( Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας) με θέμα «Κοινωνία σε κρίση, αυτοδιοίκηση σε δράση». Έκθεση ΠΟΛΙΣ, Θεσσαλονίκη 21 & 22 Νοεμβρίου 2013. Συνεδριακό Κέντρο Ι. Βελλίδης – ΔΕΘ
—————————————————————-
1 Το κύριο επιχείρημα για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας είναι η αναπαραγωγή των κινδύνων κοινωνικού αποκλεισμού με τη μετάδοση του φτωχού κοινωνικού κεφαλαίου μεταξύ των γενεών. Δηλ. τα φτωχά παιδιά σήμερα είναι πολύ πιθανό να γίνουν οι φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι ενήλικοι στο μέλλον.
Πέρα από τις στατιστικές, οι αριθμοί αυτοί καταδεικνύουν την αποτυχία μας να τηρηθούν τα ιδεώδη του αναπτυγμένου κόσμου για ισότητα και ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά και αντικατοπτρίζουν τόσο την αδυναμία των παγκόσμιων στρατηγικών για την επίλυση του κοινωνικού αυτού φαινομένου, όσο και την αδυναμία των πολιτικών που υιοθετεί η χώρα μας με σκοπό τη μείωση της παιδικής φτώχειας και της φτώχειας γενικότερα.
2 Για παράδειγμα, μια παροχή για τις μονογονεικές οικογένειες είναι το πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης απροστάτευτων παιδιών. Σκοπός του είναι η οικονομική ενίσχυση παιδιών ηλικίας μέχρι 16 ετών τα οποία για διάφορους λόγους στερούνται πατρικής προστασίας. Με το πρόγραμμα αυτό καταβάλλεται σήμερα μηνιαίο επίδομα 44 ευρώ σε κάθε απροστάτευτο παιδί ηλικίας μέχρι 16 ετών, με την προϋπόθεση ότι το μηνιαίο εισόδημα της οικογένειας που διαμένει το παιδί δεν υπερβαίνει για τριμελή οικογένεια τα 235 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 20,54 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος πέραν του τρίτου.
Επίσης, σύμφωνα με τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις θεσπίστηκε το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων, το οποίο αντικατέστησε τα καταβαλλόμενα μέχρι τότε οικογενειακά επιδόματα και χορηγείται με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Το ποσό του επιδόματος καθορίζεται ανάλογα με το συνολικό οικογενειακό εισόδημα και τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων και ανέρχεται μέχρι του ποσού των 40 ευρώ το μήνα για κάθε τέκνο.