Alain Policar, Το Woke κίνημα δεν υπάρχει (μτφρ.: Αριάδνη Μοσχονά), Πόλις 2025, σσ.: 200
Τα τελευταία χρόνια η έννοια του woke έχει τοποθετηθεί στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Οι αναφορές σε αυτή, έντονα φορτισμένες με έναν αρνητικό συμβολισμό, την παρουσιάζουν άλλοτε ως απειλή για την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης και άλλοτε ως μία νέα «κουλτούρα» που συνιστά άμεση απειλή για τις καθιερωμένες αξίες του δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική βεβαιότητα για τις συνέπειες αυτής της υποτιθέμενης νέας κουλτούρας, ενυπάρχει σε κάθε επίκληση του όρου woke μία αξιοσημείωτη εννοιολογική ασάφεια. Χωρίς να περιγράφει ένα συνεκτικό κίνημα ή μια σαφή ιδεολογική κατεύθυνση, ο όρος λειτουργεί ως ένα ελαστικό ρητορικό σχήμα στο οποίο εντάσσονται ετερόκλητα στοιχεία και πρακτικές. Θεματικές όπως η ταυτότητα φύλου και τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, ο αντιρατσισμός, οι εθνοτικές μειονότητες, η αποαποικιοποίηση, το περιβαλλοντικό κίνημα, καθώς και μια σειρά ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και συμπερίληψης, συγχωνεύονται αδιάκριτα κάτω από έναν ενιαίο χαρακτηρισμό.
Στο βιβλίο Το Woke κίνημα δεν υπάρχει. Η κατασκευή ενός μύθου, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά, ο Γάλλος κοινωνιολόγος και διδάκτωρ πολιτικών επιστημών Alain Policar υποστηρίζει πως ο «woke» πανικός δεν αντανακλά την υφιστάμενη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Στον αντίποδα, τονίζει ότι αποτελεί (υπο)προϊόν μιας συνειδητής πολιτισμικής και πολιτικής κατασκευής, η οποία αξιοποιεί την ασάφεια του όρου για να μετατρέψει ποικίλες μορφές κοινωνικής διεκδίκησης σε αντικείμενο ηθικολογικής καταγγελίας. Κατά τον συγγραφέα, το woke κίνημα συνιστά μια κατασκευασμένη απειλή που επιτρέπει τη συσπείρωση αντιδραστικών λόγων και την απονομιμοποίηση κάθε συζήτησης περί ισότητας, διακρίσεων ή κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η επιχειρηματολογία του Policar θα εστιάσει, λοιπόν, στην αποδόμηση της ίδιας της έννοιας του «γουοκισμού». Εκκινώντας από τη γενεαλογία της έννοιας του woke, ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι ο όρος πρωτοεμφανίστηκε την περίοδο της καταπίεσης των Αφροαμερικανών για να δηλώσει την πολιτική αφύπνιση και εγρήγορση απέναντι στις διακρίσεις και τη θεσμική βία. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μία καθημερινή στάση των κοινοτήτων αυτών ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες που βίωναν. Με την πάροδο των χρόνων, το stay woke υιοθετήθηκε και από άλλες κοινωνικές μειονοτικές ομάδες και προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα της εποχής, χωρίς ωστόσο να αποκτά ποτέ τον χαρακτήρα ενός κινήματος.
Αυτή η ιστορική διαδρομή, η οποία αποσαφηνίζεται με τη χρήση πολλών παραδειγμάτων και αναφορών, θεμελιώνει και το κεντρικό επιχείρημα του συγγραφέα. Συγκεκριμένα, αναδεικνύει ότι η μετάβαση από το woke στον «γουοκισμό» δεν αποτελεί οργανική εξέλιξη ενός υπαρκτού συλλογικού πολιτικού υποκειμένου από τα κάτω, αλλά προϊόν μιας διαδικασίας νοηματικής μετατόπισης, η οποία μάλιστα είναι δημιούργημα των αντι-γουοκιστών. Πρόκειται για μια στρατηγική αναπλαισίωσης που επιδιώκει να απογυμνώσει τις επιμέρους διεκδικήσεις από το κοινωνικό και ιστορικό τους περιεχόμενο, παρουσιάζοντάς τες ως ενδείξεις ενός υπερδιογκωμένου και σχεδόν συνωμοτικού κινήματος που απώτερο στόχο έχει την αποκαθήλωση των αξιών της Δύσης και την εγκαθίδρυση ενός πολιτισμικού ολοκληρωτισμού.
Μέσα από αυτή τη ρητορική κατασκευή, ο «γουοκισμός», παρότι δεν έχει υλική υπόσταση (με την έννοια ενός συνεκτικού και οργανωμένου κινήματος), αποκτά πραγματική ισχύ και λειτουργεί ως πολυσήμαντο σύμβολο, ικανό να συσπειρώσει διαφορετικές εκδοχές της σύγχρονης ακροδεξιάς αντίδρασης κάτω από έναν κοινό φόβο: την αποδιάρθρωση των ηθικών αξιών πάνω στις οποίες αναπτύχθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες. Με τα λόγια του Policar, «ο θόρυβος για την woke ατζέντα δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για την υπεράσπιση των αντιδραστικών απόψεων που αρνούνται τον συστημικό χαρακτήρα των αδικιών και των ανισοτήτων. Υποδεικνύεται ένας υποτιθέμενος εσωτερικός εχθρός, σύμμαχος και συνένοχος των αντίπαλων του δυτικού πολιτισμού, τα θεμέλια του οποίου επιδιώκει, δήθεν, να υποσκάψει».
Παρουσιάζοντας, λοιπόν, τις διεκδικήσεις της κοινωνικής ισότητας ως ενδείξεις «ιδεολογικής διολίσθησης» ή «πολιτισμικού εξτρεμισμού», η ρητορική περί «γουοκισμού» επιτρέπει τη νομιμοποίηση μιας ευρύτερης αντιδραστικής ανασύνταξης, η οποία εμφανίζεται ως αναγκαία αντίσταση στην υποτιθέμενη απειλή. Με αυτό τον τρόπο, ο λόγος της αντίδρασης κατορθώνει να διατηρήσει την κυριαρχία του, απονομιμοποιώντας ταυτόχρονα τις φωνές που αναδεικνύουν τις υφιστάμενες δομικές ανισότητες.
Κατά τον συγγραφέα, ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η κατασκευή ενός ενιαίου εχθρού στηρίζεται σε μια μεθοδική τάση γενίκευσης. Η αντι-woke ρητορική προσλαμβάνει πάντοτε το μερικό ως γενικό και δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει το εκάστοτε κοινωνικό αίτημα στο συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό αναδύεται. Πέρα από την ένδεια που υποδηλώνεται αναφορικά με την αδυναμία κατανόησης της συνθετότητας των κοινωνικών διεργασιών σήμερα, η στρατηγική αυτή φέρει δύο υπαρξιακά για τον αντι-γουοκισμό αποτελέσματα. Πρώτον, παραμορφώνει την πραγματικότητα των κοινωνικών κινητοποιήσεων, αποκόπτοντάς τες από τα συγκεκριμένα πολιτικά, κοινωνικά και ιστορικά τους συμφραζόμενα. Δεύτερον, κατασκευάζει έναν εσωτερικό εχθρό που δεν μπορεί να αντικρουστεί εύκολα, ακριβώς επειδή δεν αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο. Παρά την ψευδαίσθηση συνοχής που δημιουργείται, ο «γουοκισμός» δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι υπάρχει· αρκεί να υπονοείται διαρκώς η ύπαρξή του μέσα από την παράθεση ανεξάρτητων, ασύνδετων παραδειγμάτων που παρουσιάζονται ως μέρος μιας ενιαίας στρατηγικής.
Αυτή η διπλή λειτουργία προσδίδει στους πολέμιους του «γουοκισμού» μια εξαιρετικά αποτελεσματική πολιτική δυναμική. Ο Policar υποστηρίζει ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ο αντι-γουοκισμός κατορθώνει να εδραιωθεί ως κυρίαρχο αφήγημα, παρά την εννοιολογική αστάθειά του, λειτουργώντας ως εργαλείο για την αναπαραγωγή ενός αντιδραστικού φαντασιακού που εμφανίζεται ως υπεράσπιση της «κοινής λογικής».
Στο πλαίσιο αυτό, θα λέγαμε πως η αντι-woke ρητορική εντάσσεται κατά κύριο λόγο στο οπλοστάσιο της σύγχρονης ακροδεξιάς και της ευρύτερης συντηρητικής πτέρυγας. Οι πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τον λόγο περί «woke απειλής» αντλούν συστηματικά από το φαντασιακό του πολιτισμικού πολέμου, προβάλλοντας την κοινωνική πρόοδο ως κίνδυνο για την εθνική συνοχή, τη θρησκευτική παράδοση ή τις ηθικές αξίες της Δύσης. Πράγματι, εάν ανατρέξει κανείς στη σύγχρονη βιβλιογραφία εντός και εκτός Ελλάδας, θα διαπιστώσει πως οι πλέον οργανωμένες, συστηματικές και ιδεολογικά φορτισμένες καταγγελίες κατά του «γουοκισμού» προέρχονται από κύκλους της άκρας δεξιάς και της συντηρητικής διανόησης.
Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας θα επισημάνει ότι υπάρχουν και τμήματα της Αριστεράς, ιδιαίτερα της ορθόδοξης μαρξιστικής παράδοσης, που εκφράζουν ανησυχία ότι η έμφαση σε ζητήματα ταυτότητας δύναται να υποβαθμίσει το βασικό επίδικο της ταξικής πάλης. Πράγματι, η εστίαση σε ζητήματα ταυτότητας εκλαμβάνεται ως παράγοντας διάσπασης της συλλογικής ενότητας και όχι ως αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής εμπειρίας και των μορφών καταπίεσης που αυτή συνεπάγεται. Ο Policar δεν αποφεύγει βέβαια να αναγνωρίσει ότι στο εσωτερικό των σύγχρονων κινημάτων μπορούν πράγματι να εντοπιστούν υπερβολές ή εκδοχές υπερευαισθησίας. Αντιλαμβάνεται ότι ορισμένες πρακτικές, όπως η απόλυτη ηθικοποίηση του δημόσιου λόγου, μπορούν να δημιουργήσουν εντάσεις και να αποξενώσουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, δεν επιτρέπει σε αυτές τις περιπτώσεις να χρησιμοποιηθούν ως αφορμή για τη δαιμονοποίηση των κινημάτων συνολικά. Αντιθέτως, υπογραμμίζει πως η ύπαρξη τέτοιων υπερβολών είναι αναμενόμενη σε κάθε κοινωνική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι η κριτική προς αυτές θα πρέπει να πραγματοποιείται εντός ενός προοδευτικού πλαισίου, όχι ως παραχώρηση στον αντιδραστικό λόγο.
Είναι σαφές πως ο Policar προσεγγίζει αυτή την αριστερή ανησυχία με προσοχή. Δεν την απορρίπτει συλλήβδην ούτε την ταυτίζει με τη συντηρητική αντίδραση. Τονίζει, όμως, πως όταν αυτή εκφράζεται χωρίς διάκριση και χωρίς κατανόηση της πολυπλοκότητας των σύγχρονων μορφών καταπίεσης, μπορεί άθελά της να αναπαράγει πτυχές του αντι-γουοκιστικού λόγου. Με αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει μία λεπτή αλλά αναγκαία ισορροπία: να υπερασπιστεί τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, ασκώντας παράλληλα κριτική σε ορισμένες όψεις του δημόσιου λόγου ή άλλων ακτιβιστικών δράσεων που χαρακτηρίζονται από έντονο στοιχείο υπερβολής ή υπερευαισθησίας.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο του Alain Policar αποτελεί μια νηφάλια, τεκμηριωμένη και αναγκαία παρέμβαση σε έναν δημόσιο διάλογο που συχνά κυριαρχείται από υπεραπλουστεύσεις. Αποδομώντας τον μύθο του «γουοκισμού» και φωτίζοντας τους μηχανισμούς μέσω των οποίων το μερικό ανάγεται αυθαίρετα σε γενικό, ο συγγραφέας μας καλεί να δούμε πέρα από τα εύκολα σχήματα, να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων και να αντιμετωπίσουμε τις ανισότητες όχι ως υπερβολές, αλλά ως υπαρκτές δομικές πραγματικότητες. Ταυτόχρονα, η προθυμία του να ασκήσει κριτική σε ακραίες ή δυσλειτουργικές εκδοχές του woke λόγου αναδεικνύει μια βαθιά δέσμευση στη δημοκρατική συζήτηση και στην ανάγκη για μία προοδευτική πολιτική που παραμένει ανοιχτή και συμπεριληπτική, χωρίς να υποκύπτει ή να παρασύρεται από τον φόβο και τον ηθικό πανικό.
Ο Σπύρος Μαλάμης είναι υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτικής Θεωρίας ΑΠΘ. Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου στο καφέ-μπαρ Μανιφέστο. Θα μιλήσουν γι ‘αυτό οι: Άσπα Θεοχάρη, Σπύρος Μαλάμης και Θωμάς Ψήμμας. Το ιβέντ εδώ

