in ,

«¡ Vengan zurdos !»: η καταστολή και ο φασισμός της αστυνομίας στην Αργεντινή. Του Ariel Pennisi*

Πηγή: dinamopress.it, Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη

Οι διαμαρτυρίες των συνταξιούχων συνεχίζονται εδώ και μήνες: την περασμένη Τετάρτη, στις διαδηλώσεις συμμετείχαν οπαδοί δεκάδων ποδοσφαιρικών ομάδων. Άγρια αστυνομική καταστολή στο Μπουένος Άιρες, 114 διαδηλωτές συνελήφθησαν (αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι), δεκάδες τραυματίες, δύο εκ των οποίων σοβαρά. Ανάλυση της πολιτικής κατάστασης.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση Μιλέι δείχνει σημάδια αδυναμίας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι σίγουρα θα κερδίσει τις εκλογές του Οκτωβρίου. Αν ενισχυθούν, ο κίνδυνος είναι άμεσος, αν αισθανθούν αποδυναμωμένοι, μπορεί να γίνουν θανάσιμα επικίνδυνοι… Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια έκφραση φασισμού, ή τουλάχιστον με έναν αναδυόμενο φασισμό.

Αυτό που ζήσαμε την περασμένη Τετάρτη είναι η μετάβαση από τον λεκτικό φασισμό σε έναν αστυνομικό φασισμό. Από το μεγάφωνο ενός υδροφόρου φορτηγού της ομοσπονδιακής αστυνομίας, μπορούσε κανείς να ακούσει καθαρά: «Vengan zurdos» [Στα ιταλικά θα ήταν: «Ελάτε, αριστερά τσιμπούρια», ένας όρος που χρησιμοποιούσε η τελευταία στρατιωτική δικτατορία και η Αργεντίνικη δεξιά ενάντια στην κοινωνική, συνδικαλιστική και αριστερή αγωνιστική δράση, στμ.].

Όσα σημάδεψαν  την τελευταία  δικτατορία  της Αργεντινής επαναλαμβάνονται εδώ και αρκετό καιρό, ξεπερνώντας τα όρια του ανεκτού και γίνονται όλο και πιο επιτελεστικά στα κοινωνικά δίκτυα και στα μέσα ενημέρωσης. Οι δυνάμεις ασφαλείας στην Αργεντινή αναπαράγουν πολλές από τις συμπεριφορές της δικτατορίας. Υπάρχει, όντως,  ένας μακρύς κατάλογος ανθρώπων που δολοφονήθηκαν και εξαφανίστηκαν στη διάρκεια της δημοκρατίας.

Η αστυνομία που απαιτούν οι «καθωσπρέπει» και φοβισμένοι άνθρωποι και που χρησιμοποιούν οι δημαγωγικές κυβερνήσεις είναι συνεργός στην οργάνωση του μεγάλου εγκλήματος και είναι γνωστή η συνενοχή της στη διακίνηση ναρκωτικών σε κάθε εργατική συνοικία. Υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: όλοι οι κάτοικοι μιας γειτονιάς γνωρίζουν ποιοι είναι οι διακινητές, είναι δυνατόν η αστυνομία να είναι η μόνη που δεν το γνωρίζει;

Η κυβέρνηση δεν έχει άλλες μάσκες στη διάθεσή της, το στοίχημά της που βασίστηκε στο να αυτοπροτείνεται ως η εναλλακτική σε σχέση με την πολιτική κάστα εξαντλήθηκε σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο στην κυβέρνηση. Τώρα είναι η ώρα για το πιο σάπιο κομμάτι της πολιτικής, τους γερουσιαστές και τους βουλευτές που κανείς δεν γνωρίζει, τους κυβερνήτες φεουδάρχες, τους μάνατζερ που ξεπουλιούνται στον πλειοδότη και τη διεφθαρμένη δικαιοσύνη που προστατεύει τον Μιλέι. Ποτέ άλλοτε στην Αργεντινή η αντιπολιτική δεν οδήγησε σε τόσης έκτασης αυταρχισμό, από τον θόλο του Κογκρέσου μέχρι τις φτωχογειτονιές.

Ο πρόεδρος είναι ολοφάνερα ένας απατεώνας, η αδερφή του κατηγορείται για δωροδοκία, ο διευθυντής της Υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων είναι φοροφυγάς μεγάλης κλίμακας, τον Υπουργό Δικαιοσύνης θα τον ζήλευε  κάθε εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου για το βιογραφικό του (από τον θάνατο της ερωμένης του και την υπεράσπιση διεφθαρμένων αξιωματούχων στη δεκαετία του 1990, μέχρι τη νομική βοήθεια που προσφέρει το δικηγορικό του γραφείο σε διακινητές ναρκωτικών και βιαστές). Η λίστα μπορεί να συνεχιστεί, εμπλέκεται όλο το υπουργικό συμβούλιο και όλοι εκείνοι οι νομοθέτες που δηλώνουν «παρών» κάθε φορά που το ζητά η κυβέρνηση.

Αυτοί που αυτοαποκαλούνται «απολιτικοί» σήμερα παίζουν με τον φασισμό. Αυτοί που θεωρούν ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι και τόσο σοβαρό είναι από αυτή τη στιγμή εχθροί. Αυτοί που δεν κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να περιορίσουν αυτή την κυβέρνηση και να την οδηγήσουν στην έξοδο είναι προδότες. Δεν είναι θέμα γούστου ή ατομικής επιλογής, σήμερα η ιστορία μας βάζει μπροστά από αυτές τις επιλογές.

Ίσως θα προτιμούσαμε μια λίγο πιο επιτήδεια φιλελεύθερη δημοκρατία, μια ήπια σοσιαλδημοκρατία ή, όπως κάναμε στο πρόσφατο παρελθόν, έναν ανεπαρκή ρεφορμισμό. Δεν είναι αυτοί βεβαίως οι ορίζοντές μας, αλλά μάλλον το επίπεδο της συζήτησης στο οποίο μπορούμε να τοποθετηθούμε ως αντίπαλοι, ως φορείς ενός ελαφρώς πιο αβέβαιου δυναμισμού, με τη δυνατότητα να διαταράξουμε την πραγματικότητα και να πάμε πέρα από τον ρεαλισμό. Αλλά αυτό που βιώνουμε σήμερα μας αφήνει μόνο ένα πιθανό πεδίο για φαντασία: τη συνωμοσία.

Η υπουργός Bullrich

Η υπουργός Ασφαλείας Patricia Bullrich είναι μια απελπιστική περίπτωση. Ονειρεύεται να γίνει ένα είδος «σιδηράς κυρίας» της υποανάπτυξης, αλλά το μέγιστο στο οποίο καταφέρνει να μοιάσει είναι με μια «τενεκεδένια κυρία». Αφού ήταν υποψήφια με την παραδοσιακή δεξιά στις τελευταίες εκλογές και τις έχασε, καταλήγοντας μάλιστα στην τρίτη θέση, μετά τον περονισμό που είχε φέρει τη χώρα σε σχεδόν 200% ετήσιο πληθωρισμό, αυτή η δεξιά, χωρίς αρχές και παράδοση, τρέχει πίσω από τους πιο άθλιους χώρους εξουσίας. Έτσι η Bullrich δέχτηκε γρήγορα να γίνει υπουργός του ατόμου που την ταπείνωσε δημόσια. Την κατηγόρησε ότι είχε τοποθετήσει βόμβες σε ένα νηπιαγωγείο όταν, κατά τη διάρκεια της νιότης της, ήταν μέλος μιας περονιστικής οργάνωσης που είχε τη δική της ένοπλη πτέρυγα.  Από την πλευρά τους, οι περονιστές και η αριστερά ανέκαθεν την κατηγορούν ότι εργαζόταν για τις μυστικές υπηρεσίες. Αδέξια στη χρήση του λόγου, αδύναμη στις ιδέες και κακότροπη, η Patricia Bullrich είναι υπεύθυνη για τη δολοφονία του νεαρού Μαπούτσε Rafael Nahuel, ο οποίος πυροβολήθηκε πισώπλατα το 2017 από έναν αστυνομικό υπό τις διαταγές της.

Αφοσιώθηκε επίσης στην συγκάλυψη της βίαιης εξαφάνισης και του επακόλουθου θανάτου του Santiago Maldonado. Η δολοφονία του  Maldonado είναι αποτέλεσμα της καταστολής που σχεδίασε ο Pablo Noceti, ο τότε προσωπάρχης της στο Υπουργείο Ασφαλείας, στην περιοχή Leleque στην Παταγονία, ιδιοκτησίας Benetton! Η δίκη για το κρατικό έγκλημα που έβαλε τέλος στη ζωή του Santiago Maldonado, παρά τις πολυάριθμες παρατυπίες, είναι ακόμη ανοιχτή.

Ο υπουργός Caputo 

Αλλά η Bullrich δεν είναι η μόνη που υπηρέτησε ξανά ως υπουργός Ασφαλείας μετά από μόλις τέσσερα χρόνια (για να μην αναφέρουμε τον ρόλο της ως υπουργός Εργασίας το 2001, τη μεγαλύτερη αποτυχία μιας κυβέρνησης σε μια δημοκρατική περίοδο… μέχρι στιγμής). Και ο υπουργός Οικονομίας Luis Caputo – ένας σκοτεινός εκατομμυριούχος επιχειρηματίας – επαναλαμβάνει την παράστασή του, αφού υπήρξε επίσης υπουργός στην κυβέρνηση Macri και ένας από τους υπεύθυνους για το απεχθές εξωτερικό χρέος και τον πληθωρισμό που έπληξαν τη χώρα μεταξύ 2017 και 2018.

Κατηγορήθηκε επίσης από έναν έντιμο και ικανό ομοσπονδιακό δικαστή (Federico Delgado) ότι καταχράστηκε τη θέση του ως αξιωματούχος για να ευνοήσει συμφέροντα που συνδέονται με το επάγγελμά του ως δημοτικός σύμβουλος και μέτοχος. Φαίνεται ότι για τον Milei η εγκληματική συμπεριφορά, ξεκινώντας από το κράτος, και η αποτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης είναι επαρκή προσόντα για να κάνει δύο πρώην υπουργούς του Macri βασικούς υπουργούς της κυβέρνησής του.

Είναι επίσης ανάγκη να θυμόμαστε ότι, όταν ο ίδιος ο Milei κατείχε χώρο στα μέσα ενημέρωσης ως σχολιαστής σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια (που σήμερα είναι συνένοχα σε αυτήν την καταστροφή), έλεγε ότι ο Caputo είχε «εξαφανίσει 15 εκατομμύρια δολάρια από τα αποθεματικά της Κεντρικής Τράπεζας». Αλλά σε αυτούς τους καιρούς τα  λόγια δεν έχουν καμιά αξία και η μετατόπιση από τη μια θέση στην άλλη ανταγωνίζεται την ταχύτητα του φωτός, σε σημείο που όλα θα μπορούσαν να είναι έργο της Τεχνητής Νοημοσύνης που λειτουργεί με κβαντικούς υπολογισμούς… μπορεί, δηλαδή,  κανείς να υποστηρίζει μια θέση και την αντίθετή της, ομού και ταυτοχρόνως.

Πώς κυβερνά ο Milei

Είναι απαραίτητο, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι ο Milei δεν είναι αουτσάιντερ, αλλά ένας καραγκιόζης που υποστηρίζεται από τους βασικούς παράγοντες της οικονομικής εξουσίας στην Αργεντινή. Ήταν, όντως, τα δικηγορικά γραφεία αυτών των παραγόντων που συνέταξαν τον επονείδιστο νόμο ο οποίος εγκρίθηκε με μικρή διαφορά από ανάξιους βουλευτές που δεν διάβασαν καν τα 300 άρθρα που τον απάρτιζαν.

Στην πραγματικότητα, ήταν μια κρυφή συνταγματική μεταρρύθμιση που περιλάμβανε ειδικές αντιπροσωπείες για την εκτελεστική εξουσία. Ένας πρόεδρος που, αν και μπορεί να υπολογίζει σε ένα μέρος του κοινοβουλίου που είναι πρόθυμο να πουληθεί φτηνά (ή ίσως, ποιος ξέρει, γίνονται πλουσιότεροι από όσο μπορούμε να φανταστούμε με τα ταπεινά επαγγέλματά μας), προτιμά να κυβερνά μόνο με διατάγματα. Πρόκειται για το DNU (Decreto de Necesidad y Urgencia), ένα εργαλείο για εξαιρετικές περιπτώσεις που χρησιμοποιεί ο Milei για να αγνοήσει τη λαϊκή βούληση που μόλις και μετά βίας γίνεται ορατή στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Η διαδικασία είναι απλή: αν για να εγκρίνει έναν νόμο η κυβέρνηση χρειάζεται μια απλή πλειοψηφία, δηλαδή το μισό συν ένα των παρόντων και επομένως, αν το μισό συν ένα των παρόντων τον καταψηφίσουν, μπορεί να χάσει, τότε το DNU αποκτά άμεσα ισχύ νόμου και σε περίπτωση που διαφαίνεται η απόρριψή του, οι νομοθέτες και των δύο σωμάτων (βουλευτές και γερουσιαστές) πρέπει να συγκεντρώσουν  τα δύο τρίτα των παρόντων για να τον ακυρώσουν. Σε ένα τόσο πορνογραφικά διεφθαρμένο πλαίσιο και με ένα σημαντικό ποσοστό της κοινής γνώμης τυφλωμένο, αυτά τα δύο τρίτα δεν συγκεντρώνονται ποτέ.

Μέχρι τώρα, η κυβέρνηση είχε καταφέρει να ελέγχει τις πιο παραδοσιακές οργανώσεις, συνδικαλιστικές, πικετοφορίες, κοινωνικά κινήματα. Το έκανε επικαλούμενη τη φθαρμένη δημόσια εικόνα αυτών των τομέων, κατασκευάζοντας κατηγορητήρια εναντίον των πολιτικών εκπροσώπων τους και ένα κατασταλτικό πρωτόκολλο, με αυθαίρετες συλλήψεις και ψευδείς καταγγελίες κατά των διαδηλωτών. Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτοί οι τομείς, κάποτε πολύ δυναμικοί και ενεργοί, αντιμετώπιζαν εσωτερικά προβλήματα και γενικότερα οργανωτικές και πολιτικές δυσκολίες. Όσο για τη CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), καλύτερα να μην σχολιάσουμε…

Το ίδιο συμβαίνει και με την περονιστική και αριστερή αντιπολίτευση, η οποία αδυνατεί να προτείνει αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις στην κοινωνία. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του κυβερνήτη της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, Axel Kicillof, ο οποίος ασκεί διαφανή κυβερνητική διαχείριση και αναδεικνύεται ως νέος και υψηλά μορφωμένος ηγέτης. Ωστόσο, δεν έχει την τόλμη που απαιτείται για να συγκρουστεί με την εθνική κυβέρνηση προτείνοντας ένα μοντέλο που είναι διαφορετικό από αυτό που θα μπορούσε να είναι επιθυμητό, ​​για να το μεταφράσει σε πολιτική και σε νόμους (για τη γη, τα ενοίκια, τα φάρμακα και τα τρόφιμα ως δημόσια πολιτική, για μια πιο δίκαιη φορολογία).  Επιπλέον, σαν να μην έφτανε αυτό, όταν αποφασίζει να σηκώσει κεφάλι, συναντά εσωτερική αντιπολίτευση από τον γιο της Cristina Kirchner και προσβολές από τον πρώην πρόεδρο και στη συνέχεια πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Frente de Todos***. Δυναμικές δηλαδή που αναπαράγουν την πολιτική λογική που μας έφερε εδώ.

Οι αγώνες των συνταξιούχων

Από τότε που κυβερνά  ο Milei, οι συνταξιούχοι έχουν χάσει περισσότερο από το 20% του εισοδήματός τους, έχουν χάσει την ελεύθερη πρόσβαση σε φάρμακα και έχουν υποστεί, όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός, τις αυξήσεις στο κόστος των βασικών υπηρεσιών, των ενοικίων και των μέσων μαζικής μεταφοράς. Η κυβέρνηση καταστέλλει ανοιχτά αυτούς που βγαίνουν στους δρόμους κάθε Τετάρτη εδώ και μήνες επειδή αντιμετωπίζουν δύσκολες συνθήκες (οι συνταξιούχοι χρειάζονται τουλάχιστον 1.200.000 πέσος για να ζήσουν ενώ λαμβάνουν λιγότερα από 400.000). Όμως την περασμένη Τετάρτη κατέστειλαν και συνέλαβαν παράνομα πολίτες που βγήκαν στους δρόμους για να τους στηρίξουν και οι οποίοι με τη φωνή της ίδιας της υπουργού κατηγορήθηκαν ψευδώς για εγκλήματα που δεν διέπραξαν.

Οι ασφαλίτες ανάμεσα στους διαδηλωτές και οι περιπολίες με τα αστυνομικά αυτοκίνητα και φορτηγά, θυμίζουν τις τρομερές πράξεις της δικτατορίας όταν εξαφάνιζε τους ανθρώπους. Οι αστυνομικές επιχειρήσεις ήταν τόσο χονδροειδείς που κανένας άνθρωπος με μια σταλιά μυαλό δεν μπορεί να τις πιστέψει. Όμως είναι ακόμα χειρότερο: δεν τις πιστεύουν, τις επιθυμούν. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η επιθυμία για φασισμό.

Οι συνταξιούχοι στην Αργεντινή έχουν μακρά ιστορία αγώνων. Όλοι θυμόμαστε τη Norma Plá, μια  εμβληματική  ηγέτιδα που τολμούσε να συζητά στα αντίπαλα μέσα επικοινωνίας και που αντιμετώπιζε την αστυνομία με το αδύνατο σώμα της και το μεγαλειώδες πνεύμα της.

Κάποτε διαπληκτίστηκε  πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρώην αξιωματούχο της δικτατορίας και πρώην υπουργό του Menen, τον Domingo Cavallo… μέχρι που τον έκανε να κλάψει. Ήταν εποχές υποκρισίας, όχι μόνο από την πλευρά του υπουργού με τα κροκοδείλια δάκρυα, αλλά μιας ολόκληρης κοινωνίας ταριχευμένης από την κατανάλωση των δόσεων και μιας ανόητης μεσαίας τάξης που πούλησε τον εαυτό της με αντάλλαγμα τη δυνατότητα να κάνει διακοπές στο εξωτερικό. Ο Menem επανεξελέγη το 1995 με το 50%, σχεδόν, των ψήφων, όταν η Αργεντινή έφτασε στο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας, σχεδόν στο 20%.  Αυτό είναι ένα αποθαρρυντικό προηγούμενο. Όμως μια ιστορική στιγμή δεν μπορεί να συγκριθεί γραμμικά με μια άλλη.

 «Οργανωμένες συμμορίες οπαδών»

Η κυβέρνηση έστησε το σκηνικό προειδοποιώντας ότι οι «barras bravas» θα εμφανίζονταν στην πλατεία, αλλά η μόνη «barra brava» ήταν η αστυνομία, η οποία ξεπέρασε κάθε θεσμικό πλαίσιο και έδρασε ως de facto στρατός. Ένας αστυνομικός χτύπησε την Beatriz, μια 87χρονη γυναίκα, σπρώχνοντάς την στο έδαφος και θέτοντας τη ζωή της σε κίνδυνο. Ο φωτογράφος Pablo Grillo δίνει μάχη για τη ζωή του στο νοσοκομείο αφού χτυπήθηκε στο κεφάλι από καπνογόνο που πέταξε η αστυνομία.

Μέσα ενημέρωσης, όπως η La Nación, η  οποία ήταν συνένοχη στην τελευταία γενοκτονική δικτατορία και τώρα αναβιώνει αυτή την κληρονομιά, δημοσίευσε άρθρο με τον γκροτέσκο τίτλο: «Μία συνταξιούχος χτύπησε έναν αστυνομικό με το μπαστούνι της,  αυτός αντέδρασε και την έκανε να πέσει: τραυματίστηκε από ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι». Δηλαδή, κατηγορεί την συνταξιούχο! Σχετικά με τον φωτογράφο που έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας από την αστυνομία της Bullrich, η υπουργός προσπάθησε να νομιμοποιήσει την πράξη λέγοντας: «ήταν οργανωμένος…». Δηλαδή, οι ανώτατες αρχές του κράτους στην Αργεντινή υποστηρίζουν σήμερα ότι η πολιτική μαχητικότητα και η επιλογή να διαδηλώνει κάποιος στο πλαίσιο των συνταγματικών του δικαιωμάτων δικαιολογεί την καταστολή μέχρι θανάτου.

Όσον αφορά την κινητοποίηση, είναι αξιοσημείωτο ότι μια ανάσα αλληλεγγύης ήρθε από το πιο απρόσμενο μέρος. Την περασμένη Τετάρτη τους συνταξιούχους συνόδευσε ένα αυθόρμητο ρεύμα ποδοσφαιρόφιλων από διάφορες ομάδες, μεταξύ των οποίων αντηχούσε μια φράση του Μαραντόνα που έφτασε στις μέρες μας από τη δεκαετία του 1990: «πρέπει να είσαι τελείως χέστης για να μην υπερασπίζεσαι τους συνταξιούχους».

Πολλοί άνθρωποι καθοδηγήθηκαν από το αθλητικό συναίσθημα (ή το συναίσθημα ως άθλημα), το οποίο συμπυκνώνει την ιστορία και τις ιστορίες, μια δεξαμενή ευαίσθητης μνήμης και μια λαϊκή γραμματική γεμάτη κατεργαριά. Σήμερα, η γλώσσα του γηπέδου, με το άμεσο ύφος της και την παντελή έλλειψη καθαρότητας και ορθότητας, τοποθετείται πάνω από την επαγγελματική πολιτική, πάνω από ένα μεγάλο μέρος της ομιχλώδους διανόησης, ακόμα και πάνω από την απόλαυση κάποιου είδους θυματοποίησης.  Ίσως ο αιφνιδιασμός να προκάλεσε σύγχυση την ήδη εύθραυστη πυξίδα της κυβέρνησης. Δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να επωφεληθεί πολιτικά από την καταστολή, αν και φαίνεται να ποντάρει τα πάντα σε μια βρώμικη αντιπαράθεση.

Σε όλους τους δρόμους του Μπουένος Άιρες, η απόρριψη της καταστολής ακουγόταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες με ένα τραγούδι που βγήκε κατευθείαν από το 2001: «¡Que se vayan todos, que no quede ni uno solo!» (Να φύγουν όλοι, να μη μείνει ούτε ένας!). Η αντιπολιτική χαρακτηρίζεται από μια αμφιθυμία που μας υποχρεώνει να παλέψουμε με τη δυσαρέσκεια.

Τέλος, ο υποφαινόμενος πρέπει να εγκαταλείψει το χρονικό, που ήδη ξεχειλίζει από οργή, και να διατηρήσει λίγο από αυτό το θυμό για να μοιραστεί μια παρέκβαση. Έχουμε την ανάγκη και την υποχρέωση να αναλάβουμε την υπεράσπιση της ζωής και την επιθυμία για μια πιο ευχάριστη ύπαρξη. Eίναι στο χέρι μας να αναπτύξουμε σε κάθε χώρο, ανάμεσα στους κοντινούς μας ανθρώπους, ανάμεσα σε δίκτυα ομοϊδεατών ή όχι και τόσο ομοϊδεατών, τρόπους ζωής που, ξεφεύγοντας από τα ραντάρ της εξουσίας, θα γίνουν αντιληπτοί μόνο όταν δεν θα υπάρχει επιστροφή. Όταν η αποστέρηση των δικών μας δυνατοτήτων δεν θα αποτελεί πλέον μέρος της επέκτασης των δυνατοτήτων μιας δεξιάς που επιδιώκει να επιβληθεί.

Ούτε λιποταξία ούτε υπερδομική σύγκρουση. Πρέπει να δημιουργούμε και να παλεύουμε από την επιθυμία, να ξυπνάμε κάθε μέρα με μια αίσθηση που να ξεπερνά τόσο τη θλίψη της  παραίτησης όσο και τη θλίψη της αγωνιστικής επιταγής. Μακάρι ο αγώνας να μας βρει στο δρόμο, με τη χάρη που αξίζει σε κάθε ζωή, με τη χαρά του να ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο, όσο σκοτεινός και ζοφερός κι αν είναι, με το χαμόγελο εκείνου που μπορεί να νιώσει ότι η ζωή είναι πάρα πολύ σοβαρή για να την παίρνουμε στα σοβαρά.

*Η φράση αντιστοιχεί στους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που απευθύνονται στην αριστερά: ελάτε, παλιοκουμούνια/γαμιόληδες/αριστερά τσιμπούρια, κ.λπ

** Δοκιμιογράφος, καθηγητής, συγγραφέας. Διδάσκει Κοινωνική Ιστορία της Αργεντινής στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο της Avellaneda και Κοινωνική Επικοινωνία και Θεσμική Ψυχολογία στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του José C. Paz.

***Το Frente de Todos ήταν ένας περονιστικός και προοδευτικός πολιτικός συνασπισμός στην Αργεντινή, που κυβέρνησε από το 2019-2023, μετά τη νίκη του στις εθνικές εκλογές του 2019. (επικεφαλής: Cristina Kirchner, Alberto Fernández, Sergio Massa)

Πηγή: https://www.dinamopress.it/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Έρευνα ΚΕΠΥ: 335 πλεονάζοντες θάνατοι έναντι 17 δηλωθέντων από την κακοκαιρία Daniel

Περί θανάτου. Του Χρήστου Λάσκου