in

Βόλτα στο νεκροταφείο

Της Ελένης Σταματούκου

Μαθαίνεις «δυσάρεστα» νέα, ο υπάλληλος στο Γκαραντί σού λέει να περάσεις σε μισή ώρα για να πάρεις το νούμερο 17. 17 σκέφτεσαι και χάνεσαι μέσα στα στενά στο Κουκάκι. Ανεβοκατεβαίνεις ανηφόρες κατηφόρες. Παίρνεις τον Άγγελο στο τηλέφωνο είναι σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι, σε μια αυλή με κόσμο. Αύριο θα πάει σε μια κηδεία στο Πρώτο Νεκροταφείο και σού προτείνει να κάνετε βόλτα εκεί την Κυριακή. «Ωραίο μουσείο», σού λέει μια φίλη στο τηλέφωνο, όταν της λες ότι θα πας εκεί. Το πρώτο σου σπίτι στην Αθήνα ήταν κοντά στο νεκροταφείο. Η πρώτη φορά που το επισκέφθηκες ήταν στην κηδεία του πατέρα του Στάθη, αλλά τότε θρηνούσες δεν υπήρχε χρόνος για περιηγήσεις. Απεχθανόσουν τα νεκροταφεία μέχρι που μια φίλη σου Ρουμάνα δημοσιογράφος σε μύησε στις επισκέψεις σε αυτά. Ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα νεκροταφεία του κόσμου. Είχατε καθίσει σε ένα παγκάκι νύχτα στη Φλωρεντία και σού έδειχνε φωτογραφίες από νεκροταφεία χωριών του Μεξικού και της Ινδίας. Από τότε σε κάθε ταξίδι, επιδιώκεις να επισκεφθείς έστω ένα νεκροταφείο, θέλεις να βλέπεις και πού μένουν οι άνθρωποι όταν φεύγουν. Κάθεσαι στο κεντρικό παγκάκι, σχεδόν δίπλα σου ο τάφος του Ανδρέα Παπανδρέου. Μια οικογένεια και φίλοι τους βγαίνουν από τον ναό, μπερδεύεσαι και πιθανολογείς ότι μόλις τελέστηκε μια κηδεία, αλλά ήταν μνημόσυνο. Δεν είδες κανένα φέρετρο, μόνο ανθρώπους ντυμένους με φωτεινά γήινα χρώματα να κρατάνε λουλούδια. Γελάς μόνη.

Στάση πρώτη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, μετά η Τζένη Καρέζη, ο οικογενειακός τάφος της οικογένειας Καραπάνου και εκεί θυμάσαι την ατάκα που είχε πει ο Μπάμπης ο ταξιτζής «γιατί δε μου τρως, έλα να φας έλα να συνέλθεις», στην Μαργαρίτα. Αυτό το «μου» το κτητικό του Μπάμπη που σκίρτησε μέσα της, που την προκάλεσε να δει διαφορετικά τη ζωή της. Ο τάφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου είναι γεμάτος ελληνικές σημαίες, γάτες κοιμούνται στον τάφο ενός άγνωστου ζευγαριού, στο μαυσωλείο των καλλιτεχνών βλέπεις μέσα από τη κλειδαμπαρωμένη σιδερένια πόρτα τα μαρμάρινα συρτάρια που πάνω τους είναι γραμμένα τα ονόματα του Τώνι Μαρούδα, του Τσιτσάνη και του Σογιούλ. «Θα σε πάρω να φύγουμε, σε άλλη γη σε άλλα μέρη», τραγουδάς. Τάφοι παρατημένοι στο χρόνο, άλλοι γεμάτοι πλαστικά λουλούδια που το χρώμα τους το έχει ξεθωριάσει ο ήλιος, ντυμένοι με γιασεμί και πλατύφυλλα. Και μετά είναι κάτι μικροί τάφοι στις άκρες των διαδρόμων, που μέσα τους κείτονται τα μέλη των νεκρών που δεν έχουν λιώσει, ίσως γιατί έφυγαν νωρίς. Ονόματα και ηλικίες, φωτογραφίες σύγχρονες και από άλλες εποχές, παιδιά, νέοι, μεγάλοι. Πάντα αυτοί που μένουν πονάνε περισσότερο, αλλά όπως έχει γράψει και ο Θάνος Ανεστόπουλος στο τέλος «έγινε η απώλεια συνήθειά μας».

Κάθεστε σε ένα μικρό παγκάκι κάτω από τα θεόρατα κυπαρίσσια, που βλέπει τον τάφο ενός ξένου άνδρα που έζησε στις αρχές του αιώνα στην Αθήνα. Σκέφτεσαι ότι η πόλη έχει γεμίσει ανθρώπους από όλον τον κόσμο, που την επιλέγουν για να ζήσουν σε αυτήν. Μιλάτε για το παρελθόν, για διαμάντια, για μικρά σημάδια, για το τώρα που είναι τόσο όμορφα γεμάτο, για την ωριμότητα που δεν έρχεται με την ηλικία, αλλά με τις – καλές και κακές- εμπειρίες της ζωής. Και άλλοι σαν και εσάς κάνουν βόλτα στο νεκροταφείο. Ένας κύριος προχωράει με έναν καφέ στο χέρι και τραγουδάει, δε μπορείς να διακρίνεις τους στίχους, απλά τον βλέπεις να σκύβει και να μυρίζει τα λουλούδια ενός θάμνου. «Θέλεις να σε πάω βόλτα με μια νεκροφόρα;», σε ρωτάει ο Άγγελος, και διαλέγεις μια παλιά μερσεντές, που κάποιος της έχει κλέψει το σήμα. Έχει ήλιο και ζέστη, είναι πια άνοιξη…

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό: https://www.youtube.com/watch?v=6EbJA7vHI9A

Πηγή: από τον λογαριασμό της στο facebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ανακοίνωση για τον θάνατο εκπαιδευτικού Ειδικής Αγωγής από τον ΣΕΒΕΠΕΑ Θεσσαλίας: «Πάρτε μέτρα στήριξης των ειδικών σχολείων»

Εξαιρούν το Παπαγεωργίου από τις μονιμοποιήσεις των επικουρικών γιατρών