Από τον Cezanne ως τον Κυβισμό και όλα τα στυλ που βασίστηκαν σε αυτά τα ρεύματα η έμφαση στην τέχνη δόθηκε στη μορφή της δομής ενώ προς μία διαφορετική κατεύθυνση στράφηκαν ο Van Gogh, o Munch και οι εξπρεσιονιστές της Γερμανίας προσπαθώντας να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους στην οπτική διατύπωση διαθέσεων και συναισθημάτων πέρα φυσικά από την καθαρή αισθητική. Σε αντίθεση με αυτά τα κινήματα και όλες τις παράπλευρες τάσεις έρχεται ένα νέο ρεύμα τέχνης –που περιλαμβάνει όλες τις μορφές εκδήλωσής- ο Σουρεαλισμός (Μεσοπόλεμος 1918-1939).
Ο Σουρεαλισμός , απομακρυσμένος από το ‘’τέχνη για την τέχνη’’ που τελικά οδήγησε στην απόλυτη αφαίρεση, θέτει τις βάσεις του στην εξερεύνηση των εσωτερικών περιοχών και κυρίως του υποσυνείδητου με στόχο όχι τόσο την έκφραση αλλά την αποκάλυψη. Είναι σκέψη που υπαγορεύεται χωρίς κανένα έλεγχο της λογικής και λειτουργεί πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική ανησυχία. Πιστεύει σε μια ανώτερη πραγματικότητα ανάμεσα στο όνειρο και στην ελεύθερη σκέψη. Μιας και το υποσυνείδητο δημιουργεί εικόνες και η τέχνη κάνει το ίδιο άρα ο καταλληλότερος τρόπος έκφρασης του είναι η ίδια η τέχνη, χωρίς φυσικά να είναι κάποια αναπαράσταση του υποσυνείδητου. Το υποσυνείδητο δεν αντικειμενοποιεί την πραγματικότητα αλλά είναι ένα σουρεαλιστικό παιχνίδι καταγραφής της σκέψης ερήμην της καθαρής λογικής ένα είδος ουσιαστικά ‘’καθαρής έκφρασης’’.
Οι σουρεαλιστές λογοτέχνες δίνουν απαντήσεις και σε θέματα πρωτόγονων με την τότε κοινωνία και απαντήσεις στη σύγχρονη κοινωνία με τα σύγχρονα δεδομένα. Η πρωτόγονη κοινωνία έδινε απαντήσεις μέσω του ονείρου . Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο σουρεαλισμός έχοντας αποδεχτεί ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες τη σχέση μεταξύ της τέχνης και της δημιουργικής διαδικασίας. Στη σουρεαλιστική φιλοσοφία η δυνατότητα ενός αντικειμένου να προκαλεί νοητικές εικόνες και μέσω αυτών ισχυρά συναισθήματα που είναι το μέτρο για το θαυμαστό. Η άμεση σχέση τους με τον Κομμουνισμό, που ήταν και η πολιτική και επιστημονική βάση των θεωριών τους, ήταν μια σχέση αλληλένδετη καθώς η πολιτική τους συνείδηση επηρέαζε τα δημιουργήματά τους. Ξεκινούν με τη διαλεκτική που ήταν βασική διαδικασία σκέψης τόσο του κομμουνισμού όσο και του σουρεαλισμού. Οι εξελίξεις και οι πολλές αλλαγές, δηλαδή ανάμεσα στη φάση της εξέλιξης και στην επόμενη θα πρέπει να παρεμβάλλεται μια ενεργητική αρχή που για τον Hegel είναι η αρχή της αλληλεπίδρασης και της αντίθεσης πράγμα που σημαίνει ότι για να προκύψει μια νέα κατάσταση πρέπει να καταστραφεί μια ισορροπία. Άρα υπήρξε η βάση του ιδεολογικού για τον Hegel και η βάση του υλιστικού για τον Marx.
Οι σουρεαλιστές προσπάθησαν να εξηγήσουν την εξέλιξη της διαλεκτικής στο παρελθόν και να αιτιολογήσουν τον επαναστατικό της χαρακτήρα στο παρόν. Ο υλικός κόσμος που κατά τον Marx κατοπτρίζεται μηχανικά σχεδόν στον ανθρώπινο νου, για τους σουρεαλιστές μετασχηματίζεται σε εικόνες. Σύμφωνα με το σουρεαλιστή A. Breton η θέληση είναι η συνειδητοποίηση της προσωπικότητας κι έτσι διαμορφώνονται οι 3 στόχοι του σουρεαλισμού : Η κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου, η πλήρης ηθική απελευθέρωση και το πνευματικό ξανάνιωμα. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η αποκήρυξη της αστικής καπιταλιστικής κοινωνίας και η σύνδεση με τις πηγές της πολιτικής επανάστασης. Η ατομική μοίρα ήταν συνδεδεμένη με τη συλλογική άρα η απελευθέρωση συμβάδιζε με την κοινωνική αλλαγή μέχρι που ο Α.Βreton συνειδητοποίησε ότι το κίνημα του σουρεαλισμού δεν έπρεπε να τεθεί υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οι ζωγράφοι επηρεάστηκαν λιγότερο γιατί όπως σωστά διαπιστώνει ο Edward Smith η ζωγραφική δεν είναι τέχνη του λόγου. Στην ίδια την τέχνη του σουρεαλισμού υπήρχε η πολιτική αμφισβήτηση μιας και Σουρεαλισμός και Μαρξισμός μπορούν να θεωρηθούν παραλλαγές της μανιχαϊστικής Γνώσης εφόσον και οι δύο υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος μπορεί να διαφωτιστεί επαρκώς ώστε να γίνει κύριος της δικής του μοίρας. Το κοινό τους χαρακτηριστικό βέβαια ήταν ότι και ο Κομμουνισμός και ο Σουρεαλισμός παρέμειναν μια ουτοπία.
Ο Α. Μπρετόν υποστήριζε πως οι σουρεαλιστές θα οδηγήσουν την τέχνη στην πιο απλή της έκφραση που είναι ο έρωτας. Δεν μπορεί κανείς να επιλέξει το σουρεαλισμό παρακάμπτοντας τον έρωτα και τη γυναίκα. Σε αντίθεση με το μισογύνη ντανταϊσμό που επιχείρησε να υποτάξει τον έρωτα στους νόμους της άψυχης μηχανής, ο σουρεαλισμός τον ανήγαγε σε αποφασιστικό κίνητρο για τη συγχώνευση του εγώ με τον άλλον (κομμουνιστικό κατά μία έννοια). Εναντιώθηκε στο σεξ με τη μορφή μιας στιγμιαίας ικανοποίησης μιας και γι’αυτούς είναι ένα σύμβολο. Θα μπορούσε η ελευθερία να θυσιαστεί στο βωμό του έρωτα; Κανένα καλλιτεχνικό κίνημα από το Ρομαντισμό δεν πρόβαλε τόσο το ρόλο της γυναίκας στη δημιουργική ζωή ενός άντρα όσο ο σουρεαλισμός. Η ‘’σπασμωδική ομορφιά’’ και η απόλυτη ελευθερία αποτέλεσαν τα μέσα της κατάργησης των συνόρων ανάμεσα στην ψυχή και το συναίσθημα.
Για τους σουρεαλιστές ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει μια ολότητα και να σπάσει τα φράγματα που υποχρεώνουν τη συνείδηση να λειτουργεί αποσπασματικά, που χωρίζουν την αντικειμενική εμπειρία από την υποκειμενική δηλαδή την εμπειρία που αποκτάται μέσω των αισθήσεων από την υποσυνείδητη. Στόχος είναι να δημιουργηθεί μια υπερ-πραγματικότητα (surrealite) που θα επιτευχθεί μέσω του και των των καταστάσεων του παραλόγου.. Θα πρέπει να γίνει μια ηθική και πνευματική επανάσταση για να φτάσουμε στην απελευθέρωση του ατόμου. Αυτός ο νέος ανθρωπισμός βασιζόταν στην ελευθερία, τον έρωτα και την ποίηση.