in

Ζαν, Της Ελευθερίας Φιτσιώρη

Ζαν, Της Ελευθερίας Φιτσιώρη

(Η συνέχεια από την «Δίνη»)

Ζαν οι πελάτες δεν μπορούν να πάρουν το ασανσέρ, άφησες τα κιβώτια μέσα…

Ζαν…

ο Ζαν κοιτούσε το κλαδί της συκιάς που απλωνόταν έξω από τον αυλόγυρο του μνημείου απέναντι

Ζαν…

η σκέψη του έδωσε μια απλωτή, αρπάχτηκε απ΄το κλαδί και πέταξε μακριά

Ζαν… !!!

Ζαν… γιατί το κάνεις αυτό στη μανούλα;

Τι θα κάνει η μανούλα αν πάθει τίποτε το παιδάκι της ε; τι θα κάνει;

Το κλαδί έσπασε απ’ το βάρος του μα ευτυχώς έπεσε στα μαλακά, τίναζε τα χόρτα απ’ το κοντό του παντελόνι καθώς η φωνή της μητέρας του έτρεχε ζεστή κι αλαφιασμένη κοντά του

του Ζαν του άρεσε να την πειράζει κι όλα τελειώνανε με μια αγκαλιά, όπως τώρα…

Αυτή η γυναίκα δε θύμωνε ποτέ…

Ζαν σου λέω, οι πελάτες θέλουν το ασανσέρ, τα ξέχασες τα κιβώτια…

Να πάνε από τις σκάλες, απάντησε ο Ζαν και τίναξε το αλεύρι που χύθηκε στο παντελόνι του

Η πωλήτρια έμεινε άλαλη, πρώτη φορά τον άκουσε να μιλάει έτσι, γύρισε μέσα να ανακοινώσει το νέο στις άλλες.

Κορίτσια, ο Ζαν θύμωσε κι άφησε το ασανσέρ γεμάτο.

Άιντε, να δούμε τι άλλο θα πάθουμε, σου είπα παιδί μου, αν δεν κάνει αυτός απεργία θ’ αρρωστήσει.

Ε, μας είχε ταράξει όμως πέρυσι, απορώ πως δεν τον έδιωξε και του το είπε φέτος.

Τι του είπε;

Αν κάνει απεργία να πάει να βρει δουλειά αλλού και αυτά να τα πουλάει εκεί.

Ε, κι αυτός… άντε να μην πω τώρα… και σταμάτησε τρομαγμένη για αυτό που μπορεί να έλεγε κι ίσως έφτανε εκεί που δεν έπρεπε… πάντως ο Ζαν δεν το κάνει για κακό, είναι καλό παιδί ο Ζαν

ναι, τον αγαπούσαν όλες τον Ζαν

μα ο Ζαν καθισμένος έξω στο κράσπεδο της βιτρίνας ήταν μακριά τους, για να γυρίσει κοντά της και μακριά από αυτήν, του άρεσε να την ακούει να τον ψάχνει…

Ζαν…

Στην αρχή τα παιδιά τον κορόιδευαν, μα μετά το συνήθισαν κι έμεινε από τότε μικρός και μεγάλος ο Ζαν, ο Ζαν του Βίκτωρα Ουγκώ, ήταν το μοναδικό βιβλίο που θυμάται στα χέρια της μητέρας του. Το είχε πάρει από μια γειτόνισσα, το διάβαζε συνέχεια, μετά από πολλές φορές ανάγνωσης τον φώναζε κοντά της κι άρχιζε να διαβάζει φωναχτά για ν’ ακούει κι αυτός, μέχρι που το σχέδιο άλλαξε και του ζητούσε να της διαβάζει αυτός, ξανά και ξανά και πολλές φορές του τραβούσε το χέρι να πλησιάσει το βιβλίο να το κοιτάξει, να δει πώς ήταν γραμμένη η παράγραφος, να χαϊδέψει με τις άκρες των δακτύλων της τα γράμματα κι ήταν τότε που καθώς διάβαζε για εκείνη την μακρινή πόλη που, αυτός ο άγνωστος, ο δραπέτης είχε γίνει δήμαρχος, ήταν τότε που η μητέρα του τον τράβηξε στην αγκαλιά της και του έσκασε ένα ξαφνικό φιλί στο μέτωπο, ένοιωθε την καρδιά της να τον ζεσταίνει, ένοιωσε τα δάκρυά της.

Αυτή η γυναίκα δεν ήξερε να κλαίει, ακόμη κι όταν έκλαιγε χαμογελούσε…

Ζαν, τον ονόμασε τότε, για πρώτη φορά και το Γιάννης, πάει, ξεχάστηκε.

Χαμογέλασε καθώς τη θυμήθηκε, το κιβώτιο με το αλεύρι τον είχε κάνει κάτασπρο, σηκώθηκε, σίγουρα μέσα θα είχε φουντώσει ο καυγάς, αν η προϊσταμένη έλειπε του κάνανε καζούρα, ήταν ο μοναδικός άνδρας που δούλευε μαζί τους, ή ξεσπούσαν σε απελευθερωτικούς καυγάδες αναμειγμένους με χωρατά και λογοπαίγνια, αν η προϊσταμένη ήταν εκεί βγάζανε όλο τον κακό τους εαυτό κι όλα μοιάζανε ύπουλα κι επικίνδυνα.

Ξαφνιάστηκε, μαζεμένες όλες γύρω στο έρημο ταμείο, τον κοιτούσανε ήρεμα, το βελούδινο βλέμμα του, η φωνή του λαχανιασμένη, είχε τακτοποιήσει τα κιβώτια θαρρείς με μια ανάσα, μα τι φωνή, νόμιζες πως ο καιρός άλλαζε κι από τρικυμία σου έφερνε γαλήνη…

-Πού είναι οι σακούλες για τον έβδομο; Δεν τις βρήκα.

-Α, βρε Ζαν, όλα τελευταίος τα μαθαίνεις, δεν έχει σακούλες για τον έβδομο, ο «πρέσβης» αρρώστησε είναι στο νοσοκομείο…

Ο Ζαν περίμενε, ήξερε πως θα τα μάθαινε όλα στην παραμικρή λεπτομέρεια, από αυτό τον αγώνα είχε παραιτηθεί.

Μα τα λόγια ήταν λίγα.

Όχι, ο γείτονας του έβδομου ορόφου που είχε τη μύτη πιο ψηλά από τα φρύδια, είχε πάθει τροφική δηλητηρίαση, καλά ήταν, θα έβγαινε σε δυό μέρες, τους το είπε η γυναίκα που καθάριζε το διαμέρισμα να μη στείλουν τα ψώνια.

Χρόνος κιβώτιο αλεύρι, κάτασπρα ανέμελα σγουρά μαλλιά, μα οι ρυτίδες; Δεν φτιάχνει τ’ αλεύρι τις ρυτίδες… ράφια συσκευασίες άνθρωποι παγώσανε σ’ αυτό το αίνιγμα του χρόνου.

Αυτή που τον κοίταξε σαν διάβολο όταν έμαθε πως πηγαίνει σε πορείες.

Η άλλη πού ήξερε, αχ χρόνο χάνεις δεν θα γίνει τίποτε, πρόσεχε μόνο μην τις φάς.

Ξανθά κεφάλια αποσβολωμένα μπροστά στον αλαφροπάτητο άντρα που είχε μπροστά τους γεράσει ξαφνικά…

Όλα είχαν αλλάξει τρομαχτικά κι αυτός ο κόσμος έτσι γεμάτος λόγια χωρίς λόγια περνούσε μπροστά τους σαν τόσες ξέχωρες ζωές μαζί η ζωή τους τα πρόσωπά τους γερασμένα κι όλα άγνωστα ακατανόητα δεν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου με ένα διακόπτη… ή μπορείς;…

Τι λέτε, καλέ, γερνάει ο Ζαν; τους έκοψε η πιο σκληρή και γυρίσαν πίσω στις δουλειές τους.

Βγήκε έξω, ήξερε πως η πορεία θα είχε τελειώσει από ώρα, το κινητό του ήταν κομμένο μήπως τους βρει, πώς είναι να είσαι αλλού; σήμερα το κατάλαβε, είχε μείνει μακριά από τα γεγονότα, τα γεγονότα που λέγανε στις ειδήσεις με τον τρόπο τους, αυτά που ο κόσμος ζούσε στον δρόμο σαν άνθρωπος και φθάνανε στις ειδήσεις που τους παρουσιάζανε σαν τέρατα, με τη διαφορά πως ο Ζαν ήξερε πως θα τους συναντούσε μέχρι το βράδυ και θα μάθαινε την αλήθεια.

Πόσο δύσκολο είναι τελικά να μαθευτεί η αλήθεια; Θυμήθηκε το σπασμένο τηλέφωνο που παίζανε μικροί. Μα τι τον έπιασε σήμερα; να θυμάται πώς ήταν μικρός; Μήπως ο άνθρωπος που δεν μαθαίνει την αλήθεια δεν μεγαλώνει ποτέ; Κι αν δεν μεγαλώνεις ποτέ ποιος σε κάνει κουμάντο; Ο Ζαν ήξερε πολύ καλά ποιος αλλά η σκέψη αυτή του έκανε εντύπωση. Πώς μεγαλώνει ένας άνθρωπος;…

Περπατά στα σύννεφα ο Ζαν, είπε καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται και έμεινε ακίνητη με τη σκούπα, να κοιτάζει τον αέρα να σβήνει τις μεγάλες του πατημασιές από αλεύρι που είχαν απομείνει στο πεζοδρόμιο…

(συνεχίζεται)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια φωνή, μια στιγμή, δύο νίκες. Του Γιώργου Αγγελόπουλου

Πανεπιστήμια σε ελεύθερη πτώση. «Φοράει» αλεξίπτωτο το Ελληνικό Πανεπιστήμιο;