Αναδημοσίευση από: www.mavris.gr
Η προοπτική εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εθνικές εκλογές έχει ενισχυθεί σημαντικά, μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές. Η ανεπανόρθωτη συντριβή του κυβερνητικού συνασπισμού έχει οδηγήσει σε θεαματική ανατροπή του εκλογικού συσχετισμού, ενώ και η ίδια η δυναμική του αποτελέσματος λειτουργεί υπέρ του νικητή των εκλογών. Το εκλογικό σώμα συνειδητοποίησε ότι η αντιπολίτευση κερδίζει και η κυβέρνηση χάνει. Πρόκειται μάλλον για σημείο μη-επιστροφής, όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν και 3 φορές, κατά την τελευταία δεκαπενταετία, συγκεκριμένα το 2001, το 2008 και το 2009.
Το χρονικό διάστημα μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές είναι προφανώς εξαιρετικά κρίσιμο. Τόσο, διότι θα ξεκαθαρίσει η φυσιογνωμία και η «κυβερνητική ταυτότητα» του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και διότι τώρα θα διαμορφωθεί το κοινωνικό πλαίσιο που θα κρίνει το μέλλον μιας πιθανής ανάληψης της διακυβέρνησης από την Αριστερά ή με κορμό την Αριστερά. Είναι αναπόφευκτο, ότι η ενεργοποίηση ποικίλων επιρροών και η άσκηση πιέσεων (εσωτερικών και εξωτερικών) στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα ενταθούν, με σκοπό την ιδεολογική και πολιτική του απονεύρωση, τη σύγκλισή του στο «Κέντρο» και τον εγκλωβισμό του σε κάποια εκδοχή «νέας» συνεργατικής διαχείρισης του υπάρχοντος.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η διατήρηση της πολιτικής και ιδεολογικής αυτονομίας του ΣΥΡΙΖΑ ούτε εύκολο εγχείρημα είναι, ούτε υποβοηθάται από την κοινωνική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στη χώρα, ύστερα από την 4ετή λαίλαπα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και τη σε μεγάλο βαθμό ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος. Πράγματι, ο μεταπολιτευτικός κοινωνικός συσχετισμός έχει ανατραπεί άρδην, υπέρ των κυρίαρχων τάξεων και των συμμάχων τους. Σήμερα, δεν φαίνεται να υπάρχουν κοινωνικοί και πολιτικοί όροι για ένα νέο 1981 ή -πολύ περισσότερο- για ένα νέο 1985, την πιο πολωμένη κοινωνικά εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η ποικιλόμορφη κοινωνική κινητοποίηση κατά των μνημονίων, που κορυφώθηκε το 2011 και το 2012, ξεπερνώντας κάποιες στιγμές τα 2,5 εκ. διαδηλωτές και απεργούς, έχει σήμερα περιοριστεί σημαντικά. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική-ταξική πόλωση της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να εντείνεται και η καταστροφή της μισθωτής εργασίας και τμήματος των μεσαίων στρωμάτων συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
Ίσως καλύτερα από κάθε τι άλλο, αυτήν την ιδεολογική υποχώρηση και ανατροπή στο ιδεολογικό-συμβολικό επίπεδο εκφράζει η πρόσληψη της έννοιας της «αλλαγής». Έννοια κλειδί – παράγωγο του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού, της «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης» που τόσο μισούν οι απολογητές νεοφιλελεύθεροι ακαδημαϊκοί ιδεολόγοι. Στη μεταπολίτευση, το ώριμο αίτημα της αλλαγής απελευθέρωσε κοινωνικές δυνάμεις, ενέπνευσε κοινωνικό ενθουσιασμό, συσπείρωσε εκλογικά και διατήρησε επί μια δεκαετία συμπαγές το κοινωνικό μπλοκ των κυριαρχούμενων τάξεων (μέχρι το 1989-90). Σήμερα, αντιθέτως, η ιδέα της όποιας αλλαγής προκαλεί «τρόμο» και παράλυση, ακόμη και στα κοινωνικά στρώματα που φτωχοποιούνται βίαια ή καταστρέφονται. Η επιτυχία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στον ιδεολογικό πόλεμο είναι εξίσου σημαντική. Υπό αυτήν την έννοια, η επανασυμφιλίωση της κοινωνίας με την επεξεργασμένη έννοια μιας νέας ριζοσπαστικής «αλλαγής» είναι ζωτικής σημασίας και αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα της εκλογικής νίκης. Ωστόσο, ένα παρόμοιο ιδεολογικό εγχείρημα, μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται.
Είναι πιθανό η Αριστερά να κερδίσει (αυτόνομα ή όχι) τις επόμενες εκλογές, με όρους κοινωνικής ήττας και παραίτησης, αποδιάρθρωσης και κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού. Με δεδομένη την ιστορική αδυναμία των συνδικάτων, την έλλειψη σημαντικών μορφών αυτοοργάνωσης των κοινωνικών κινημάτων, αλλά και την οργανωτική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν διαθέτει ακόμη οργάνωση, σε αντιστοιχία με το σημερινό διακύβευμα, η κοινωνική διάλυση και ο κατακερματισμός που έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική, καθιστά σήμερα τη σχέση εκπροσώπησης της Αριστεράς με το αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ των υποτελών τάξεων ιδιαίτερα επισφαλή και ευάλωτη, ακόμη και εκλογικά. Λόγω της συνεχώς αυξανόμενης αποχής, υπολογισμένη σε ψήφους (1.519.000), η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές (26,6%), αντιπροσωπεύει στο εκλογικό σώμα του Μαΐου 2012 το 23,5%, αλλά μόνον το 21,6% στο εκλογικό σώμα των τελευταίων -πριν από την κρίση- βουλευτικών εκλογών του 2009 (όπου ψήφισαν 7,045 εκ.). Αποτελεί, επομένως, στρουθοκαμηλισμό να μην αντιλαμβάνεται κανείς την κοινωνική «αιμορραγία» της αποχής, που συντελείται γοργά και λειτουργεί αποδεδειγμένα εις βάρος της αριστεράς: Και όμως, το 8,25% του εκλογικού σώματος του Μαΐου του 2012 δεν ψήφισε στις τελευταίες ευρωεκλογές. Αυτό σημαίνει 535.000 λιγότεροι ψηφοφόροι, μέσα σε μόλις 24 μήνες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της κυβερνητικής στρατηγικής για την εξουδετέρωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος και την «απαλλαγή από τον λαό», κατά τη Μπρεχτική προτροπή. Το ζήτημα της αναδιάταξης της οργάνωσης και κυρίως της λειτουργίας του κόμματος, που έχει αναδειχθεί –εκ των πραγμάτων- σε μείζον, αποτελεί τη δεύτερη προϋπόθεση βιωσιμότητας της εκλογικής νίκης. Μια ξεχασμένη συζήτηση γίνεται πάλι επίκαιρη, χωρίς όμως να έχει απαντηθεί.
Η «ξεροκέφαλη» πραγματικότητα της αυξανόμενης αποχής αναδεικνύει τη σημασία της τρίτης προϋπόθεσης. Απαιτείται η απόρριψη του εκλογικισμού και η πυροδότηση ενός νέου κοινωνικού-εκλογικού ρεύματος, αντίστοιχου με εκείνο που δημιουργήθηκε μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2012. Αλλά η μετατόπιση προς το (ανύπαρκτο) «Κέντρο» δεν δημιουργεί κοινωνικό ρεύμα. Δεν κινητοποιεί τους απελπισμένους, τους παραιτημένους, τους ιδιωτεύοντες και τους απέχοντες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να γοητευθεί από τις Σειρήνες της «κεντρώας διεύρυνσης». Η ιδέα που υποκρύβει αυτή η στρατηγική είναι, ότι για να κερδίσεις τις εκλογές, πρέπει να προσελκύσεις τους «διστακτικούς» εκλογείς, τους «μετριοπαθείς», τους «αναποφάσιστους» των δημοσκοπήσεων: αυτούς που ψήφιζαν μέχρι τώρα συντηρητικά, αλλά που αυτή τη φορά θα μπορούσαν να κάνουν το μεγάλο άλμα. Αυτή η αυταπάτη, εκτός από αφελής έχει διαψευσθεί ιστορικά αμέτρητες φορές. Είναι γνωστό, ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται μέσα στις προεκλογικές καμπάνιες.
Δημοσιεύθηκε στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ (21/6/2014)