Ο Andre Breton ξεκινά την έρευνά του και την παράθεση απόψεων του στο βιβλίο του «Υπερρεαλισμός και Ζωγραφική» με την εξής φράση: « Υπάρχει αυτό που δεν είδα παρά μονάχα πολύ σπάνια και δε διάλεξα να δω ή να ξεχάσω ανάλογα με την περίπτωση. Υπάρχει αυτό που ήδη είδα αρκετές φορές κι αυτό που άλλοι όμοιά μου είπαν ότι είδαν, αυτό που πιστεύω ότι μπορώ να αναγνωρίσω, είτε ενδιαφέρομαι είτε όχι. Υπάρχει αυτό που μάταια κοίταξα και δεν τολμώ ποτέ να δω, που είναι ό,τι αγαπώ. Υπάρχει αυτό που είδαν άλλοι, λένε πως είδαν και από υποβολή καταφέρνουν ή δεν καταφέρνουν αν με κάνουν να δω. Υπάρχει αυτό που βλέπω διαφορετικά απ’ό,τι βλέπουν όλοι οι άλλοι, ακόμα κι αυτό που αρχίζω να βλέπω και δεν είναι ορατό. Κι αυτό δεν είναι όλο.» Σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα των εικόνων.
Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ορίσει τις οπτικές του εικόνες είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν πριν από τον ορισμό τους δημιουργώντας μια γλώσσα επικοινωνίας και ερμηνείας συμβολισμών που να επιτρέπει την απεικόνισή τους. Βέβαια, είναι διάφοροι οι βαθμοί αισθήσεως που να ανταποκρίνονται στις πραγματικότητες του πνεύματος γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Andre Breton οι ακουστικές εικόνες υστερούν μπροστά στις οπτικές όχι μόνο σε καθαρότητα αλλά και σε αυστηρότητα. Αναρωτιέται μάλιστα ο συγγραφέας του σουρεαλισμού πώς είναι δυνατόν αν είμαστε ικανοποιημένοι με μια περαστική ταραχή που μας προκαλούν τα έργα τέχνης μιας και δεν υπάρχει ούτε ένα έργο τέχνης που να στέκεται μπροστά στον πρωτογονισμό μας ακέραιο μ’ αυτήν την έννοια. Oι σουρεαλιστές αρνούνται να πιστέψουν στη μία «χυδαία» πραγματικότητα. Προσπάθησαν στα έργα τους ( ζωγραφικά, λογοτεχνικά, ποιητικά κλπ) να προβάλουν εικόνες των ονείρων, της φαντασίας καθώς υποστήριζαν τη δύναμη της αυταπάτης. Ο S. Freud μίλησε για τη θέληση των καλλιτεχνών, το wollen, κι εδώ συμπληρώνονται τα λόγια του Hegel όπου «θέληση είναι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας». Σε κάθε ρεύμα τέχνης κάθε στυλ στην τέχνη μπορεί να είναι ένα είδος μάσκας που ο καλλιτέχνης φορά πάνω στη θέληση. Ως συνειδητοποίηση είναι απλά ό, τι λαμβάνει ο άνθρωπος μέσω του συνειδητού ελεγχόμενου ή και του ασυνειδήτου. Διότι αν το ασυνείδητο ως ελεύθερος συνειρμός μπορεί να εκφραστεί μ τη γλώσσα τότε δημιουργούνται καλλιτεχνικά έργα. Η γλώσσα δεν υπάρχει μόνο για να εκφράσει ο άνθρωπος κάτι αλλά και για να εκφράσει τον εαυτό του. Η τέχνη, λοιπόν, της μιμήσεως που φιλοδοξία της ήταν να παγιώσει την όψη του εξωτερικού κόσμου δεν μπορούσε παρά να υποκύψει σε αντιθέσεις. Έτσι, έχουμε την αποτύπωση της παιδικότητας του Miro, τη μοναξιά και τη μεταφυσική ζωγραφική του De Chirico κλπ.
Tα μάτια, λοιπόν, αντανακλούν αυτό που ενώ δεν υπάρχει εντούτοις υπάρχει το ίδιο έντονα. Κι αν τα όνειρα είναι εικόνες τότε η ζωγραφική δεν είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος έκφρασής τους; H ζωγραφική προβάλλεται ως ένα ακόμη μέσο για την ξερεύνηση του υποσυνειδήτου, παρά ως δυνατότητα δημιουργίας αισθητικών αντικειμένων
Ένα έργο χαρακτηρίζεται σουρεαλιστικό μόνο όταν ο καλλιτέχνης πιέστηκε να φτάσει το καθολικό ψυχοφυσικό πεδίο (το πεδίο της συνειδήσεως δεν είναι παρά ένα ασθενές μέρος του). Ο Freud έδειξε σε αυτό το ακατάπαυστο πάθος του βασιλεύουν η απουσία της αντιφάσεως, κινητικότητα των συγκινησιακών επενδύσεων που οφείλονται στην απώθηση, την αχρονικότητα και την αντικατάσταση της εξωτερικής πραγματικότητας από την ψυχική πραγματικότητα που υποτάσσεται στην αρχή της ηδονής. Ο αυτοματισμός οδηγεί σ’ αυτήν την κατάσταση τον άνθρωπο άμεσα μιας και ο σουρεαλισμός φτάνει σ’ ένα οπτικό παιχνίδι των ονειρικών εικόνων. Οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως η σχέση τέχνη και ασυνείδητο οδηγεί σε μια νέα προοπτική που ενώ κάποια πράγματα φαίνεται να μην έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους στη συνείδηση, έχουν όμως μέσω της ασυνείδητης εικόνας. Επομένως ο αυθεντική τέχνη θεωρούσαν την αυτόματη καταγραφή σκέψεων χωρίς να υπερβαίνει η συνείδηση αυτής της διεργασίας. Θα πρέπει, βέβαια, να έχουμε πάντα στο νου μας την υποκειμενικότητα στην αντίληψη ενός έργου τέχνης .Η γνωστή και ως μεταβίβαση και αντιμεταβάβιβαση .που είναι απαραίτητες για την ανάλυση ενός έργου.
Τα σουρεαλιστικά έργα υπάρχουν για να αποκαταστήσουν την απόλυτη αλήθεια του διαλόγου απαλλάσσοντας τους δύο διαλεγόμενους από τους κανόνες ευγενείας μιας και ο καθένας από τους θεατές αφήνονται στο δικό τους μονόλογο, χωρίς να επιδιώκει μια διαλεκτική ευχαρίστηση ή επιβολή στο σύντροφό του. Βέβαια, εδώ να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον Κ . Κosik κάθε έργο τέχνης έχει διπλό χαρακτήρα αλλά αδιαίρετη ενότητα., δηλαδή από τη μια είναι έκφραση της πραγματικότητας και από την άλλη διαμορφώνει την πραγματικότητα, η οποία δεν υφίσταται παράλληλα με το έργο, αλλά αποκλειστικά και μόνο στο έργο Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία της Ιστορίας της Τέχνης δεν μπορούμε να αναλύσουμε «το έργο αυτό καθαυτό», γι’ αυτό και πάντα το προσεγγίζουμε από τη δική μας οπτική. Στην ευνοϊκότερη περίπτωση η ανίχνευση του αντικειμένου εξυπηρετεί την αυτογνωσία κι αντίστροφα η αυτογνωσία μας βοηθά στην ανίχνευση του αντικειμένου .
Το να προσεγγίσεις ένα σουρεαλιστικό έργο είναι σαφώς ένα δυσνόητο κομμάτι της τέχνης όσο καλά κι αν γνωρίζει τον καλλιτέχνη, το ιστορικό υπόβαθρο και τις σύγχρονες ψυχαναλυτικές θεωρίες. Το μόνο που αγαπούν οι σουρεαλιστές είναι η αστείρευτη κ ατέλειωτη φαντασία γιατί είναι το μοναδικό κομμάτι του νου που δε θα τους προδώσει ποτέ.