Την Πέμπτη στη Μεγάλη Βρετανία διεξάγονται βουλευτικές εκλογές οι οποίες αρχικά φαίνονταν ως μια υπόθεση που είχε λήξει αλλά ο «συμπυκνωμένος καιρός» στον οποίον ζούμε και η «επικινδυνότητα» των λαών όταν καλούνται να αποφασίσουν για τη ζωή τους, αφού όπως λένε εξέχοντα στελέχη της ευρωπαϊκής ελίτ οι φτωχοί και οι πολλοί συνήθως δεν ξέρουν να επιλέγουν το «σωστό», έχουν δημιουργήσει συνθήκες derby, για να το γράψουμε και στα αγγλικά.
Γράφει ο Βασίλης Στόλης για το yabasta.gr
Την ημέρα που η Τερέζα Μέι προκήρυξε τις εκλογές όλοι οι αναλυτές μιλούσαν για την έξυπνη και αναμενόμενη κίνηση της «νέας Θάτσερ» αυτής που θα κέρδιζε άνετα τους διασπασμένους Εργατικούς, θα έκανε τις ενδοπαραταξιακές φωνές να σωπάσουν και με την ησυχία της θα διαπραγματευόταν το Brexit με την Ε.Ε. Τα πράγματα όμως δεν έχουν γίνει έτσι ακριβώς όπως τα περίμενε η κυρία Μέι. Πολλοί σήμερα κατηγορούν την ίδια για την αδεξιότητα των χειρισμών της, για το γεγονός ότι αναίρεσε πολλά σημεία του προγράμματος της και φυσικά για την ευαισθησία της απέναντι στην βρετανική αριστοκρατία που την έκανε να δηλώσει ότι θα επανανομιμοποιήσει το κυνήγι της αλεπούς κίνηση που στο μέλλον θα φιγουράρει στο top-10 των ανόητων κινήσεων σε προεκλογική εκστρατεία.
Υπάρχει όμως ένα βαθύτερο αίτιο που όχι μόνο δεν ευνοεί κανέναν εκλογικό περίπατο για τους Συντηρητικούς αλλά αντίθετα καθιστά δύσκολη ακόμα και την πλειοψηφία, αν λάβουμε υπόψη της εκτιμήσεις της εταιρείας ερευνών Yougov που χάρη στις μεθόδους της θεωρείται η πιο έγκυρη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το αίτιο αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη των Βρετανών για αλλαγή και η Τερέζα Μέι ίσως καταφέρει να τους οδηγήσει στις κάλπες με την ίδια να μην εκφράζει τον πόλο της αλλαγής αλλά της παραμονής στα ίδια. Με άλλα λόγια, αν μια τέτοια πρόβλεψη επιβεβαιωθεί, η Τερέζα Μέι θα βγει ακόμα πιο δύναμη από τις εκλογές που υποτίθεται ότι θα σάρωνε
Οι Συντηρητικοί κοντεύουν να υποστούν ένα άνευ προηγουμένου κάζο, ενώ στις πρώτες δημοσκοπήσεις προηγούνταν με 25 μονάδες διαφορά, γιατί για άλλη μια φορά δεν υπολόγισαν ότι η εκλογική συμπεριφορά των Βρετανών επηρεάζεται από μια πολύ βασική παράμετρο: η ζωή πολλών εξακολουθεί να χειροτερεύει τις τελευταίες δεκαετίες. Δυσκολία στην εύρεση εργασίας,κακές εργασιακές συνθήκες για όσους εργάζονται, ύφεση στις οικονομίες των κάποτε βιομηχανικών πόλεων, ακριβή ζωή στο Λονδίνο και στα κέντρα των μεγάλων πόλεων όπου υπάρχουν δουλειές, μετανάστευση των νέων στο εξωτερικό, διαρκείς μείωση των κοινωνικών παροχών από το κράτος. Ως υπεύθυνους γι’ αυτές τις αιτίες είναι λογικό οι πολίτες να θεωρούν αυτούς που κυβερνούσαν όλα αυτά τα χρόνια την χώρα, δηλαδή το πολιτικό σύστημα. Όσο δεν πρέπει να υποτιμάμε τον ακροδεξιό λόγο που βρίσκει διαρκώς πρόσφορο έδαφος σε μια κοινωνία καταπιεσμένων τόσο δεν πρέπει να υποτιμάμε και την ανάγκη των ίδιων ανθρώπων να δουν προοπτική στην λύση των προβλημάτων τους. Η «αλλαγή» πριν ένα χρόνο εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω της ψήφου για αποχώρηση. Το ερώτημα είναι πως θα εκφραστεί τώρα.
Μετά από χρόνια οι Συντηρητικοί, που εκ των πραγμάτων αποτελούν την κύρια πολιτική δύναμη του συστήματος, απέναντι τους δεν έχουν τους Εργατικούς του Μπλερ, του Μπράουν και του Μίλιμπαντ, το κόμμα που υπήρξε από τους καλύτερους εκφραστές και φορείς του νεοφιλελευθερισμού με προέλευση από… αριστερά. Ακόμα και όταν έχασε την κυβέρνηση το 2010 το Εργατικό Κόμμα, για να ξεπεράσει τους Συντηρητικούς επιδόθηκε σε μια προσπάθεια να υιοθετήσει την ατζέντα τους καλύτερα από τι έκαναν οι ίδιοι θέλοντας να αποδείξει την γνησιότητα του ως κόμμα του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού. Σε αυτές τις εκλογές όμως ο αντίπαλος για τους Τόρις είναι οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν, του ανθρώπου που μέχρι τώρα στην ιστορία της πολιτικής του καριέρας υπήρξε υπόδειγμα συνέπειας κι ένας κανονικός άνθρωπος. Ο τωρινός αντίπαλος της Μέι δεν θυμίζει το κολεγιόπαιδο που σπούδασε και μεγάλωσε με σκοπό κάποια στιγμή να κατέβει στις εκλογές, αντίθετα είναι μια φιγούρα οικία στους κανονικούς ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται κι έχει μεγάλη απήχηση. Την ίδια απήχηση δεν θα μπορούσε να έχει η Τερέζα Μέι με τον τρόπο που πολιτεύεται, αρνούμενη με αλαζονεία να συμμετάσχει σε ένα ντιμπέιτ μαζί του.
Εκτός από το στυλ και την ιδιοσυγκρασία του Κόρμπιν που αναμένονται να αποβούν για τον ίδιο πολύ βοηθητικά ως προς την λαϊκή ψήφο, οι Εργατικοί έχουν και πρόγραμμα. Θέτουν με σαφήνεια και απλότητα ζητήματα που αφορούν την πλειοψηφία των πολιτών και που οι ελίτ συνηθίζουν να υποβαθμίζουν και να αγνοούν, μα πάνω απ’ όλα θίγουν το ζήτημα της φορολογίας. Με την δέσμευση τους για φορολογία των πλουσίων, στις επιχειρήσεις και σε αυτούς που βγάζουν πάνα από 80.000 λίρες τον χρόνο, επανακρατικοποίηση βασικών κλάδων συμπεριλαμβανομένης και της Υγείας, οι Εργατικοί αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές των ψηφοφόρων των χαμηλών στρωμάτων ενισχύοντας το δίπολο «παλιό-νέο» βάζοντας τους εαυτούς τους για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια απέναντι στο σύστημα για το οποίο η αντιπάθεια του κόσμου αυξάνεται καθημερινά.
Οι Συντηρητικοί βεβαίως γνώριζα όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα των αντιπάλων τους αλλά επέλεξαν να ρισκάρουν, τουλάχιστον η ηγεσία που αποφάσισε της εκλογές. Επιπλέον είναι πολύ πιθανό να ποντάρουν και στην εκ των έσω φθορά του Κόρμπιν από την παλιά νεοφιλελεύθερη φρουρά του κόμματος του. Δεν θα είναι απίθανο να δούμε και στην περίπτωση που οι Συντηρητικοί δεν έχουν την απόλυτη πλειοψηφία να στηριχτούν και σε ψήφους της κοινοβουλευτικής ομάδας των Εργατικών. Τέλος, οι τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων βδομάδων, όπως είναι φυσιολογικό θα επηρεάσουν σε έναν βαθμό τους ψηφοφόρους, ωστόσο θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για το πόσο καθοριστικό ρόλο παίζουν στη διαμόρφωση αποτελεσμάτων.
Αυτό που φαίνεται πως έχει λάβει σοβαρές διαστάσεις είναι η κινητοποίηση μεγάλης μερίδας του κόσμου στην εκλογική καμπάνια των Εργατικών, με ρυθμούς και μορφή που θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν ακόμα και πολιτικό κίνημα. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει επαρκή συνθήκη για τον Κόρμπιν να λάβει πιθανότατα το καλύτερο ποσοστό που έλαβε το Εργατικό Κόμμα την τελευταία 15ετια.