Αν είχα να διαλέξω το σήμα-κατεθέν της προεκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ, θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη το «Vincerò!». Λέω για τη θαυμάσια ταινία μικρού μήκους της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, που μέσα σε εξίμισι λεπτά λέει περισσότερα και πιο κρίσιμα απ’ό,τι όλες μαζί οι ακριβοπληρωμένες καμπάνιες των κομμάτων.
Ως γνωστόν, στις μεγάλες στροφές, όπως αυτή που θα ολοκληρωθεί στις 25 Γενάρη, γυρνάμε σχεδόν από ένστικτο στο σημείο εκκίνησης, για να δούμε ποια μπορεί να είναι η συνέχεια. Μιλώντας λοιπόν γι’ αυτά που κάνουν την Αριστερά να είναι αυτό που είναι, το «Vincerò!» με γύρισε προς τα κεί. Πρώτα στο μακρινό ’90 – τότε που το να υποστηρίζεις ότι «το μέλλον ανήκει στον κόσμο της δουλειάς», φάνταζε παλαιοκομμουνιστική εμμονή όλων ημών που «δεν καταλαβαίναμε». Ύστερα στα χρόνια της πρώτης νικηφόρας ταξικής σύγκρουσης με τους νεοφιλελεύθερους, στις τεράστιες απεργίες για το ασφαλιστικό – εκεί δηλαδή που άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ του «εκσυγχρονισμού».
Κι έπειτα στον «ΣΥΡΙΖΑ του 4%» – αυτόν που έκανε σημαία του τη «γενιά των 700 ευρώ», εξηγώντας ότι η παρακμή του «μεσαίου χώρου» δεν ήταν απότοκο γενικώς της διαφθοράς και του ξεπεσμού των εισηγητών του, αλλά σύμπτωμα μιας κρίσης εκπροσώπησης που άφηνε εκτός τον κόσμο της δουλειάς, ιδίως τους νέους, ενισχύοντας το αίσθημα της αποστροφής προς τα κόμματα. Από αυτή τη σκοπιά υπερασπιστήκαμε τον Δεκέμβρη και τις πλατείες, που ως γνωστόν πήγαν πέρα ή και ενάντια στα κόμματα – έδειξαν όμως όμως ένα δρόμο για το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, βοηθώντας να ισχυριζόμαστε στο εξής πειστικά ότι δεν είναι όλοι ίδιοι.
Γύρισα και στα πιο πρόσφατα χάρη στην ταινία – γιατί οι πρωταγωνιστές του «Vincerò!», αφεντικό και εργαζόμενοι (γυναίκες, μετανάστες, ομοφυλόφιλοι) φάνηκε να έρχονται συχνά σε δεύτερη μοίρα στον λόγο και στην πράξη μας – παραδόξως, τη στιγμή που ανεργία και περικοπές γίνονταν το υπερόπλο των αφεντικών εναντίον μας. Χρειάστηκε, έτσι, να ξαναθυμηθούμε και να ξαναθυμίσουμε πως, παρά τα εικαζόμενα, «μεγάλη πολιτική» για την Αριστερά δεν ήταν η εθνική πολιτική – η εμμονή στο (ελληνικό) χρέος και στους (ξένους) δανειστές. Μεγάλη, και όχι μικρομέγαλη πολιτική είναι να εμπλέκεις τους «μεγάλους όγκους», τους ηττημένους της μνημονιακής διαχείρισης, που δεν τα «έφαγαν» μαζί με κανέναν· πραγματικά μεγάλη πολιτική ήταν να δείχνεις γιατί η Θέουτα της Ισπανίας, με 72,7% ανεργία στους νέους, είναι πολύ πιο κοντά στη Δυτική Μακεδονία του 70,6%, απ’ ό,τι η Εκάλη ή η Δροσιά.
Το «Vincerò!» δεν μιλά γι’ αυτά από τη σκοπιά του επικοινωνιολόγου, του εργατολόγου ή κάποιου άλλου ειδικού, ούτε τα στριμώχνει σ’ ένα γενικόλογο αντιμνημονιακό μανιφέστο. Αντίθετα, στα λεπτά που διαρκούν οι συνεντεύξεις και η εξαλλοσύνη του υποψήφιου εργοδότη, μιλούν χωρίς ενδιάμεσους οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της σύγκρουσης, στο πρωταρχικό της πεδίο, στην επιχείρηση: οι εργαζόμενοι για τις ανάγκες τους, το απενοχοποιημένο αφεντικό για το κέρδος και την πειθαρχία. Είναι ακριβώς στο χώρο αυτό, που παύοντας να προσπαθούν μόνοι και πειθήνιοι, οι νέοι άνεργοι καταφέρνουν να αντιστρέψουν τους ρόλους, επιστρέφοντας το φόβο εκεί που πρέπει να ανήκει: στην πλευρά του αφεντικού.
***
Πάνε πολλά χρόνια απ’ όταν ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός, ο Έρικ Χόμπσμπάουμ, έγραφε ότι «οι καπιταλιστές έχουν πάψει να φοβούνται». Στη χώρα του, ό,τι πιο κοντινό για τον Μαρξ στο ιδεώδες του «καθαρού» καπιταλισμού, τα τελευταία 7 χρόνια της κρίσης οι μισθοί πέφτουν με ρυθμούς που η Βρετανία δεν είδε ποτέ από το 1862, απ’ όταν δηλαδή ξεκίνησαν οι σχετικές καταγραφές· ο Κάμερον, πάλι, ρωτά τους βρετανούς αν αντέχουν να φορτώσουν στα παιδιά τους μια κληρονομιά ογκώδους χρέους. Είναι στα συμφραζόμενα αυτά που, μια πρωτοβουλία παλιών αριστερών –αυτών που το ’80 συγκρούστηκαν με τη Θάτσερ και έχασαν, επέμειναν όμως ότι «το μέλλον ανήκει στον κόσμο της δουλειάς»–, έφτιαξαν το Left Unity, εμπνεόμενοι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η νίκη μας, εκτός από δική μας ή του Podemos, θα είναι νίκη και γι’ αυτούς: το ισχυρό τους επιχείρημα απέναντι στον ηγεμονικό λαϊκισμό των πλουσίων.
Αλλά το θέμα μου είναι το «Vincerò!». Όχι μόνο για όσα θυμίζει, αλλά κυρίως γι’ αυτά που υπαινίσσεται για τo παρόν και το άμεσο μέλλον, ήδη από τον τίτλο: «θα νικήσω». Τα παιδιά μίλησαν απλά και πειστικά για τη μεγαλύτερη αγωνία των νέων ανθρώπων, έπειτα από δεκαετίες ήττας. Πάνω στην ήττα αυτή πάτησε το Μνημόνιο, στα χρόνια του οποίου χάθηκαν πάνω από 850.000 θέσεις εργασίας, που δημιουργήθηκαν σε 17 χρόνια, με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 4% για μεγάλο διάστημα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο «success story» του Μνημονίου – κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα για την Αριστερά.
Με τους άνεργους να είναι πια όσοι και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι νίκη υπό τον όρο ότι αυτοί θα νικήσουν: ότι θα δουν τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, το επίδομα ανεργίας να αυξάνεται, τις θέσεις εργασίας και τη δωρεάν μετακίνηση, που προβλέπει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, να υλοποιούνται. Όχι γενικώς για την «επανεκκίνηση της οικονομίας». Αλλά για να γυρίσει ο φόβος εκεί που ανήκει. Για τη ΒΙΟΜΕ και τη Χαλυβουργία, για τους εργαζόμενους της COCA-COLA και τις καθαρίστριες. Για τη Θέουτα, τη Θεσσαλονίκη και για τα παιδιά που έφυγαν. Για να νικήσουμε.
* Ο Χρήστος Λάσκος είναι υποψήφιος βουλευτής με το ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Θεσσαλονίκης
Πηγή: tvxs