in

Βρόχινο νερό και δάκρυα από πράσινο σαπούνι. Του Απόστολου Λυκεσά

Βρόχινο νερό και δάκρυα από πράσινο σαπούνι. Του Απόστολου Λυκεσά

Φτάνοντας μούσκεμα στην στάση του λεωφορείου και φέρνοντας το χέρι στα μαλλιά να πάρω το νερό, θυμήθηκα τον πατέρα μου και μια συνήθειά του, έναν καιρό, που μοιάζει να χάθηκε στον μέγα ρούφουλα του χρόνου. Έβγαινε, όταν έβρεχε, και μάζευε νερό σε λεκάνες τσίγκινες γιατί το’ χε χαρά μεγάλη να λουστεί με βρόχινο νερό.

«Κάνει τα μαλλιά πολύ απαλά το βρόχινο. Είναι που δεν έχει άλατα» έλεγε. Κι είχε δίκιο.

Τα μαλλιά του στρώνανε αμέσως μετά το χτένισμα, αψεγάδιαστα, κάνανε τσακίσεις και κυματισμούς, αν και τα γυναικεία, της μάνας μου, γινόταν απαλότερα, μεταξένια. Τα δικά μου, παιδί γαρ, αποκτούσαν μια αλαφράδα που δεν μου άρεσε, όπως δεν αρέσει στα παιδιά να είναι παιδιά και θέλουν να υποδύονται τους μεγάλους. Οπότε, σκληρή τρίχα σήμαινε «σκληρό αντράκι» που έλεγε και η έκφραση εκείνης της εποχής. Νομίζαμε.

Κλείνει ο Μάιος του 2014, κι αν ήταν Μάης της δεκαετίας του ‘60 ο πατέρας θα μάζευε νερό για λούσιμο, θα έπαιρνε πράσινο σαπούνι και θα κρατούσε η μάνα μου το λαγήνι να του ρίχνει το νεράκι, λίγο λίγο, να το φχαριστηθεί κι ας κοκκίνιζαν τα μάτια αν ξέφευγε η σαπουνάδα.

Κι ύστερα θα καθόταν στο μπαλκόνι και θα μονολογούσε κοιτάζοντας τον ουρανό «άιντε τώρα, φτάνει, σταμάτα,μόνο ζημιά κάνεις, φτάνει λυπήσου μας». Γιατί τα στάρια θα έδιναν μόνο μπόι, δεν θα έδεναν καρπό και, το χειρότερο, θα πλάγιαζαν, πάει να πει δεν θα αεριζόταν το γέννημα όπως έπρεπε, όσα «έπεφταν» από κάτω μπορεί να κούφιοναν ή να κρατούσαν την υγράδα μέχρι τον θέρο και «τότε βράστα».

Τρέμαμε στην ιδέα ότι μπορεί η βρόχή να γινότανε χαλάζι, σκεφτόμασταν ότι έφερνε αρρώστιες στο αμπέλι και έπρεπε να πλακωθείς στο ράντισμα με γαλαζόπετρα για να προφτάσεις τα ζούζουλα, κι απανωτά θειαφίσματα ύστερα, κι έκαμες και τον σταυρό σου. Για τα κριθάρια και τη βρώμη που είναι πιο ντελικάτα φυτά δεν γίνεται λόγος, ούτε χίλιες σταυροπροσκυνήσεις μπορεί να μην τα έσωζαν. Εφιάλτης, σκέτος, η βροχή τέλος Μαίου. Οπότε σου έμενε μπερεκέτι μόνο το μπάνιο με βρόχινο νερό.

Για τα παιδιά, μας απόμενε η ικανοποίηση της περιπέτειας στους «λάκκους», τις κοίτες των χειμάρρων, που κατέβαζαν ό,τι το νερό είχε κλέψει από άγνωστες περιουσίες στα χιλιόμετρα της διαδρομής τους. Νεκρά ζώα, διαλυμένα κάρα, γαλότσες, χαλιά, κοφίνια, χάμουρα ζώων, τσάπες, καπέλα ψάθινα, τενεκέδες και χαρούμενοι βάτραχοι στη λασπουρια ήταν το θησαύρισμα.

Ο καλύτερος λάκκος ήταν αυτός που κατέληγε στον Ποταμό όπου ο χείμαρρος έκλεινε με χώματα κάποια στιγμή την δίοδο στη θάλασσα και μαζεύονταν τα νερά σε μια λίμνη βαθιά ως τέσσερα μέτρα, στέρνα φυσική, μέσα στην οποία κολυμπούσαν χιλιάδες κεφαλόπουλα και οι υποδιαιρέσεις τους τα γουζέλια, τα βγάζαμε με τους κουβάδες, άλλοι ρίχνοντας γρίπους πρόχειρους, άνοστα ψάρια όταν ήταν φρέσκα, ένα κι ένα όμως για πάστωμα, τα αφιλότιμα.

Τώρα κάθομαι και μετρώ τσαλακωμένες λαμαρίνες στον περιφερειακό και βουλωμένα φρεάτια στο Ωραιόκαστρο, πιτσιλισμένους διαβάτες από απρόσεχτους αυτοκινητιστές στην Τσιμισκή.

Ως αστός δεν έχω αγωνία για τα στάρια. Το αμπέλι πήγε καλιά του, το αντικατέστησαν κάτι ελιές που δεν έχουν την γοητεία του ούτε απαιτούν τον κόπο του. Οι χείμαρροι μπαζωμένοι, χτισμένοι, μπετοναρισμένες οι κοίτες των επικίνδυνων, μεζονέτες μοστράρουν το γκαζόν, τους κακόπεφτε η αγριάδα, τα παιδιά δεν παίζουν στους λάκκους, χαυνώνονται στα ηλεκτρονικά και ο Ποταμός δεν έχει πια γουζέλια, παρά κέντρα  χτισμένα σε καθεστώς ημιπαρανομίας για να χλαπακιάζουν κατεψυγμένα καλαμαράκια οι λουόμενοι του καλοκαιριού που πλημμυρίζουν την ακτή ίσαμε τον Φάρο που τον πάτησαν από χρόνια τετρακίνητα θηριώδη τζιπ και καντίνες βουλιαγμένες στην άμμο.

Αφήνω κατά μέρος τις συμπεριφορές των εκδρομέων απέναντι στη φύση.

Μπορεί αυτή η αιφνίδια νοσταλγία να μην έχει νόημα για κανέναν, ούτε γι αυτούς που έζησαν μια εποχή σε κάποιον ανάλογο «λάκκο». Μπορεί και να ακούγεται σαν ωραιοποίηση χρόνων που ήτανε ζόρικοι για πολλούς και άγριοι -ψέματα δεν θα λέμε- κυριολεκτικά για άλλους.

Ας σταθεί ο καθείς και η καθεμιά όπως θέλει απέναντι στην μνήμη. Πάντως το βρόχινο νερό όντως κάνει τα μαλλιά απαλά όπως κανένα σαμπουάν δεν τα καταφέρνει. Κι όπως περνάω το χέρι πάνω στα βρεγμένα μαλλιά και η αφή μου ξυπνά μνήμες θαμμένες θυμάμαι και το άλλο που μου’ λεγε ο πατέρας κάτι τέτοιες μέρες στο μπαλκόνι «μη τυχόν και γίνεις τομάρι».

Λέτε να μαλακώνει και τις συνειδήσεις το βρόχινο νεράκι;

* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00- 12:00.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Διάθεση προϊόντων χωρίς μεσάζοντες στην Καλαμαριά