in

Βιομηχανική γεωργία και κλιματική κρίση: Ένας φαύλος κύκλος εξάρτησης και καταστροφής

Έρευνα: Γεωργία Ανάγνου, Σταυρούλα Πουλημένη

Η κλιματική κρίση απειλεί ευθέως την ίδια τη δυνατότητά μας να εξασφαλίζουμε την τροφή μας. Αυτό προκύπτει απ’ όλα τα στοιχεία που εισφέρουν οι επιστήμονες, απ’ όλες τις μαρτυρίες των παραγωγών στο πεδίο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο παράγουμε την τροφή μας που αποτελεί έναν από τους κύριους υπαίτιους του προβλήματος.

«Η γεωργία και η κλιματική κρίση βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης και αλληλοκαταστροφής. Η μεν κλιματική κρίση έχει άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγή της τροφής μας, η δε γεωργία με τον τρόπο που εφαρμόζεται σήμερα, δηλαδή το βιομηχανικό και εντατικό της μοντέλο, είναι αυτό που δημιουργεί και επιδεινώνει την κλιματική κρίση» μας λέει η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη εκστρατείας της Greenpeace για τη βιώσιμη γεωργία.

Όπως εξηγεί, το κυρίαρχο αγροδιατροφικό μοντέλο βασίζεται στις μονοκαλλιέργειες, βασίζεται στα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα, βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. «Παγκοσμίως το 1/3 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου οφείλεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία» τονίζει η Έλενα Δανάλη. «Μόνο η εντατική βιομηχανική κτηνοτροφία εκπέμπει τόσους ρύπους όσο ολόκληρος ο τομέας μεταφορών μαζί» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με την οργάνωση GRAIN, η βιομηχανική αγροδιατροφική αλυσίδα – από το χωράφι ως το ράφι, συμπεριλαμβανομένης της εντατικής κτηνοτροφίας, αλλά και των αποδασώσεων για την επέκταση της αγροτικής γης – ευθύνεται για το 35% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

 

Πηγή: grain.org

Η οργάνωση υπογραμμίζει ότι οι ευθύνες γι’ αυτή τη συνθήκη δεν πρέπει να αναζητηθούν στους αγρότες, αλλά στις εταιρείες που ελέγχουν το αγροδιατροφικό σύστημα και ωθούν σε όλο και μεγαλύτερη εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής και ταυτόχρονα στη συγκέντρωση γης και τη δημιουργία ολιγοπωλίων.

Πολυεθνικοί κολοσσοί ελέγχουν την αγροδιατροφική αλυσίδα, ενώ τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας ωθούνται εκτός αγοράς

Σύμφωνα με την έκδοση του ETC Group “Food Barons 2022” σε τέσσερις τομείς της αγροδιατροφικής αλυσίδας – τους σπόρους, τα φυτοφάρμακα, τα αγροτικά μηχανήματα  και τα φαρμακευτικά προϊόντα για ζώα- εντοπίζουμε ακριβώς τον ορισμό του ολιγοπωλίου, καθώς τέσσερις εταιρείες ελέγχουν πάνω από το 40% της αγοράς.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τους σπόρους, από τους οποίους ξεκινά η αγροδιατροφική αλυσίδα, τέσσερις εταιρείες (Bayer, Corteva, Syngenta και BASF) ελέγχουν το 57% της αγοράς, ενώ μόνο η Bayer και η Corteva ελέγχουν το 42%. Χωρίς να προκαλεί καμία έκπληξη, οι ίδιες ακριβώς τέσσερις εταιρείες ελέγχουν το 61% της αγοράς των φυτοφαρμάκων, μόνο που σε αυτόν τον τομέα είναι η Syngenta που έχει την πρωτοκαθεδρία, ελέγχοντας μόνη της το 25% της αγοράς.

Photo credits Andre M. Medina (@andre_m_medina), πηγή: grain.org

«Σήμερα ανάμεσα στους 570 εκατομμύρια παραγωγούς τροφής στον κόσμο και τους 7,2 δισεκατομμύρια καταναλωτές τροφής στον κόσμο, υπάρχουν μόνο τέσσερις κολοσσοί που διακινούν αγροτικά προϊόντα. Αυτοί οι τέσσερις διακινητές ελέγχουν το 75% της αγροτικής παραγωγής» αναφέρει η Έλενα Δανάλη. «Ο έλεγχος της αγροτικής παραγωγής είναι σε όλα τα στάδια. Από τον σπόρο, που είναι πατενταρισμένος κι έτσι δεν μπορούν οι παραγωγοί να κρατήσουν σπόρο για την επόμενη σεζόν, από τα σκευάσματα, από την πρόσβαση στην αγορά, τη διακίνηση, τη μεταποίηση, τη νομοθεσία, την πολιτική, τη χρηματοδότηση… Όλα τα στάδια, τα οποία χρειάζεται η αγροτική παραγωγή για να ξεκινήσει κάτι από τη Γη και να φτάσει στο πιάτο μας, ελέγχονται από ελάχιστους κολοσσούς και δεν είναι στα χέρια των πολιτών και στα χέρια των παραγωγών», τονίζει.

Εν αρχή ην ο σπόρος 

Η έκθεση της Greenpeace «Βιομηχανοποίηση ή κλείσιμο» παρουσιάζει στοιχεία για το πώς το υπάρχον αγροδιατροφικό σύστημα αναγκάζει τους αγρότες να βιομηχανοποιηθούν προκειμένου να παραμείνουν στο επάγγελμα, εξωθώντας πολλούς αγρότες μικρής κλίμακας να σταματήσουν τη δραστηριότητά τους. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2020 είχαν απομείνει στην Ε.Ε. 9,1 εκατ. αγροκτήματα, περίπου 5,3 εκατομμύρια λιγότερα σε σχέση με το 2005, μία μείωση κατά 37% μέσα σε 15 χρόνια.

Η τάση αυτή είναι αντίστροφη σε ό,τι αφορά τα αγροκτήματα βιομηχανικής κλίμακας – με οικονομική απόδοση άνω των 250.000 ευρώ ανά έτος -τα οποία αυξήθηκαν κατά περισσότερο από το μισό (+56%) μεταξύ 2007 και 2022. Μάλιστα, τα ακόμη μεγαλύτερα αγροκτήματα- με οικονομική απόδοση που ξεπερνάει τα 500.000 ευρώ ανά έτος- σχεδόν διπλασιάστηκαν, καθώς αυξήθηκαν κατά 96%.

Photo credit: u_wqqh87ok4g (Pixabay)

Η έκθεση της Greenpeace επισημαίνει κάτι ακόμη σημαντικό: Παρόλο που υπάρχουν πλέον λιγότερα εμπορικά αγροκτήματα στην Ε.Ε., αυτά παράγουν περισσότερο σε σχέση με παλαιότερα, σύμφωνα με τη μέση οικονομική αξία της παραγωγής τους. Η οικονομική απόδοση ανά αγρόκτημα αυξήθηκε μεταξύ 2007 και 2022 στην Ε.Ε., με τα μεγαλύτερα εμπορικά αγροκτήματα να οδηγούν αυτή την αύξηση, αυξάνοντας την απόδοσή τους κατά 51%. Η πίεση στα αγροκτήματα να αυξήσουν την οικονομική τους απόδοση, η οποία συχνά συνοδεύεται από πιο καταστροφικές βιομηχανικές γεωργικές πρακτικές, σημαίνει επίσης ότι η οικονομική ισχύς στη γεωργία εξακολουθεί να είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων αγροκτημάτων.

Κοινή Αγροτική Πολιτική: Υπέρ των μεγάλων βιομηχανικών αγροκτημάτων και όχι των μικρών αγροτών και του περιβάλλοντος  

Η τάση συρρίκνωσης των αγροκτημάτων μικρής κλίμακας στην Ε.Ε. ενισχύεται από τη μη δίκαιη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις. «Υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα αγροκτήματα μικρής κλίμακας και στα αγροκτήματα μεγάλης κλίμακας, τόσο όσον αφορά τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις, δηλαδή τις επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) όσο και τις ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, οι οποίες είναι κυρίως από τράπεζες» τονίζει η Έλενα Δανάλη. «Το 1% των μεγαλύτερων αγροκτημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισπράττει το 1/3 της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Το πρώτο και κύριο πρόβλημα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής» συνεχίζει η κα Δανάλη «είναι ότι είναι στρεμματική, δηλαδή τα χρήματα πηγαίνουν στα στρέμματα και όχι στις καλλιέργειες, όχι στο αν καλλιεργείται υγιεινή τροφή ή με ποιες μεθόδους συντηρείται υγιές το αγρόκτημα. Αυτό σημαίνει ότι όποιος μπορεί να αγοράσει ή να νοικιάσει γη, εμφανίζεται ως παραγωγός, χωρίς να έχει καμία σημασία τι παράγει και πώς. Άλλη μεγάλη αδικία της ΚΑΠ είναι ότι δεν προτεραιοποιείται η παραγωγή της τροφής μας. Χρήματα πηγαίνουν και στην κτηνοτροφία, ανεξάρτητα με το αν είναι εντατική, βιομηχανική και ρυπαίνει ή στην παραγωγή βιοκαυσίμων και όχι στην παραγωγή τροφής».

Κινητοποίηση για τα δικαιώματα των αγροτών-τισσών από μέλη της Via Campesina στη Ρουμανία

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ θεσπίστηκε το 1962 ως μια σύμπραξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας με τον αγροτικό τομέα της. Από τη μια μεριά υποσχόταν τη διασφάλιση επαρκούς και ποιοτικής τροφής για όλους τους ευρωπαίους πολίτες, από την άλλη δίκαιες αμοιβές και αξιοπρεπές εισόδημα για τους ευρωπαίους αγρότες.

Δυστυχώς, 60 χρόνια μετά, είναι κοινός τόπος ότι η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως σχεδιάζεται κεντρικά και υλοποιείται από τα κράτη μέλη, έχει αποτύχει σε αυτούς τους στόχους της, παρ’ ότι καταναλώνει σχεδόν το ένα τρίτο του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού. Χαρακτηριστικά, για την περίοδο 2021-2027 ο επίσημος προϋπολογισμός της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ξεπέρασε τα 385 δισ. ευρώ.

Photo Credit: Storme Kovacs (Pixabay)

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εισόδημα των αγροτών παραμένει περίπου 40% χαμηλότερο σε σύγκριση με τα εισοδήματα σε άλλους τομείς, ενώ περισσότεροι από 42 εκατ. άνθρωποι στην ΕΕ δε μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα ποιοτικό γεύμα κάθε δεύτερη μέρα. Είναι σχεδόν ένας στους 10 κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η τρέχουσα ΚΑΠ (2021-2027), παρουσιάστηκε από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πιο πράσινη και πιο δίκαιη. Εναρμονιζόμενη με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (Farm to Fork Strategy) και τη Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα, η τελευταία ΚΑΠ έφερε τα λεγόμενα «οικολογικά σχήματα» για την προώθηση περιβαλλοντικών πρακτικών – όπως η μείωση κατά 50% της χρήσης φυτοφαρμάκων έως το 2030 – με την εφαρμογή των οποίων συνέδεσε την καταβολή μέρους των ενισχύσεων. Μπροστά στις σφοδρές αντιδράσεις των αγροτών, οι οποίοι με οργισμένες διαδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στις αρχές του 2024 εξέφραζαν αγωνία για τα εισοδήματα και το μέλλον τους, η ηγεσία της ΕΕ τελικά αναδιπλώθηκε σημαντικά, αποσύροντας π.χ. την πρόβλεψη για τα φυτοφάρμακα. Στην πραγματικότητα, ικανοποίησε και πάλι τα συμφέροντα των κολοσσών της αγροτοβιομηχανίας, χωρίς να δίνει καμία ουσιαστική διέξοδο στους αγρότες.

«Οι αγρότες φυσικά βγήκαν στο δρόμο για την ΚΑΠ. Το πρόβλημα, όμως, των αγροτών δεν είναι τα οικολογικά σχήματα. Είναι το πώς οφείλουν να τα εφαρμόσουν χωρίς καμία στήριξη, καμία βοήθεια, καμία πολιτική κατεύθυνση, καμία εξασφάλιση» τονίζει στο Alterthess η Έλενα Δανάλη. «Το πρόβλημα των αγροτών δεν είναι το περιβάλλον. Η φύση δεν είναι αντίπαλος των αγροτών και η βιοποικιλότητα δεν είναι πρόβλημα. Η βιοποικιλότητα είναι λύση. Το πρόβλημα των αγροτών είναι η αδικία, το χάσμα, η πολιτική αδιαφορία και η εκμετάλλευση» υπερθεματίζει.

Photo Credit: Andre Rathgeber (Pixabay)

Περισσότερα για τις κατευθύνσεις και τα αποτελέσματα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στο podcast του Alterthess «No Farmers No Food: Τι συμβαίνει με την ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική;» 

«Σχεδόν τρομακτικές» χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ο Jean Thevenot, αγρότης από τη Χώρα των Βάσκων, εκπρόσωπος της οργάνωσης Via Campesina στην Ευρώπη, ο οποίος μίλησε στο Alterthess. «Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, βασικά οι παράγοντες που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή, προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουν τη λύση. Εμείς πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι δυνατό» ξεκαθαρίζει. «Το πρόβλημα είναι η βιομηχανική γεωργία. Και ό,τι αλλαγές κι αν κάνεις, ακόμα και αν χρησιμοποιήσεις Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς (ΓΤΟ) ή άλλες τεχνολογίες, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, γιατί αυτό το μοντέλο είναι δομημένο πάνω στο κέρδος. Αντίθετα, το οικογενειακό μοντέλο παραγωγής τροφίμων, το οποίο υπερασπιζόμαστε στη Via Campesina, δεν βασίζεται στο κέρδος. Στόχος του είναι να ταΐσει τον κόσμο. Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά», υπογραμμίζει ο Jean Thevenot.

O εκπρόσωπος της Via Campesina υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφεται όλο και περισσότερο σε λύσεις προσαρμοσμένες στην αγορά, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Εκφράζει μάλιστα σοβαρές επιφυλάξεις απέναντι σε προτάσεις όπως το carbon farming ή η αναγεννητική γεωργία, όπως προωθούνται αυτή τη στιγμή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

«Φοβόμαστε πως η πρόταση της Επιτροπής για το carbon farming, που βασίζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την πώληση πιστωτικών μονάδων άνθρακα, θα προσελκύσει νέους φορείς στον τομέα αυτόν και αυτοί οι νέοι φορείς θα αγοράσουν γη για να παράγουν πιστώσεις άνθρακα αντί για τρόφιμα. Ήδη το βλέπουμε αυτό, έχουμε παραδείγματα μέσα από το δίκτυο της Via Campesina στο Ηνωμένο Βασίλειο, και επίσης από την Πορτογαλία, όπου στην ουσία χάνονται καλλιέργειες λόγω του carbon farming» αναφέρει ο Jean Thevenot, ενώ για την αναγεννητική γεωργία προσθέτει: «Στα χαρτιά φαίνεται πολύ καλό, αλλά στην πραγματικότητα προωθείται από τεράστιες βιομηχανικές εταιρείες, όπως η Unilever, η Nestlé κ.ά. Είναι απλώς ένα ωραίο “πράσινο ξέπλυμα” (green washing)».

πηγή: grain.org

Στον αντίποδα των κυρίαρχων πολιτικών, η Via Campesina -ένα παγκόσμιο κίνημα το οποίο εκπροσωπεί πάνω από 200 εκατομμύρια αγρότες και εργάτες γης σε όλο τον κόσμο- προτείνει την peasant-based agroecology, μια αγρο-οικολογία βασισμένη στους αγρότες. «Λέμε αγροοικολογία γιατί πράγματι θέλουμε να δουλεύουμε με τη φύση, αλλά και βασισμένη στους αγρότες, δηλαδή να προέρχεται από τους αγρότες για τους αγρότες, και όχι να επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες» μας εξηγεί ο Jean Thevenot. Επαναφέρει εξάλλου τον όρο της διατροφικής κυριαρχίας, τον οποίο εισήγαγε για πρώτη φορά η Via Campesina το 1996.  «Ήμασταν η πρώτη οργάνωση που μίλησε για διατροφική κυριαρχία αντί για διατροφική ασφάλεια. Η διατροφική ασφάλεια ασχολείται μόνο με αριθμούς, και εμείς θεωρήσαμε ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν μπορούμε να μετράμε μόνο τις θερμίδες. Στον δικό μας ορισμό της διατροφικής κυριαρχίας περιλαμβάνουμε έννοιες όπως δημοκρατία και συμμετοχή των πολιτών, ώστε να μπορούμε να έχουμε ένα διατροφικό σύστημα που να είναι πιο δίκαιο, πιο ισότιμο και, κυρίως, τοπικά προσαρμοσμένο — να καλλιεργούνται δηλαδή οι καλλιέργειες που είναι κατάλληλες για κάθε περιοχή και για τον τοπικό πληθυσμό».

Στην ερώτηση αν αυτό το εναλλακτικό αγροοικολογικό μοντέλο, βασισμένο στα μικρής κλίμακας αγροκτήματα, μπορεί πράγματι να θρέψει τα 8 δισ. του πληθυσμού της γης, ο Jean Thevenot δηλώνει με έμφαση στο Alterthess: «Ξεκάθαρα ναι. Δεν είναι η βιομηχανική γεωργία που θρέφει τον πλανήτη, είμαστε εμείς, οι μικροί και μεσαίοι αγρότες. Η οικογενειακή γεωργία σήμερα παράγει το 75% της τροφής που καταναλώνεται στον πλανήτη». Για όποιον δυσπιστεί, ο εκπρόσωπος της οργάνωσης Via Campesina παραπέμπει σε έκθεση που δημοσίευσε το 2019 ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, με αφορμή τη Δεκαετία των Ηνωμένων Εθνών για την Οικογενειακή Γεωργία.

Ολόκληρη η συνέντευξη του Jean Thenevot: Στη Via Campesina λέμε ότι η τροφή δεν είναι εμπόρευμα, είναι πολιτισμός και πάνω από όλα πολιτική υπόθεση

Μέσα σε 15 χρόνια η Ελλάδα έχασε το 31% των αγροκτημάτων της 

Μέσα σε αυτό το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, ο ελληνικός αγροτικός τομέας βρίσκεται βέβαια και αυτός αντιμέτωπος με κρίσιμες προκλήσεις. Σημειώνεται ότι και στην Ελλάδα το κυρίαρχο αγροτικό μοντέλο – αν και δεν είναι μεγάλης κλίμακας, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της χώρας – παραμένει βιομηχανικό και στηρίζεται στην εντατική, χημική γεωργία.

Η ελληνική γεωργία δε χαρακτηρίζεται από βασικές αδυναμίες όπως ο μικρός γεωργικός κλήρος, με τη μέση έκταση ανά γεωργική εκμετάλλευση στην Ελλάδα να είναι περίπου 50 στρέμματα, έναντι 170 στην Ευρώπη. Μάλιστα το 52% των ελληνικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει έκταση έως 20 στρέμματα, κάτι που αυξάνει σημαντικά το κόστος παραγωγής για τους έλληνες αγρότες. Την ίδια ώρα, είναι πολύ χαμηλή η συλλογική οργάνωση των παραγωγών, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει τον μικρό και πολυτεμαχισμένο γεωργικό κλήρο. Χαρακτηριστικά, το ποσοστό προϊόντων που διακινούνταν το 2015 μέσω συνεταιρισμών ήταν μόνο το 20%, ενώ στην Ευρώπη είναι παραπάνω από το διπλάσιο.

Η κλιματική κρίση, λοιπόν -η οποία έδειξε το σκληρό της πρόσωπο στην ελληνική γεωργία με την καταστροφική καταιγίδα Daniel στη Θεσσαλία, ενώ επιφέρει και μακροπρόθεσμες συνέπειες, όπως διαπιστώσαμε π.χ. στην Κεντρική Μακεδονία- καθιστά ακόμη πιο αναγκαίο έναν στρατηγικό σχεδιασμό για τον πρωτογενή τομέα της χώρας.

«Δεν είναι μόνο η κλιματική κρίση, απλώς η κλιματική κρίση προστίθεται στις στρεβλώσεις που υπάρχουν και στα διαρθρωτικά προβλήματα και κάνει ένα κοκτέιλ που όντως διώχνει κόσμο κάθε χρόνο από το αγροτικό επάγγελμα» τονίζει ο Αθανάσιος Σαρόπουλος, πρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος/Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας.

Η έκθεση «Βιομηχανοποίηση ή κλείσιμο» της Greenpeace, δείχνει ότι και στην Ελλάδα καταγράφεται η ίδια τάση συγκέντρωσης σε μεγάλα αγροκτήματα, όπως σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συγκεκριμένα, μεταξύ 2007 και 2021, η Ελλάδα έχασε το 31% από τα αγροκτήματά της. Αυτή η μείωση αφορά αποκλειστικά τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας, που έχουν συρρικνωθεί κατά 37%.

Ακούστε ακόμη/ Λόης Λαμπριανίδης: Οι πολιτικές για το κλίμα δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς αγρότες

Την ίδια ώρα, αν και η Ελλάδα ακόμα έχει μόνο λίγα αγροκτήματα βιομηχανικής κλίμακας (με οικονομική απόδοση πάνω από €250.000), ο αριθμός τους έχει σαφώς αυξηθεί από 540 σε 860 αγροκτήματα (+59%). Ανάμεσα σε αυτά τα αγροκτήματα βιομηχανικής κλίμακας, υπήρχαν μόνο 40 με οικονομική απόδοση πάνω από €500,000 ανά έτος το 2007, ενώ το 2021 ήταν ήδη 300.

Δομικά προβλήματα και απουσία εθνικής στρατηγικής

Μιλώντας στο Alterthess, ο Αθανάσιος Σαρόπουλος υπογραμμίζει την απουσία εθνικής στρατηγικής στον αγροτικό τομέα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. «Αφεθήκαμε στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και σε κάποιες περιπτώσεις φτάσαμε στο σημείο να εκμαυλίσουμε τους αγρότες, να μην παράγουν, απλώς για να εισπράττουν», τονίζει. Όπως σημειώνει, ακόμη και μετά την οικονομική κρίση, οι προσπάθειες των παραγωγών να στραφούν σε ποιοτικά προϊόντα και εξαγωγές δεν συνοδεύτηκαν από μια συντεταγμένη κυβερνητική πολιτική – ούτε σε εθνικό ούτε σε περιφερειακό επίπεδο.

Οι συνέπειες αυτής της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού γίνονται πλέον ορατές σε επίπεδο διατροφικής επάρκειας. «Η Ελλάδα δεν έχει αυτάρκεια στα βασικά τρόφιμα. Αν για οποιονδήποτε γεωπολιτικό λόγο διακοπεί η δυνατότητα εισαγωγών -όπως είδαμε ήδη με τον πόλεμο στην Ουκρανία- τότε θα έχουμε τεράστια προβλήματα», προειδοποιεί ο κ. Σαρόπουλος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει στο Alterthess, μόλις το 25% του βόειου και του χοιρινού κρέατος παράγεται εγχώρια, η χώρα εισάγει το 70% του μαλακού σιταριού -με το οποίο φτιάχνουμε το ψωμί, ενώ η παραγωγή πατάτας, γάλακτος και οσπρίων δεν επαρκεί για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών.

«Αν πάψουν οι εισαγωγές, η ελληνική οικογένεια θα πρέπει να μειώσει τη διατροφή της κατά τα δύο τρίτα ή και περισσότερο», σημειώνει με έμφαση ο κ.Σαρόπουλος. Τονίζει δε πως η Κοινή Αγροτική Πολιτική έπαιξε ρόλο ώστε η χώρα να οδηγηθεί σε αυτή την κατάσταση εξάρτησης από τις εισαγωγές.

«Για παράδειγμα, η επιδότηση του σκληρού σιταριού από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν για να ευνοήσουν τους Ιταλούς που είχαν τη βιομηχανία των ζυμαρικών. Τι κάναμε στην Ελλάδα; Εκεί που το 1981 είχαμε 7 εκατ. στρέμματα μαλακό σιτάρι και 2 εκατ. σκληρό, λόγω της επιδότησης αυτής, έγιναν 7 εκατ. στρέμματα σκληρό σιτάρι -και μάλιστα, τα πιο πολλά δεν παρήγαγαν καν, τα δήλωναν μόνο για να πάρουν την επιδότηση- και έμειναν μόνο 2 εκατ. στρέμματα μαλακό σιτάρι. Αυτή η αλλαγή έγινε μέσα σε μια εικοσαετία, 1982 με 2001. Η επιδότηση δημιούργησε το πρόβλημα, είναι ένα μέτρο που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση» τονίζει ο κ. Σαρόπουλος.

Photo Credit: Matthias Bockel (Pixabay)

Ασκώντας έντονη κριτική στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κατευθύνσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ο Χρίστος Τσαντήλας, γεωπόνος-εδαφολόγος και πρ. Διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ Δήμητρα, δεν παραβλέπει να καταδείξει τις ευθύνες και των ελληνικών κυβερνήσεων και φέρνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα -αυτή τη φορά από την καλλιέργεια του βαμβακιού- για να δείξει πώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, ήδη από πολύ νωρίς, δεν αξιοποίησαν στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Όπως λέει στο Alterthess ο κ.Τσαντήλας, η Ευρωπαϊκή Ένωση χορηγεί στην Ελλάδα περίπου 190 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για την ενίσχυση της βαμβακοπαραγωγής, με τη λογική όμως -όπως σημειώνει- να ενισχυθεί η βαμβακοκαλλιέργεια εκεί όπου πραγματικά γίνεται, για να υπάρξουν καλύτερες αποδόσεις. «Τι έγινε όμως; Διαδώσαμε την καλλιέργεια του βαμβακιού σε όλη τη χώρα, ανεξάρτητα από το πού είναι καλύτερη η περιοχή για βαμβάκι, με τη λογική να μοιραστούν οι επιδοτήσεις για μικροπολιτικούς λόγους σε όλες τις περιοχές. Να πάρει ο κάθε πολιτευτής στην περιοχή του, να μοιράσει χρήματα» τονίζει ο κ. Τσαντήλας. Ως αποτέλεσμα, δόθηκαν πολλά χρήματα για την καλλιέργεια του βαμβακιού, ακόμη και σε περιοχές που δεν είναι αποδοτικές για αυτή την καλλιέργεια. Ο κ. Τσαντήλας αναφέρει π.χ. ότι στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία οι αποδόσεις φτάνουν μόλις τα 120 κιλά βαμβάκι ανά στρέμμα, ενώ στη Θεσσαλία ξεπερνούν τα 400 κιλά ανά στρέμμα. «Δεν μπορούμε να καλλιεργούμε το βαμβάκι και εδώ και εκεί, πρέπει να το καλλιεργήσουμε εκεί που αποδίδει περισσότερο» υπογραμμίζει και καλεί να διορθωθεί άμεσα η πολιτική που εφαρμόζεται σχετικά με την οικονομική ενίσχυση των καλλιεργειών.

Να σημειωθεί πως όταν ο κ. Τσαντήλας μας επεσήμανε την ανάγκη αυτή, ακόμη δεν είχε καν αποκαλυφθεί το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ…

Περισσότερα στο podcast του Altherthess «Η ΚΑΠ στην Ελλάδα: Επιδοτήσεις, στρεβλώσεις και σκάνδαλα»

Χωρίς καθοδήγηση από την Πολιτεία οι αγρότες απέναντι στην κλιματική κρίση

Η κλιματική κρίση φέρνει με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τις χρόνιες στρεβλώσεις και αδυναμίες που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη του ελληνικού αγροτικού τομέα και καθιστά επιτακτικό ένα στρατηγικό σχέδιο από μέρους της Πολιτείας, με σκοπό τη θωράκιση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, τη στροφή προς πιο φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές, αλλά και την πραγματική ενίσχυση των αγροτών.

Ο Χρίστος Τσαντήλας προτείνει τον καθορισμό αγροοικολογικών ζωνών, με στόχο να αντιστοιχηθούν οι καλλιέργειες με τις περιοχές όπου μπορούν να αποδώσουν περισσότερο και ποιοτικότερα. «Να βάλουμε τον παραγωγό να καλλιεργήσει και να έχει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος, όχι να τον βάλουμε να καλλιεργεί οποιαδήποτε καλλιέργεια οπουδήποτε, ίσα ίσα για να του δίνουμε την επιδότηση ως μια μικρή βοήθεια. Αν γίνουν οι αγροοικολογικές ζώνες, η κάθε περιοχή θα ξέρει τι καλλιέργεια πρέπει να βάλει και εκεί μπορούμε όντως να ενισχύσουμε οικονομικά την καλλιέργεια» σημειώνει.

Από την πλευρά του ο κ. Σαρόπουλος υπογραμμίζει μεταξύ άλλων την ανάγκη επιστημονικής καθοδήγησης στους αγρότες, προκειμένου να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης στο χωράφι τους. «Παλιά υπήρχε ο γεωπόνος στο τοπικό γραφείο της αγροτικής οικονομίας, ο οποίος είχε επιδεικτικό αγρό και έκανε δοκιμαστικές καλλιέργειες. Δηλαδή, έδειχνε μια νέα μέθοδο καλλιέργειας, έβλεπαν όλοι στην περιοχή και κάποιοι – οι πιο πρωτοπόροι και πιο νέοι- ακολουθούσαν. Αυτή η δομή καταργήθηκε», αναφέρει και προσθέτει: «Η πρότασή μας σαν Επιμελητήριο είναι ότι πρέπει να δημιουργηθούν ξανά οι λεγόμενες γεωργικές εφαρμογές σε κάθε διεύθυνση αγροτικής οικονομίας και κτηνιατρικής του κάθε νομού, με συγκεκριμένο περιεχόμενο την προσαρμογή στην κλιματική κρίση».

Σημειώνεται ότι το ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας έχει καταθέσει ολοκληρωμένο υπόμνημα στον πρωθυπουργό και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, με τις προτάσεις του Παραρτήματος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα και το φυσικό περιβάλλον της Κεντρικής Μακεδονίας.

«Πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι χρειαζόμαστε πολύ μεγάλες αλλαγές. Ας καταλάβει και ο τελευταίος ότι το ζήτημα της κλιματικής κρίσης δεν είναι σλόγκαν. Οι καταστροφές στη Θεσσαλία μας υπενθύμισαν με τον πιο σκληρό τρόπο αυτό για το οποίο μας προειδοποιούσαν οι επιστήμονες» τονίζει ο Λόης Λαμπριανίδης, οικονομικός γεωγράφος, αφυπηρετήσας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Καλεί μάλιστα το τραύμα της Θεσσαλίας να λειτουργήσει ως μία τομή για να ακολουθήσουμε πολιτικές οι οποίες «να μας πάνε αλλού», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. «Αυτές οι πολιτικές δεν μπορεί να είναι στο επίπεδο του μεμονωμένου αγρότη. Δεν μπορεί ο μεμονωμένος αγρότης να λύσει αυτό εδώ το ζήτημα. Αυτό θέλει μία συλλογικότητα, θέλει ένα κράτος το οποίο να δημιουργεί φορείς, θέλει η επιστήμη να είναι δίπλα. Θέλει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης. Αυτό δεν έγινε σε καμία περίπτωση» λέει ο κ Λαμπριανίδης.

«Οι παραγωγοί είναι θύματα της κλιματικής κρίσης», τονίζει η Έλενα Δανάλη. «Και γιατί βιώνουν τις επιπτώσεις της, αλλά και γιατί είναι εγκαταλελειμμένοι στο πώς θα εφαρμόσουν το άλλο αγροτικό μοντέλο που συζητάμε. Οι παραγωγοί χρειάζονται τρία πράγματα. Χρηματοδότηση, τεχνογνωσία και πρόσβαση στην αγορά. Αυτά και τα τρία δεν μπορεί να είναι αφημένα πάνω τους. Είναι ευθύνη της Πολιτείας» εξηγεί και προσθέτει: «Όταν δεν υπάρχουν πολιτικές αποφάσεις και πολιτικά μέτρα, που ευνοούν ένα αγροτικό μοντέλο που αναχαιτίζει την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, υπάρχει πάρα πολύς χώρος για εκμετάλλευση, για μονοπώλιο, για εξαγορά, για αισχροκέρδεια, για αδικία και τελικά αυτός ο φαύλος κύκλος εξάρτησης και αλληλοκαστροφής (κλίματος και γεωργίας) επιδεινώνεται».

Το Alterthess απευθύνθηκε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προκειμένου να συζητήσει σχετικά με τις προκλήσεις της ελληνικής γεωργίας με φόντο την κλιματική κρίση και το σχέδιο της κυβέρνησης για την αντιμετώπισή τους. Παρά το επίμονο αίτημά μας για μία συνέντευξη με τον υπουργό Κώστα Τσιάρα, έως τη δημοσίευση της έρευνας δε λάβαμε απάντηση.

Ανεξέλεγκτη κατάληψη αγροτικής γης από φωτοβολταϊκά

Την ώρα που η κλιματική κρίση ασκεί πιέσεις στην ελληνική γεωργία, φέρνοντας στο προσκήνιο ακόμη και ζητήματα διατροφικής επάρκειας, μία από τις εμφανιζόμενες ως λύσεις για την αντιμετώπισή της, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Ο λόγος για την ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών πάρκων βιομηχανικής κλίμακας, τα οποία εξαπλώνονται με ταχείς ρυθμούς από το 2020, καταλαμβάνοντας τεράστιες εκτάσεις αγροτικής γης.

Το γιγαντιαίο φωτοβολταϊκό πάρκο 246MW το οποίο σχεδιάζεται σε έκταση 4.500 στρεμμάτων στον δήμο Νέας Χαλκηδόνας στην Κεντρική Μακεδονία, σε μια περιοχή με αμπελώνες και καλλιέργειες σιτηρών, είναι ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Έως και 320.000 στρέμματα γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας μπορούν να καλυφθούν από φωτοβολταϊκά στην ελληνική επικράτεια σύμφωνα με τη νομοθετική πρόβλεψη (ν.4711/2020), ενώ κανένα όριο δεν προβλέπεται για την κατάληψη απλής καλλιεργήσιμης γης.

«Η αλλαγή χρήσης γης της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας είναι ένα μέτρο αντισυνταγματικό» δηλώνει στο Altherthess ο πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας, Αθανάσιος Σαρόπουλος. Όπως εξηγεί, «υπάρχει προγενέστερη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας που λέει ότι η προστασία της γης υψηλής παραγωγικότητας είναι προστασία ενός φυσικού πόρου εν ανεπαρκεία και άρα εντάσσεται στο άρθρο 24 συντάγματος που προστατεύει τα δάση». Ο κ. Σαρόπουλος εκτιμά ότι τελικά η προστασία της αγροτικής γης μπορεί να έρθει μόνο με προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δικαστικές αποφάσεις.

Χαρακτηρίζει δε ως έγκλημα και παραλογισμό την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε αρδεύσιμες εκτάσεις. «Σκεφτείτε, στον κάμπο της Θεσσαλονίκης κάνουμε δίκτυα άρδευσης από τη δεκαετία του ’60, φεύγουν τα κανάλια από τα ποτάμια και ποτίζουν τα χωράφια. Και μέσα εκεί πετάνε ένα φωτοβολταϊκό γιατί θεωρητικά επιτρέπεται».

Ο κ. Σαρόπουλος καταγγέλλει και την τακτική της λεγόμενης «σαλαμοποίησης» των έργων από τις εταιρείες, προκειμένου να χειραγωγήσουν το σύστημα και να λάβουν αδειοδότηση. «Υπάρχουν πολύ μεγάλα έργα, τα οποία πήραν γνωμοδοτήσεις, κομμάτι κομμάτι. Δηλαδή δεν μπορούσαν να δουν οι υπηρεσίες ότι θα εγκατασταθεί π.χ. μια ενιαία πλάκα με τζάμια 5.000 στρεμμάτων, γιατί πήραν “πονηρά” άδεια για 100 στρέμματα εδώ, 100 στρέμματα εκεί και τελικά κάποιες μεγάλες εταιρείες τα ένωσαν και θέλουν να κάνουν ενιαία φωτοβολταϊκά πάρκα, τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, της τάξης των χιλιάδων στρεμμάτων» εξηγεί.

Photo Credit: Samuel Faber (Pixabay)

Ως πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ/Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας, ο κ. Σαρόπουλος έχει θέσει αυτά τα θέματα με επιστολή του προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ήδη από το 2021, τονίζοντας την ανάγκη ενός ορθού χωροταξικού σχεδιασμού ώστε η ανάπτυξη των ΑΠΕ να μην ανταγωνίζεται άλλους φυσικούς πόρους και την αγροτική παραγωγή.

«Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά εκατομμύρια στρέμματα, τα οποία είναι τελείως μη παραγωγικά, πολλές εκτάσεις οι οποίες είναι βράχοι. Θα μπορούσε λοιπόν να εγκαθίστανται εκεί οι μονάδες ΑΠΕ και να μη χάνεις γεωργική γη» τονίζει και ο Χρίστος Τσαντήλας. «Βέβαια αυτό θα σήμαινε ότι θα είχαν λιγότερα οικονομικά οφέλη οι εταιρείες που παράγουν την ενέργεια, γιατί θα έπρεπε να κάνουν ακριβότερα έργα, αφού θα ήταν πολύ πιο μακριά από τα δίκτυα» προσθέτει με νόημα.

Ο κ. Τσαντήλας είχε δημοσιεύσει το 2022 τη μελέτη «Ηλιακή ενέργεια & γεωργία: Μια άρρηκτη δυναμική σχέση», ως επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ. Σε αυτή υπογράμμιζε, όπως και ο κ. Σαρόπουλος, την ανάγκη ενός ορθού χωροταξικού σχεδιασμού και μιας ολοκληρωμένης πολιτικής, ώστε τα φωτοβολταϊκά να μπορέσουν ακόμη και να βοηθήσουν τον αγροτικό τομέα, δίνοντας λύση στους αγρότες για την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους. Ωστόσο, όπως δηλώνει στο Alterthess, «η νομοθεσία για τις ΑΠΕ και τα φωτοβολταϊκά, γίνεται κατά παραγγελία των μεγάλων ενεργειακών μονάδων. Αδιαφορώντας πλήρως για την καταστροφή της γεωργικής γης. Αυτό σημαίνει μείωση των αγροτικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει μεγάλο πρόβλημα στον αγροτικό πληθυσμό».

Ο Χρίστος Τσαντήλας επισημαίνει και το ζήτημα της διαφάνειας ως προς την έκταση γης υψηλής παραγωγικότητας που έχει ήδη καταληφθεί. «Ο ΔΕΔΔΗΕ που έχει τα στοιχεία, όσες φορές κι αν του έχει ζητηθεί – από ερευνητές, από υπηρεσίες, ακόμα και από πολιτικούς που τα ζητούν για να κάνουν ερωτήσεις στη Βουλή- δεν τα δίνει. Γιατί υπάρχει μία πολιτική κάλυψης αυτού του χώρου» σημειώνει ο κ. Τσαντήλας.

Σημειώνεται ότι ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ είναι οι αρμόδιοι φορείς να ελέγχουν αν έχει εξαντληθεί το όριο εγκατάστασης φωτοβολταϊκών πάρκων σε γη υψηλής παραγωγικότητας ανά περιφερειακή ενότητα και σύμφωνα με το νόμο οφείλουν να δημοσιεύουν ανά δίμηνο τα σχετικά στοιχεία στις ιστοσελίδες τους. Παρ’ όλ’ αυτά δεν γνωστοποίησαν τα σχετικά στοιχεία ακόμη και όταν αγρότες τα ζήτησαν με εξώδικο, απειλώντας με ασφαλιστικά.

Ο κ. Τσαντήλας σημειώνει ότι από την ανεξέλεγκτη εγκατάσταση φωτοβολταϊκών βιομηχανικής κλίμακας, όχι μόνο χάνεται γεωργική παραγωγή, αλλά χάνεται συνολικά η ποιότητα και η ιδιαίτερη αξία της.

Προσθέτει ότι σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών βιομηχανικής κλίμακας που ξεπερνούν τα 300-400MW, αυξάνεται η μέση θερμοκρασία στον περιβάλλοντα χώρο, σε μια αρκετά μεγάλη έκταση, έως και 4°C. «Για παράδειγμα, στη Θεσσαλία το καλοκαίρι η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει τους 42°C. Αν σε κάποια περιοχή η θερμοκρασία αυξηθεί κι άλλο εξαιτίας των φωτοβολταϊκών, θα κινδυνεύσει ακόμη και η ζωή των ανθρώπων στα διπλανά χωριά. Πέρα από το ότι δε θα μείνει τίποτα από τις καλλιέργειες, γιατί θα δημιουργηθεί ένα πραγματικό καμίνι», αναφέρει.

Photo Credit: Sebastian Ganso (Pixabay)

Ο κ. Τσαντήλας υπογραμμίζει στο Alterthess ότι η ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανικών πάρκων έχει τελικά αντίστροφο αποτέλεσμα και ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, καθώς στα εδάφη που θα μείνουν ακαλλιέργητα για να μπουν φωτοβολταϊκά θα πάψει και η λειτουργία τους που σχετίζεται με την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα. «Αντί γι’ αυτό, τελικά θα παράγουμε θερμότητα» τονίζει.

«Και να πούμε το εξής: αν τουλάχιστον η παραγόμενη ενέργεια χρησιμοποιούνταν απ’ τους αγρότες για τις δικές τους ανάγκες, να πληρώσουν το ρεύμα τους, να πληρώσουν το πετρέλαιο κλπ θα έλεγε κανείς, εντάξει, να το κάνουμε, γιατί ενισχύουμε τη γεωργική παραγωγή. Μα η ενέργεια που παράγεται από αυτές τις μονάδες είναι ενέργεια που παράγουν μεγάλες εταιρείες και πουλάνε το ρεύμα στο χρηματιστήριο. Είναι μάλιστα τόσο μεγάλες οι ποσότητες που παράγονται, ώστε πολλές φορές χάνονται στο δίκτυο, δεν τις θέλουμε. Τις παράγουμε όμως, έχοντας καταστρέψει γεωργική γη», καταλήγει ο κ. Τσαντήλας.

Δείτε τη συνέχεια της έρευνας: Εν αρχή ην ο σπόρος

Η έρευνα «Ήταν στραβό το κλίμα…» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Εν αρχή ην ο σπόρος

Η παρατεταμένη ζέστη χτυπά και την κτηνοτροφία-Τα βουβάλια της Κερκίνης χρειάζονται νερό και δροσιά