Γιάννης Μπρούζος, Τι πραγματικά αξίζει- 24 γράμματα στον γιο μου
Το βιβλίο αφήνει αδιαμφισβήτητα, μια για άλλους μικρότερη κι άλλες πιο έντονη, συγκίνηση. Προσωπικά κατάφερε να με αγγίξει διαφορετικά κομμάτια της ψυχής μου, με διαφορετικούς τρόπους.
Δυσκολεύτηκα αρκετά να βρω μια οπτική και προσέγγιση που «να μου κάνει» γι’ αυτό το βιβλίο καθώς δεν είναι από τα κλασικά αναγνώσματα που έχουμε συνηθίσει στην αριστερά. Βλέπετε, δεν αφορά μια συγκεκριμένη θεματική (το περιβάλλον, την εργασία, την οικονομία) ή κάποια ιδεολογία ή θεωρία (τον φεμινισμό ή την πολιτική σκέψη του χ ή ψ πολιτικού στοχαστή ή φιλοσόφου κοκ). Η δυσκολία όμως αυτή, αντίθετα από τα προγνωστικά μου, δεν με άγχωσε καθόλου. Ίσως γιατί μιλάει για τη ζωή και σκέφτηκα πως «δε χρειάζεται να είσαι δα και “ειδική” για να μιλήσεις για τη ζωή, λίγο πολύ όλοι ξέρουμε να ζούμε».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση όμως των 7-8 γραμμάτων που επέλεξα από το βιβλίο, η βεβαιότητα αυτή με την οποία ξεκίνησα την ανάγνωσή τους, κατέληξε να είναι περισσότερο στοχασμός κι ερώτημα κι έτσι αποφάσισα να τη θέσω σήμερα εδώ, σε όλα εσάς, με αφορμή το βιβλίο του Γιάννη: «Ξέρουμε άραγε να ζούμε τις ζωές μας;» Τις ζωές που έχουμε τώρα, σήμερα, εδώ.
Το βιβλίο αυτό είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αρχικά, είναι ένα πολύ πολιτικό, ουσιαστικά πολιτικό -στο περιεχόμενο του αλλά ευτυχώς όχι στη φόρμα του- ανάγνωσμα που μιλάει για τη ζωή που ευαγγελιζόμαστε ως Αριστερά ότι θέλουμε να ζήσουμε, αλλά για την οποία, εντέλει, δεν μιλάμε ποτέ πιο συνολικά, παρά μόνο τη πάμε σε θραύσματα (η φύση, οι τέχνες, η αξία της ζωής, η ιστορία, η εκπαίδευση, οι αγώνες αντίστασης κοκ) που σπάνια συνδέονται στο λόγο μας μεταξύ τους. Είναι όμως ταυτόχρονα και το «δαχτυλικό αποτύπωμα» του Γιάννη στον κόσμο. Το ανεξίτηλο αποτύπωμα της σκέψης του, ένας τρόπος να μπορέσει να γνωρίσει και να συνομιλήσει άυλα μέσα στον χωροχρόνο με ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να μη συναντηθεί ποτέ πραγματικά από κοντά.
Από τον πρόλογο μαθαίνουμε πως στο βιβλίο αυτό βρίσκουμε επιστολές που γράφει ο «μπαμπάκης» του 2025 στον εξάχρονο Στέλιο. Το βιβλίο, έτσι, απευθύνεται με λόγο απλό και προσβάσιμο στον σημερινό Στέλιο, παρά το γεγονός ότι ο όγκος της πληροφορίας και η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που πραγματεύεται, ίσως δεν επιτρέπει την ανάγνωσή του ή τη συζήτηση των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται με τον εξάχρονο σήμερα από δέκτη των γραμμάτων. Ο τρόπος γραφής του βιβλίου, το ύφος αλλά και η προσέγγιση των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται σπανίζουν έως λείπουν από τον λόγο -γραπτό και προφορικό- των Αριστερών. Έναν λόγο όπου κυριαρχούν οι βαρύγδουπες πολιτικές αναλύσεις και είναι γεμάτος επικλήσεις στις εκάστοτε αυθεντίες μέσα από ένα πολύ συχνό quoting των μεγάλων στοχαστών και φιλοσόφων με περίπλοκη πολιτική σκέψη. Αντίθετα εδώ ο Γιάννης ως δάσκαλος άξιος του επαγγέλματός του, καταφέρνει να μιλήσει απλά και κατανοητά για πράγματα σημαντικά, για όλα αυτά που «πραγματικά αξίζουν», τόσο στη ζωή όσο και στην πορεία μας μέσα στην Αριστερά και τα κινήματα.
Ο Γιάννης ανάγει την Αριστερά, τη συντροφικότητα και τη συλλογικότητα σε αξίες ζωής, σε αυτά που αξίζουν.
Ως ψυχοθεραπευόμενη χρόνια τώρα, δεν μπορώ παρά να σημειώσω ότι αντιλαμβάνομαι το βιβλίο ως απόσταγμα του ευεργετήματος της ψυχοθεραπείας. Και το κύριο συστατικό αυτού του αποστάγματος και πίσω κείμενο, κατ’ εμέ, αυτής της κατάθεσης ψυχής τον αναστοχασμό της ιδέας του αύριο.
Θα τολμήσω να ισχυριστώ ότι τις περισσότερες από εμάς, η ύπαρξη του αύριο, ενός αύριο σίγουρου, δεδομένου και με διάρκεια, δεν μας αφήνει να ξεστομίσουμε και να μοιραστούμε με τους γύρω μας όλα όσα απασχολούν τη σκέψη μας και όσα αισθανόμαστε. Αναφέρομαι σε αυτό το αύριο που γίνεται αντιληπτό και βιώνεται ως απώτερο μέλλον. Το βιβλίο με έκανε να αισθανθώ τη βεβαιότητα που περικλείει η υγιής ύπαρξη μου και να σκεφτώ ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους που εμείς οι “άνθρωποι με πολύ μέλλον” γινόμαστε πιο κλειστοί και λιγότερο εκδηλωτικοί και που επιτρέπει την κυριαρχία των αμφιβολιών έναντι στην έκφραση και το μοίρασμα. Βολευόμαστε στην πολυτέλεια της δυνατότητας της αναβολής “για μετά”, “για αύριο”. Αυτά είναι που διαλύουν ο φόβος του τέλους και η αβεβαιότητα της ύπαρξης. Έτσι, το βιβλίο φέρνει τον αναγνώστη στο σημείο να αναρωτηθεί σε ατομικό επίπεδο (αλλά και συλλογικό, για όσες έχουμε τη χαρά να ζούμε και μέσα σε συλλογικότητες) “αν όχι τώρα, πότε;”, “αν όχι εγώ -ή εμείς, τότε ποιοι;”.
Και στο σημείο αυτό, θα κλείσω με δύο σχόλια για το «εμείς» και τη «συλλογική πολιτική ζωή»:
- Ο Γιάννης παρουσιάζει την πολιτική κοινότητα ως μια μορφή αντίστασης όχι μόνο απέναντι στην κυρίαρχο αλλά και στη μοναξιά. Μας μιλάει για αυτή όχι ως έναν ακόμα χώρο που βρίσκεις ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα, ιδεολογία και απόψεις -όχι δηλαδή ως ένα ακόμα χόμπι στο οποίο πάμε, ερχόμαστε, φεύγουμε κι επιστρέφουμε όποτε μας καπνίσει-. Μιλά για την πολιτική κοινότητα ως μια ομάδα απέναντι στην οποία δεσμευτήκαμε να είμαστε εκεί, μια ομάδα για την οποία επιλέξαμε να φέρουμε ευθύνη συμμετοχής και στήριξης της.
- Στην ίδια λογική, ο Γιάννης παρουσιάζει πολύ όμορφα το «εγώ» ως μια “πολυφωνική σύνθεση” όπου ο εαυτός είναι το αποτέλεσμα του «εμείς», του «εγώ και οι άλλοι», δίχως τους οποίους «άλλους», παύει να υπάρχει το «εμείς» και δεν υφίσταται «εαυτός».
* To κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 12 Δεκεμβρίου στο Στέκι Μεταναστών στη Θεσσαλονίκη

