Η «Ξερολιθιά», το τελευταίο μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη, που εκδόθηκε σε ένα καλαίσθητο βιβλίο τον Οκτώβρη του 2020 από τις εκδόσεις «Τόπος». Η υπόθεση ξεδιπλώνεται σε 18 κεφάλαια, χωρισμένα σε 5 μέρη, με άξονα τις ιστορίες των τεσσάρων βασικών ηρώων, ιστορίες που δίνονται είτε σε γ΄πρόσωπη –αποστασιοποιημένη, αλλά όχι δίχως ειρωνεία, κάποτε και σαρκασμό– αφήγηση, είτε σε β΄πρόσωπη αφήγηση, για μια πιο αυτοκριτική, από τα ίδια τα πρόσωπα, θαρρείς, ματιά πάνω σε αυτές.
Τα τἐσσερα αυτά βασικά πρόσωπα, που οι ιστορίες τους δίνουν και την ραχοκοκκαλιά της δράσης, είναι ο Άγγελος, με σπουδές φιλολόγου και επιτυχημένη σταδιοδρομία διαφημιστή· ο Παύλος, μηχανικός, εργοταξιάρχης σε μεγάλη κατασκευαστική· η Σόνια, Σερβίδα ταβερνιάρισσα, που ακολούθησε τον έρωτα και βρέθηκε στην Ελλάδα· και, τέλος, η Ηρώ, με πτυχίο γαλλικής φιλολογίας, μουσικές σπουδές και καριέρα στο τραγούδι. Όλοι όμως σε όλα αυτά –καριέρες, χρήματα, ευκαιρίες, δόξα, έρωτα, κοινωνική άνοδο– είναι πλέον πρώην. Η λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων -και της περιόδου του μέλιτος για την Ελλάδα του «εκσυγχρονισμού»- σημαίνει για τους ήρωες του βιβλίου απότομη προσγείωση και λήξη και του δικού τους αμερικανικού –ή πρέπει να πούμε «ελληνικού»;– ονείρου, του ψεύτικου ονείρου μιας ασταμάτητης και αέναης προόδου.
Η αρχή της αφήγησης τούς βρίσκει σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής τους: να έχουν ξεπουλήσει, χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν, νεανικά όνειρα, νεανικούς αγώνες, ταλέντα, ηθική και κοινωνική συνείδηση, σχέσεις, στο κυνήγι της επιτυχίας, του πλούτου και της εξουσίας και να βιώνουν τώρα τη ματαίωση. Τη ματαίωση της απότομης –και αναίτιας στα δικά τους μάτια– απόρριψής τους από το σύστημα. Γρήγορα καταλαβαίνουν, φυσικά, ότι το ανθρωποφάγο αυτό σύστημα δεν χρειάζεται αιτία για να σε απορρίψει. Ότι έτσι, αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους ως αναλώσιμα υλικά, αυτορρυθμίζεται.
Και, αφού δούμε με αναδρομικές αφηγήσεις τις αφετηρίες των ηρώων, τους παρακολουθούμε τώρα να αναζητούν καταφύγια στην απελπισία, διανύοντας κάποια στάδια του πένθους: άρνηση, θυμό, διαπραγμάτευση, αποδοχή. Από τις μάταιες προσπάθειες να ξαναενταχθούν στο σύστημα, μέχρι τις μάταιες προσπάθειες να ξαναβρούν τη χαμένη νιότη τους σε τελειωμένες, όπως αποδεικνύεται, σχέσεις, μέχρι τα σεμινάρια αυτοβελτίωσης και ενίσχυσης της τσακισμένης τους αυτοπεποίθησης, μέχρι τις αλλαγές στο life style και την επιλογή ενός πιο υγιεινού, αντικαταναλωτικού στιλ, όλα αποτυγχάνουν. Αλλά και όλα επιτυγχάνουν, γιατί οι αποτυχίες γίνονται τα λιθαράκια, για να χτίσουν οι ήρωές μας την αυτογνωσία τους, με τη σοφία της ξερολιθιάς, του τοίχου που έχτιζαν οι παλιοί μόνο με πέτρες, χωρίς συγκολλητική ουσία. Οι αποτυχίες γίνονται ο τρόπος να δοκιμάσουν οι βασικοί χαρακτήρες τον εαυτό τους μέχρι να βρουν αυτό που πραγματικά είναι οι ίδιοι, χωρίς βαρίδια και περιττά. Και να το επιλέξουν. Νομίζω ότι μπορεί να δει κανείς την «Ξερολιθιά» ως το χρονικό της επιστροφής των ηρώων στα ουσιαστικά της ζωής, μέσα από την αποτυχία, τον αναστοχασμό και την αυτογνωσία.
Η πορεία αυτή, βέβαια, δεν γίνεται για τον κάθε χαρακτήρα εν κενώ. Ο μικρόκοσμος του καθενός δεν είναι ξεκομμένος από τον γύρω κόσμο, είναι κομμάτι της μεγάλης εικόνας και αλληλεπιδρά με αυτήν. Η αλληλεπίδραση αυτή του ατομικού με το συλλογικό είναι ευδιάκριτη σε όλο το βιβλίο, καθώς συχνά οι ατομικές ιστορίες συναντιούνται με τη συλλογική Ιστορία. Αποτελεί μυθοπλαστική επιλογή τα σημαντικά γεγονότα στη ζωή των ηρώων –γεννήσεις, εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, σημαδιακές γνωριμίες, αρχή σε καινούριες καριέρες– να συμβαίνουν σε μέρες σημαντικές για την χώρα: σε μέρες εκλογών, βομβιστικών επιθέσεων, νίκης και πανηγυρισμών. Οι ατομικές ιστορίες και η συλλογική Ιστορία διασταυρώνονται. Στην αρχή με τυχαιότητα – συχνά διαβάζουμε ότι «τυχαία» έγινε κάτι, «βρήκε την ευκαιρία» κάποιο πρόσωπο για μια σημαντική αλλαγή στην ζωή του. Τα πρόσωπα είναι ακόμη τα αντικείμενα της Ιστορίας. Στη συνέχεια, όμως, και όσο η πορεία αυτή προς την αυτογνωσία, που είναι όλο το βιβλίο, προχωρά, οι τομές του ατομικού με το μεγάλο κάδρο είναι πιο συνειδητές, τα πρόσωπα γίνονται υποκείμενα της Ιστορίας. Πράγματι, στην πορεία του μυθιστορήματος, η επανάσταση στις ζωές των προσώπων συμβαίνει, όταν αυτά, αποποιούμενα την παθητικότητα, το «όπου με πάει το ρεύμα», φτάσουν σε ένα καίριο σημείο, στο οποίο αποφασίζουν για τον εαυτό τους.
Οι επιλογές για μια λυτρωτική αλλαγή, όταν φτάσουν οι χαρακτήρες μας στο καίριο αυτό σημείο, είναι συγκεκριμένες: φύση, φιλία, τέχνη, κοινωνικοί αγώνες. Από αυτές οι δύο πρώτες -φύση και φιλία- ενισχύουν την ψυχική ανθεκτικότητα, δίνουν δύναμη στους ήρωες να ξανασταθούν στα πόδια τους, να επιβιώσουν. Οι δύο τελευταίες όμως –τέχνη και κοινωνικοί αγώνες– αποδεικνύονται οι αληθινά λυτρωτικές, ο δρόμος για την επιστροφή στον αληθινό εαυτό, με επιστέγασμα όλων τους κοινωνικούς αγώνες, το λιώσιμο του «εγώ» μας μέσα στο «εμείς». Είναι και η φύση μιαν επιλογή, στην οποία καταφεύγουν οι ήρωες για να πάρουν ανάσες από την τοξική πόλη, όπως ο Άγγελος με τις περιπατητικές εξορμήσεις του· είναι και η φιλία, η συνάντηση των ψυχών, όπως την βλέπουμε στη συνάντηση Σόνιας-Ηρώς. Αλλά αυτές οι επιλογές, αποκομμένες από τις άλλες δύο μοιάζουν πιο πολύ με διέξοδο και ανακούφιση παρά με λύτρωση από τα βαρίδια του παρελθόντος και πραγματική, βαθιά ψυχική αλλαγή. Μόνον όταν συναντιούνται και οι τέσσερις επιλογές, όπως στην περίπτωση του δημιουργού αυτού του σύμπαντος –δεν θα επεκταθώ περισσότερο, για να μην κάνω spoiler μιας ωραίας ανατροπής που επιφυλάσσει το βιβλίο– τότε μια καινούρια μέρα ανατέλλει, το τέλος σηματοδοτεί μιαν αρχή.
Αξίζει, ωστόσο, να μείνουμε λίγο περισσότερο στα δυο θέματα που, κατά τη γνώμη μου, συνέχουν ολόκληρο το έργο, τους κοινωνικούς αγώνες και την τέχνη, πιο συγκεκριμένα τη γραφή. Η γραφή, με σχήματα και χρώματα ως ζω-γραφική αλλά κυρίως η γραφή με λέξεις, η συγ-γραφή, έχει ποικίλες λειτουργίες στο έργο. Ως κλίση και ταλέντο και επανάσταση απέναντι στον μικροαστισμό των γονέων τους κατά τη νεότητα των ηρώων, στη συνέχεια είτε γίνεται εφαλτήριο για κοινωνική άνοδο, όπως στην περίπτωση του Άγγελου, που εκμεταλλεύεται το συγγραφικό του ταλέντο, για να γίνει ένας επιτυχημένος διαφημιστής, είτε εγκαταλείπεται, όπως στην περίπτωση του Παύλου, που, πολυάσχολος πλέον ως μηχανικός εταιρίας μεγάλων κατασκευών –μετρό, ολυμπιακά έργα και άλλα– θάβει στο πατάρι τα σύνεργα της ζωγραφικής του.
Η τέχνη της γραφής όμως ανακαλύπτεται ξανά στην κορύφωση και το αδιέξοδο της προσωπικής κρίσης, και από τον Άγγελο και από τον Παύλο, με μια καινούρια ωριμότητα: όχι μόνο ως παρηγοριά και διέξοδος και καταφύγιο στήριξης του εαυτού, αλλά κυρίως ως μέσο επιστροφής στον αληθινό εαυτό, μέσο για μια καινούρια ανάγνωση του κόσμου, καθρέφτης που αντανακλά την πραγματικότητα μέσα από το φίλτρο του αναστοχασμού και της συνειδητότητας. Η γραφή είναι ο τρόπος να αναστοχαστεί ο δημιουργός την πραγματικότητα, να συνειδητοποιήσει τα παλιά, να ορίσει τα μελλούμενα, είναι μια πορεία αυτογνωσίας και αυτοκαθορισμού τελικά. Αυτή η λειτουργία της γραφής είναι μια βασική σύλληψη σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, μια σύλληψη που δίνει το κεντρικό αφηγηματικό τέχνασμα και δημιουργεί δίδυμες σκηνές και εγκιβωτισμούς σε ένα γοητευτικό παιχνίδι με πολλαπλούς καθρέφτες και αντανακλάσεις της πραγματικότητας στην τέχνη κι αντίστροφα. Διαβάζοντας το βιβλίο, ζηλεύει κανείς, πραγματικά, τη δύναμη που έχει ο δημιουργός, σαν μικρός θεός, να ορίζει τα πράγματα. Ο Βασίλη Τσιράκης, βέβαια, σαν καλός τεχνίτης, αποκαλύπτει σταδιακά τα αφηγηματικά μυστικά του βιβλίου, έτσι που σε κάνει, μόλις το τελειώσεις να θέλεις να το ξαναδιαβάσεις, με την καινούρια γνώση των πραγμάτων που αποκτάς κι εσύ, μαζί με τους ήρωες, στην πορεία του.
Όπως σταδιακά αποκαλύπτονται τα αφηγηματικά μυστικά του βιβλίου, έτσι σταδιακά γίνεται και η μύηση του Άγγελου στους κοινωνικούς αγώνες. Και είναι αυτοί τελικά που καταξιώνουν τη ζωή. Αυτοί είναι η αληθινή ζωή, μας λέει ο αφηγητής. Όλα τα καταφύγια σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, σε έναν κόσμο χωρίς έρμα, σε έναν κόσμο που μας ξεβράζει σαν στυμμένες λεμονόκουπες, τα καταφύγια της φιλίας, της φύσης, της τέχνης έρχονται και δένουν μόνο μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες: το νοιάξιμο, την φροντίδα, την πράξη για τους αδύναμους αυτού του κόσμου. Είτε είναι απεργία στήριξης των απολυμένων, είτε υποδοχή και στήριξη των προσφύγων, η συμμετοχή μας σε συλλογικότητες δράσης υπέρ των αδύναμων μας δίνει την άυλη συγκολλητική ουσία, που θα αποκαταστήσει στη ζωή μας την χαμένη της ενότητα. Θα την κάνει να μοιάζει με «Ξερολιθιά», έναν ακλόνητο τοίχο, σαν αυτούς που έχτιζαν οι παλιοί με μόνο υλικό τις πέτρες, χωρίς άλλες συγκολλητικές ουσίες πέρα από το βάρος τους και το αρμονικό συνταίριασμά τους.
Θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά ακόμη για την «Ξερολιθιά»: για την πραγματολογική γνώση που κρύβει –η παρουσίαση των μηχανισμών καθυπόταξης των εργαζομένων στις μεγάλες πολυεθνικές αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα· για τα δευτερεύοντα πρόσωπα, είτε ρεαλιστικές πινελιές, σαν τον ταβερνιάρη σαπιοκοιλιά, είτε πρόσωπα με συμβολική λειτουργία, σαν τον Συγκολλητή και το προσφυγάκι. Και βέβαια για τη γλώσσα του Βασίλη Τσιράκη, η οποία εκπλήσσει με το εύρος των επιλογών: από τον νατουραλισμό των αγοραίων εκφράσεων της πιάτσας, μέχρι το ειδικό λεξιλόγιο των οδηγών αυτοβελτίωσης και του management, και μέχρι τη γλώσσα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, η γλώσσα στην «Ξερολιθιά» ελίσσεται και προσαρμόζεται στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, ώσπου βρίσκει την απόλυτη λυρική της έκφραση στην περιγραφή της φύσης και της ανθρώπινης συμπόνιας, όταν οι ήρωες βρίσκουν το νόημά τους σε αυτά. Η λύτρωση των ηρώων λυτρώνει, θαρρείς, και την γλώσσα.
Όλα αυτά, όμως, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας άλλης πραγμάτευσης σχετικά με το βιβλίο…
Η Αναστασία Γρηγοριάδου είναι φιλόλογος. Το κείμενο στηρίζεται στην παρέμβασή της στην παρουσίαση του βιβλίου, την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου, στον κινηματογράφο ΑΛΕΞ.