Του Ζώη Κάσαρη
Βιβλιοκριτική στο βιβλίο “Ξαναπιάνοντας το Νήμα: Για την σχέση δημοκρατίας και σοσιαλισμού”. Τρία κείμενα των Έφης Αχτσιόγλου, Δάνη Κουμασίδη και Στέργιου Μήτα
Β’ Μέρος
Οι τρεις συγγραφείς των κειμένων του βιβλίου με τίτλο «Ξαναπιάνοντας το νήμα» είναι κοντά στην ηλικία των τριάντα. Δεν πρόλαβαν λοιπόν την εποχή που η συζήτηση για τη σχέση σοσιαλισμού και δημοκρατίας δεν ήταν μία περιθωριακή ακαδημαϊκή συζήτηση, αλλά αφορούσε ακόμη τις χιλιάδες των μελών και υποστηρικτών της Αριστεράς. Από τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου όμως φαίνεται να μας καλούν να σκεφτούμε το κρίσιμο και βεβαρημένο θέμα της σχέσης σοσιαλισμού και δημοκρατίας ως ένα απολύτως επίκαιρο ζήτημα. Αφετηρία και κοινό σημείο συνάντησης είναι η θετική αποτίμηση των θέσεων που υπερασπίστηκε στα ύστερα κείμενα του ο Νίκος Πουλαντζάς. Βέβαια οι τρεις συγγραφείς δεν συζητούν στο μικρό αυτό βιβλίο κάποια συγκεκριμένη στρατηγική για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό , όπως εκείνη που επιχείρησε ο Πουλαντζάς. Η συνομιλία τους έχει περισσότερο φιλοσοφικό χαρακτήρα, με την έννοια του θεωρητικού ορισμού και συσχετισμού των δύο εννοιών. Και εδώ πέρα από τις κοινές παραδοχές ανακύπτουν επίσης και οι διαφορετικές σκοπιές που δίνουν στη συζήτηση ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση η θεωρητική συζήτηση για το περιεχόμενο του σοσιαλισμού και τη σχέση του με τη δημοκρατία δεν αποτελούσε ποτέ πολυτέλεια για εκείνη την Αριστερά που θέτει ως στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού. Ο πολιτικός πρακτικισμός που αναζητάει διαρκώς τα κατάλληλα μέσα στο όνομα της αποτελεσματικότητας αποτελεί συνταγή αποτυχίας. Γιατί στην πορεία πάντα χάνει το στόχο, λησμονεί ότι ο αντικαπιταλιστικός αγώνας έχει και μία αξιολογική διάσταση , αφού ο σοσιαλισμός θα πρέπει να είναι μία κοινωνία «καλύτερη» από τον καπιταλισμό.
Το πρώτο κείμενο είναι της Ευτυχίας Αχτσιόγλου και έχει τίτλο «Η Σοσιαλιστική Πραγματικότητα στη Σκιά της Νεοφιλελεύθερης Ορθολογικότητας». Ήδη από τον τίτλο του, φανερώνεται η επιλογή της Αχτσιόγλου να μην θέσει σε επανεκκίνηση το ερώτημα των σχέσεων δημοκρατίας και σοσιαλισμού, πριν επιχειρήσει να ορίσει εκείνες τις κατηγορίες και να περιγράψει εκείνους τους μηχανισμούς που συγκροτούν το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Το κρίσιμο ερώτημα που θέτει στο πρώτο μέρος του άρθρου είναι εάν η προσπάθεια των ελίτ να διαλύσουν ουσιαστικά το κοινωνικό κράτος θα σημαίνει και το ίδιο το τέλος της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στις σύγχρονες «μεταδημοκρατίες» η σημασία του πολιτικού πεδίου περιορίζεται και η διακυβέρνηση θυμίζει όλο και περισσότερο της λειτουργία των μεγάλων επιχειρήσεων. Το νέο μοντέλο διακυβέρνησης διαμορφώνεται σε υπερεθνική βάση και ειδικά στην Ευρώπη, νομιμοποιείται μέσω της επιδίωξης της ονομαζόμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η νέα διακυβέρνηση έχει ως θεμελιώδη κανόνα της την καθολικότητα της αρχής του ανταγωνισμού, εξίσου για τις επιχειρήσεις όσο και για τους πολίτες . Ο ανταγωνισμός ως καθολική νόρμα αποτελεί το ισοδύναμο των θρησκευτικών δογμάτων και κανόνων που συναντάμε στις προνεωτερικές κοινωνίες. Οι μηχανισμοί οι οποίοι επιβάλλουν το ανόθευτο και απαραβίαστο του ανταγωνισμού είναι απολύτως στεγανοποιημένοι από τη δυνατότητα οποιασδήποτε λαϊκής παρέμβασης. Επίσης υπερισχύουν κάθε διαφορετικής νομοθετικής επιλογής στο επίπεδο του παραδοσιακού εθνικού κράτους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου τύπου λειτουργίας είναι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κρίσιμο σημείο επίσης είναι η διάπλαση της ατομικότητας εκείνης που θα ανταποκρίνεται στη νόρμα του καθολικού ανταγωνισμού μέσω ενός συνόλου τεχνικών εξουσίας που ο Φουκώ ονόμαζε πειθαρχίες. Η πειθάρχηση επιτυγχάνεται μέσω υιοθέτησης τύπων συμπεριφοράς που εμφανίζεται ως ελεύθερη επιλογή των υποκειμένων, στην ουσία όμως πρόκειται για συγκαλυμμένη μορφή καταναγκασμού.
Σύμφωνα με την Αχτσιόγλου η υπονόμευση του κοινωνικού κράτους αλλά και της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποτελεί τη διάψευση των εξελικτικών θεωριών μετάβασης από το κοινωνικό κράτος στο σοσιαλισμό, μέσω αλλεπάλληλων μεταρρυθμιστικών διαδικασιών σε συνεχή πρόοδο. Ωστόσο υποστηρίζει ότι είναι δυνατόν να υπερασπιζόμαστε, σήμερα, τόσο το κοινωνικό κράτος όσο και τη δημοκρατία χωρίς να ακυρώνουμε τη σοσιαλιστική προοπτική. Και ότι επίσης μπορούμε να παλεύουμε για το σοσιαλισμό και να διεκδικούμε περισσότερη δημοκρατία, περισσότερο κοινωνικό κράτος, περισσότερα δικαιώματα, περισσότερες πολιτικές ελευθερίες. Η θέση όμως αυτή συνοδεύεται από την κρίσιμη επισήμανση ότι «ο εσωτερικός αγώνας που στοχεύει στο μετασχηματισμό του κράτους θα πρέπει να συνοδεύεται και από αγώνες κοινωνικούς, κινηματικούς, αυτόνομους εκτός του ειδικού πεδίου του κράτους. Σε αντίθετη περίπτωση ο εκδημοκρατισμός του κράτους ίσως επιτύχει, η σοσιαλιστική προοπτική όμως σίγουρα θα αποτύχει».
Ο Δάνης Κουμασίδης στο κείμενό του αποπειράται να ορίσει ένα πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να αναπτυχθεί η εννοιολόγηση των δύο εννοιών, δημοκρατίας και σοσιαλισμού, ως ένα γλωσσικό παιχνίδι που παίρνει όμως στα σοβαρά τον εαυτό του. Έτσι ίσως αποφευχθεί ο μοιραίος εκφυλισμός των λέξεων με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «πασοκικό σοσιαλισμό». Ο Κουμασίδης δεν υιοθετεί την τελολογική ταύτιση σοσιαλισμού και δημοκρατίας. Αναγνωρίζει ωστόσο ότι αν και η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι δεν υφίσταται μία πλήρης γενετική ταύτιση, δείχνει όμως και κάτι ακόμη: ότι η φθορά του σοσιαλισμού οδηγεί στην παρακμή της δημοκρατίας και αντιστρόφως. Βέβαια, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τους κατά Φουκώ φιλοσόφους της υποψίας και κυρίως τον Νίτσε, ο Κουμασίδης συνηγορεί υπέρ της τήρησης κριτικής στάσης έναντι κάθε ολιστικού λόγου, είτε γίνεται λόγος για το σοσιαλισμό είτε για τη δημοκρατία ως καθολική συλλογικότητα. Η μέριμνα για τη διατήρηση της αυτονομίας του ατόμου, έξω από το κάποτε αυθαίρετο και ισοπεδωτικό δημοκρατικό δίπολο πλειοψηφία/μειοψηφία είναι εδώ εμφανής.
Ο Κουμασίδης υποστηρίζει ότι η κλασική θεωρία περί της αντίθεσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων δεν εξαντλεί το πλούσιο αλλά και συχνά αντιφατικό περιεχόμενο της έννοιας του σοσιαλισμού. Άλλωστε οι κοινωνικές διαιρέσεις συναντούν πάντοτε τις προσωπικές, τις εσωτερικές. Έτσι η σχέση έντασης ανάμεσα στη δημοκρατία και το σοσιαλισμό παραμένει ανοιχτή. Η ελευθερία είναι τελικά εκείνη η κρίσιμη έννοια που παρεμβαίνει και καθορίζει τις δύο έννοιες και το μεταξύ τους συσχετισμό. Δεν είναι όμως η ελευθερία μία έννοια πιο αφηρημένη και αόριστη από τις δύο έννοιες τις οποίες καθορίζει? Η απάντηση του Κουμασίδη σε αυτήν την ένσταση είναι εκείνο που ο ίδιος αποκαλεί ως επιστροφή στη φιλοσοφία και ειδικότερα στην ουσιαστική έρευνα της φύσης του ανθρώπου και των αναγκών του, μακριά από απλοϊκές εξιδανικεύσεις.
Το τρίτο κείμενο, του Στέργιου Μήττα, έχει τίτλο «Για το δεσμό δημοκρατίας- σοσιαλισμού και τις αξιακές του υφάνσεις». Ο Μήττας εκκινώντας από μία ιστορική αφετηρία υποστηρίζει ότι μία σειρά σημαντικών πολιτισμικών μορφών που αναδείχθηκαν στα πλαίσια της Νεωτερικότητας, (πολιτική δημοκρατία, αναπτυγμένη κοινωνία πολιτών, Διαφωτισμός) και αποτελούν τρόπον τινά ευρωπαϊκή κληρονομιά, έχουν καταστήσει με τρόπο μη αντιστρέψιμο τη δημοκρατία μία θετική αξία, γενικεύσιμη για τους λαούς όλων των χωρών. Αυτή ακριβώς η αναγνώριση της δημοκρατίας ως καθολικής αξίας είναι που επιβάλλει στον κριτικό στοχασμό «την αξιακή αποσύνδεση της δημοκρατικής αρχής από την κεφαλαιοκρατική οργάνωση». Σύμφωνα με τον Μήττα, η σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού δημοκρατίας και καπιταλισμού εύκολα καταδεικνύεται μέσω της άντλησης παραδειγμάτων από την Ιστορία. Όπως σημειώνει εύστοχα, «ο Άνταμ Σμιθ συνυπήρχε έξοχα με τον Μέτερνιχ και ο Μίλτον Φρίντμαν με τον Πινοσέτ». Ωστόσο μόνο η ιστορική και εμπειρική αποτίμηση μίας έννοιας με τόσο πλούσιο αξιακό φορτίο δεν αρκεί. Είναι αναγκαία εδώ η ενεργοποίηση ενός κανονιστικού στοχασμού πάνω στην έννοια της δημοκρατίας, μέσω του οποίου θα αναδειχθούν όχι μόνο οι εκλεκτικές της συγγένειες με το σοσιαλισμό αλλά και η σχέση της αμοιβαίας λογικής ολοκλήρωσης που τις συνδέει. Και είναι το πρόταγμα της συλλογικής αυτονομίας εκείνο που συναρθρώνει τη δημοκρατική με την κοινωνική αρχή, τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό.
Ο σοσιαλισμός είναι, σύμφωνα με το Μήττα, εκείνο το ιδεώδες που αντιστρατεύεται δικαίως την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και απαιτεί συγχρόνως την έμπρακτη ενσάρκωσή του. Βεβαίως ο σοσιαλισμός ως η χειραφετημένη συνθήκη δεν συνιστά νομοτέλεια αλλά περισσότερο συγκεκριμένη δυνατότητα για την οποία αξίζει να αγωνιζόμαστε. Κι όταν γίνεται λόγος για το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό υποδηλώνεται ήδη ότι τα μέσα εκπλήρωσης του σκοπού συναποτελούν τον ίδιο το σκοπό σε εμβρυακή φόρμα. Έτσι, « η θεμιτότητα (ή μη) των χρησιμοποιούμενων μέσων δεν είναι δυνατόν να επαφίεται στην αυθορμησία του αγώνα ή στην τραγικότητα της επιλογής, αλλά να ζυγιάζεται αξιακά, σε αναφορά προς τον ίδιο το σκοπό».
Τον πρόλογο του βιβλίου έχει γράψει ο Στάθης Κουβελάκης ο οποίος υπενθυμίζει, μέσω μιας εξαιρετικής σύνοψης, ότι το ζήτημα της σχέσης σοσιαλισμού/δημοκρατίας αντιμετωπίστηκε ως ένα κατ’ εξοχήν στρατηγικό πρόβλημα, από την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης μέχρι την πουλαντζιανή κριτική στο Λένιν. Περιγράφει επίσης τα όρια και τις αντιφάσεις του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, αναγνωρίζοντας συγχρόνως τη σημασία που είχε η επενέναρξη μίας συζήτησης την οποία ο σταλινισμός είχε θέσει σε παρένθεση.