Κυριακή πρωί. Η ημέρα του απόλυτου χανγκόβερ. Κουμπώνεις 1 ντεπόν για τον πονοκέφαλο και 1 ασπιρίνη για την καρδιά. Αναζητάς απεγνωσμένα τον καφέ, με διπλή δόση ζάχαρης, μήπως και λειτουργήσουν τα εγκεφαλικά κύτταρα.
Λόγια, επιλογή μουσικής: Μελέτης Κεχαϊδης
Φωτογραφία: Νάσος Αβδαρμάνης
Ο λαιμός καίει, γιατί πρέπει να έχεις καπνίσει ολόκληρο τον Καρέλια χθες βράδυ.
Νιώθεις κάτι τύψεις, είναι ανθυγιεινό σου λένε, το ξέρεις κι εσύ.
Το κεφάλι πάει να σπάσει και σκέφτεσαι όλους αυτούς.
Όλα τα άτομα που ζουν και δουλεύουν στη νύχτα, αυτοί οι ακούραστοι άγγελοι, που προστατεύουν τις ψυχές μας από την τρέλα της κανονικότητας.
Μιας κανονικότητας που αν τύχει και τη δεις στην νέα ταινία του Κεν Λόουτς θα ταρακουνηθείς, μπορεί και να προβληματιστείς λιγουλάκι. Να σε δω τι θα κάνεις, όταν τη βιώσεις κιόλας.
Η μυστηριώδης DJ σε κοιτάζει επίμονα. Όχι εσένα, το δαίμονά κοιτάζει, που κοιμάται μέσα σου. Και τον ξυπνάει και τον βγάζει. Ο δαίμονας δεν πετάει, δεν βγάζει φλόγες, ούτε άναρθρες κραυγές. Μόνο σε κοιτάει, με κατανόηση και αγάπη. Σε οδηγεί στον γκρεμό της πιο βρόμικης τουαλέτας που υπάρχει στον πλανήτη γη και σε βάζει να δεις στον καθρέφτη. Κοιτάς απευθείας στα μάτια, χάνεσαι στη δίνη του σκοταδιού. Απλώνεις το χέρι να ακουμπήσεις το χάος και χτυπάς το τζάμι.
Πλένεις τα χέρια σου με το φθηνό υγρό σαπούνι με άρωμα τριαντάφυλλο. Όλα τα λιβάδια της γης στο άρωμα του φθηνού σαπουνιού.
Βγαίνεις από την απομόνωση της τουαλέτας και περπατάς στο μπαρ. Τι παράξενα όντα, σκέφτεσαι. Μετά από μια κουραστική εβδομάδα κανονικότητας, κλείνονται μέσα σε ένα κλειστό, σκοτεινό, γεμάτο καπνίλα χώρο και ακούνε δυνατά μουσική, χωρίς να μπορούν να μιλήσουν. Εδώ δεν έχει like, tag, σχόλια και άλλα τέτοια. Όλοι χορεύουν, γελάνε, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Κοίτα να δεις, φιλιούνται …
Στρίβεις ακόμα ένα με τα ροζ χαρτάκια, ρουφάς και ακούς αυτό. Χτυπάς το πόδι δυνατά και ρυθμικά και παραγγέλνεις ακόμα ένα ποτό.
Το πίνεις, τραβάς την βαριά πόρτα βγαίνεις στον καθαρό αέρα και βλέπεις απέναντι έναν να παραπατάει. Πας να φύγεις, αλλά σου έρχεται μια ρουκέτα εμετού από το στομάχι. Ξερνάς γονατισμένος στο δρόμο βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Νιώθεις ένα χέρι να σου κρατάει το κεφάλι. Είναι ο μεθυσμένος άγγελος που είδες πριν λίγο. Σε ρωτάει αν είσαι καλά και αν μπορείς να γυρίσεις σπίτι. Του κάνεις ένα νεύμα, σου χτυπάει τον ώμο και φεύγει.
Σηκώνεσαι και περπατάς το δρόμο για την Τούμπα. Τη Δευτέρα πρέπει να πας πάλι στο ΙΚΑ και στο ΤΣΜΕΔΕ. Πρέπει να συνέρθεις, να πάρεις το νουμεράκι σου και να σταθείς στην ουρά.
Όπως πρέπει, όπως κάνουν όλοι.