Για την παράσταση «Αρίστος» του Γ. Παπαγεωργίου
Γράφει η Λουκία Αργυριάδου
O «Αρίστος» του Παπαγεωργίου ήταν μία από τις παραστάσεις που σου χαράσσουν κάτι ανεξίτηλο μέσα σου, μία μικρή μελανιά εκεί που έχεις στην καρδιά σου την πόλη σου, την χώρα σου, το σπίτι σου. Ένα τραύμα, τόσο δα μικρό που όμως τραβάει που και που. Σου θυμίζει τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη, τα προσφυγικά καλύβια της Τούμπας. Τα καλντερίμια του Βαρδάρη, τα παλικάρια της φτωχολογιάς, τις μάνες που ξενοπλένανε, τις πόρνες και τις κονσοματρίς. Και από την άλλη, η αέναη ετερότητα, το λακανικό βίωμα αυτής της χώρας, οι αστοί, οι φιλήσυχοι νοικοκύρηδες, οι χαφιέδες, το παρακράτος. Η φτώχια απέναντι στον «εθνικό κορμό».
Η παράσταση βασίζεται στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου» και πραγματεύεται την υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη, του καταδικασθέντα και εκτελεσθέντα ως Δράκο του Σέιχ Σου. Το κείμενο, η υπέροχα λιτή σκηνοθεσία, οι τρεις εξαιρετικές ερμηνείες και η συγκλονιστική μουσική συνοδεία, σε ταξιδεύουν στη Θεσσαλονίκη του ’60. Στις φτωχογειτονιές της Τούμπας, στην Επτάλοφο, στην παλιά παραλία. Στα στενά του Βαρδάρη, στο Γεντί Κουλέ και στο Σέιχ Σου.
Οι άρτια ψυχογραφημένοι χαρακτήρες του Κοροβίνη παίρνουν σάρκα και οστά, αφηγούνται την δική τους ματιά στην ιστορία, αφηγούνται τον δικό τους «Αρίστο». Τον Αρίστο σαν γιο, σαν φίλο, σαν εραστή, σαν εργάτη, σαν παιδί, σαν έφηβο. Τον Αρίστο που ομολόγησε εγκλήματα κατόπιν πολυήμερων βασανισμών και που ποτέ δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του. Τον Αρίστο που έμπλεξε, γιατί μεγάλωσε στους δρόμους, που τον εκμεταλλεύτηκαν, που πουλούσε το κορμί του για να ζήσει. Τον Αρίστο που αγαπούσε και αγαπήθηκε μα δεν κατάφερε να σωθεί από τη φτώχια του.
Μέσα όμως από αυτή την αφήγηση εξιστορείται κάτι πολύ μεγαλύτερο. Εξιστορείται η ιστορία του ελληνικού κράτους, η ιστορία της Θεσσαλονίκης, ο αναβρασμός της δεκαετίας ‘50-‘60, το συγκείμενο της δολοφονίας Λαμπράκη. Ο «Αρίστος» μας υπενθυμίζει πώς στρατολογήθηκε το χαφιεδότσουρμο, πώς στήθηκε ο «εθνικός κορμός» στα θεμέλια του παρακράτους, που τότε διοικούσε, και τα απόνερα του οποίου είναι ακόμα βαθιά ριζωμένα στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Ο «Αρίστος» μας θυμίζει σε ποια Ελλάδα μεγαλώσαμε και ποιες είναι οι ηθικοπλαστικές φιοριτούρες που την τυλίγουν.
Και κάτι τελευταίο. Η παράσταση ήταν καθ’ όλα κεντημένη με υπέροχο χιούμορ, με σκηνοθετικά τεχνάσματα που εξυπηρετούσαν την εναλλαγή συναισθημάτων και στάσεων απέναντι στους ήρωες. Μία όμως σκηνή κλωθογυρίζει ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Η σκηνή που ο χαφιές περιπτεράς πιάνει στα πράσα τον 15χρονο Παγκρατίδη να κλέβει καραμέλες. Η καρέ -καρέ περιγραφή πώς ο περιπτεράς, με τη βοήθεια των περαστικών, γραπώνει και ακινητοποιεί τον πιτσιρικά και την βία με την οποία τυλίχτηκε η σκηνή, όταν ο ηθοποιός χτυπούσε αλληγορικά την εφημερίδα στο τραπέζι, σαν να ήταν το σώμα του άτυχου πιτσιρικά. Η σκηνή αυτή, που δεν εκτυλισσόταν πια στην Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1950 αλλά στην οδό Γλάδστωνος στην Ομόνοια, το 2018. Γιατί όσα χρόνια και να περάσουν, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν τη φτώχια έγκλημα και το νόμο του ισχυρού ως δίκαιο.
*Με τη φράση αυτή ξεκινάει η πρώτη αφήγηση της παράστασης καθώς και το σημείωμα του σκηνοθέτη. Αν υπάρχει κάπου μια πατρίδα για μένα, αυτή είναι η Τούμπα της παιδικής μου ηλικίας κι έτσι η φράση αυτή στέριωσε μέσα μου.
————————————
Η παράσταση παρουσιάστηκε στον χώρο του Labattoir στο πλαίσιο των 53ων Δημητρίων και από τις 8 Οκτωβρίου θα παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου στην Αθήνα.
Συντελεστές της παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Διασκευή / Δραματουργική επεξεργασία: Θεοδώρα Καπράλου
Μουσική: Γιώργος Δούσος
Σκηνικά-Κοστούμια: Κατερίνα Αριανούτσου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα
Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Προϊστάκη
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Έλενη Ουζουνίδου, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου
Μουσικός: Γιώργος Δούσος
Για περισσότερες πληροφορίες: