in

Το ζωτικό μας ψεύδος. Της Μαγδαληνής Αθανασιάδου

«…μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.»

Οι αναγωγές σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους και οι συγκρίσεις με αυτές στη βάση κάποιων υπαρκτών ή κατ’ επίφαση κοινών στοιχείων, αποτελεί ένα μάλλον κοινότοπο φαινόμενο. Παρά τις επιφυλάξεις των ιστορικών για την αναγκαιότητα αλλά και την ακρίβεια τέτοιων αναγωγών, πολίτες και δημοσιολόγοι συχνά καταφεύγουν σε αυτές περισσότερο εκκινώντας από μία αίσθηση οικειότητας και ανάγκης να ψηλαφήσουν παρόμοιες συγκυρίες με την ελπίδα να προφητεύσουν μία εκδοχή του μέλλοντος ή και να αποτρέψουν την επανάληψη ενός κακού σεναρίου και λιγότερο με σκοπό να συνθέσουν έναν τεκμηριωμένο ιστορικό λόγο.

Η παρούσα συγκυρία συντίθεται από πολλά και μάλλον ετερόκλητα στοιχεία: τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη διαρκή αναμετάδοση περιστατικών κάθε λογής βίας, την «αποκάλυψη» σκανδάλων, την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, τη φτώχεια, την εξαθλίωση, την κατάλυση κάθε έννοιας κράτους πρόνοιας και κράτους δικαίου∙ πλάι σε αυτά παρακολουθούμε κατά καιρούς συζητήσεις για έκπτωτους και μη βασιλιάδες ενώ οι εκδηλώσεις πατριωτισμού και η εκφώνηση φλογερών ελληνοχριστιανικών λόγων στη χώρα και κυρίως στην πόλη μας αποτελούν μία μόνιμη σταθερά.

Με ποια λοιπόν εποχή θα μπορούσε κάποιος να συγκρίνει τη δική μας;

Στον δικό μου νου επανέρχεται σταθερά, καιρό τώρα, η αλεξανδρινή εποχή∙ μία εποχή στην οποία δεν αποδίδεται μεγάλη σημασία και υποεκπροσωπείται σταθερά στη σχολική ιστορία.

Η εποχή αυτή αποτελούσε το αγαπημένο ιστορικό πλαίσιο των ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη, του μεγάλου Έλληνα ποιητή της διασποράς και συνάρθρωνε αντιφατικά όσο και ενδιαφέροντα στοιχεία: τα κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα (στωικισμός, σκεπτικισμός, επικουρισμός) έστρεψαν την προσοχή τους από τον ανιδιοτελή στοχασμό στη μέριμνα για την ατομική ασφάλεια∙ η έγνοια που κυριαρχούσε στην κλασική εποχή για την πόλη, τώρα πέρασε σε δεύτερη μοίρα1. Οι παραπάνω φιλοσοφικές θεωρήσεις ανταποκρίνονταν στην αντίστοιχη ιστορική και πολιτική συγκυρία: στις αχανείς αυτοκρατορίες των διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου, αναπτύχθηκε ένα νέο αίσθημα απέναντι στη ζωή. Εντυπώθηκε η αίσθηση αδυναμίας για πολιτική παρέμβαση και στον πυρήνα των πνευματικών αναζητήσεων βρισκόταν η ατομική λύτρωση, η οποία υπερακόντιζε την πολιτική στράτευση. Η αποπολιτικοποίηση επικράτησε στις ελληνικές πόλεις, οι οποίες υποτάχθηκαν στη μοναρχική εξουσία των ελληνιστικών ηγεμόνων αν και, κατά βάθος τη θεωρούσαν απαράδεκτη και αν είχαν δυνατότητα επιλογής θα επέλεγαν την πολιτική αυτοκυριαρχία2. Αναπτύχθηκε ο ευεργετισμός, το φαινόμενο κατά το οποίο ένας ηγέτης ή ισχυρός άνδρας εμφανιζόταν ως ευεργέτης των πόλεων πραγματοποιώντας δωρεές, μειώνοντας τους φόρους, συνεισφέροντας στην οικοδομική συγκρότηση της πόλης, παρέχοντας απρόσκοπτο ανεφοδιασμό ή σωτηρία από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Οι πόλεις με τη σειρά τους έδειχναν εύνοια προς τον βασιλιά κι έτσι αυξανόταν το κύρος και η αναγνώριση του τελευταίου3.

Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο τοποθέτησε ο Κ.Π. Καβάφης το ποίημά του Αλεξανδρινοί βασιλείς. Την έμπνευση άντλησε από τους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου. Πρόκειται για την τελετή των Δωρεών στα 34 π.Χ., κατά την οποία ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα κατακύρωσαν τα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Μ. Αλέξανδρος στην Κλεοπάτρα και τα παιδιά της προκειμένου κατόπιν να ιδρύσουν μία ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Καβάφης βέβαια μεταπλάθει την αρχική πηγή του με τρόπο που να δίνει έμφαση όχι στον Μάρκο Αντώνιο, την παρουσία του οποίου παραλείπει, αλλά στο πλήθος των Αλεξανδρινών. Μπορούμε να παραθέσουμε τη δεύτερη ενότητα του ποιήματος (την πρώτη μονοπωλεί ο τελετουργικός και επίσημος τόνος της τελετής):

Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική, ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό, το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης, των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη, ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά (της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)· κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή, κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα, γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—

μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.

Στην ενότητα αυτή ανατρέπεται πλήρως η επιφανειακή μεγαλοπρέπεια της προηγούμενης. Η έμφαση δίνεται στο πολιτικό ήθος των αρχόντων και των αρχομένων: οι ισχυροί παίζουν πολιτικό θέατρο για να εντυπωσιάσουν τους υπηκόους ενώ οι Αλεξανδρινοί ενδύονται τον δικό τους ρόλο προσποιούμενοι ότι ανταποκρίνονται στους άρχοντές τους. Το πλήθος αυτό είναι, για τον Καβάφη, συνώνυμο του πάθους∙ ο άνθρωπος του πλήθους βαδίζει προς το πάθος του γιατί εκεί αισθάνεται να βιώνει πιο έντονα τον εαυτό του4.«Αυτές οι βασιλείες» είναι μία παράσταση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια μιας και αφορούσε εδαφικές επικράτειες που δεν ελέγχονταν και άρα δεν δικαιώνονταν οι τίτλοι που συνεπάγονταν αυτές οι διεκδικήσεις. Αξιοσημείωτο είναι πως η «εθνική περηφάνια» των Αλεξανδρινών παραμένει αλώβητη παρά το ότι ήξευραν τι άξιζαν αυτά, είχαν δηλαδή πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας5.

Το οξύμωρο αυτό σχήμα είναι πλήρως εναρμονισμένο με την εποχή τους, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ενσαρκώνει πλέον το ιδεώδες του καλού καγαθού ανδρός της κλασικής πόλης αλλά αποθεώνει τον ατομισμό και την εκλεπτυσμένη ομορφιά κι έτσι δεν βλέπει την καταστροφή που έρχεται.

Το ποίημα δομείται στη βάση αντιθέσεων: ανάμεσα στη λαμπερή εικόνα της τελετουργίας και την πραγματικότητα, ανάμεσα στον ψευδή και πραγματικό εαυτό∙ σε τελική ανάλυση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι.

Το ερώτημα είναι γιατί ενώ οι πολίτες βλέπουν την καταστροφή να έρχεται και έχουν πλήρη συνείδηση της κατάστασης, επιλέγουν να παίζουν έναν τέτοιο ρόλο και να αποτελούν μέρος ενός ψευδούς θεάματος;

Μ’ αυτό το ερώτημα θα περάσω στη δική μας εποχή. Τα χαρακτηριστικά της είναι εξίσου ετερόκλητα και αντιφατικά, όπως και στην ελληνιστική περίοδο: απαξίωση για τη συμμετοχή στους πολιτικούς θεσμούς και την πολιτική εν γένει, ηγέτες «λιγοστοί», εθνικοί «ευεργέτες» που κάνουν «δωρεές» για να απαλλάσσονται από την φορολόγηση, ρητορική κυριαρχία του «δικαιωματισμού» ακόμα και στον συντηρητικό πολιτικό λόγο σε μία εποχή που τείνουν να καταργηθούν και τα τελευταία ίχνη πολιτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, αποθέωση του ιδεώδους της «αυτοπραγμάτωσης» και του «ηδονισμού», τα οποία ωστόσο υπόρρητα βασίζονται στην κουλτούρα της μαζικής κατανάλωσης6 και μεγαλειώδεις τελετουργίες με φόντο τη διαρκή οικονομική εξαθλίωση.

Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει ως αναλυτικό εργαλείο κατανόησης αυτών των αντιφάσεων το «ζωτικό ψεύδος» που καθιερώθηκε από τον Ερρίκο Ίψεν στο έργο του «Η αγριόπαπια». Πρόκειται για τον μύθο εκείνο που κρατά ζωντανό έναν άνθρωπο και τον «προστατεύει» από την ασχήμια της πραγματικότητας.

Μας προστατεύει όμως εν τέλει;

Η «Ελλάς» των «Ελλήνων» «χριστιανών» μπορεί να σώσει σήμερα τη χώρα, κρίνοντας από το ηθικό ποιόν των πολιτικών φορέων της; ή μήπως πρόκειται για την Ελλάδα που πλήγωνε θανάσιμα τον Γ. Σεφέρη γιατί εκμαύλιζε λέξεις ιερές προκειμένου αυτοί που τις προφασίζονταν να πράττουν τα αντίθετα από το πραγματικό νόημά τους; Ο Ιησούς Χριστός όταν ενανθρωπίστηκε και κατέβηκε στη γη στράφηκε πρωτίστως εναντίον εκείνων που επικαλούμενοι το όνομά του μετέτρεψαν τον οίκο του Θεού σε οίκο του εμπορίου, εναντίον των «τοκιζόντων» που έκλεβαν το ψωμί από τους φτωχούς, εναντίον των Φαρισαίων που επιδεικτικά μοίραζαν ψίχουλα στους φτωχούς αλλά δεν μοιράζονταν τα υπάρχοντά τους, εναντίον εκείνων που δεν είχαν μέσα τους αγάπη και αλληλεγγύη για τους ξένους/άλλους – υπάρχει άραγε αυτό το κοινωνικό όραμα σε όσους σταθερά πλην ασαφώς επικαλούνται την «εθνική ασφάλεια»;

Στην αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη ο άνθρωπος αποτελούσε το μέτρο των πάντων. Όποιος διασάλευε την ηθική τάξη διέπραττε «ύβρη» και η «κάθαρσις» ερχόταν για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη. Κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από το προκαθορισμένο αυτό σχήμα, από την ειμαρμένη του.

Ο ήρωας της «αγριόπαπιας» δεν ξέφυγε: όταν ήρθε αντιμέτωπος με την πλάνη του έχασε την αγαπημένη του κόρη. Ούτε και ο Αντώνιος με την Κλεοπάτρα ξέφυγαν: τέσσερα χρόνια μετά την τελετή των δωρεών, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα εκτοπίσει οριστικά τον ελληνιστικό κόσμο∙ ο Αντώνιος με την Κλεοπάτρα θα αυτοκτονήσουν, ο Καισαρίων θα εκτελεστεί και με τα μικρά του αδέρφια θα συρθούν αιχμάλωτοι στη Ρώμη προκειμένου να αποτελέσουν μέρος μιας άλλης τελετής, αυτή τη φορά του Οκταβιανού καθώς εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη7.

Ακόμα και η κλασική Αθήνα, η πόλη – πρότυπο της κλασικής εποχής, ηττήθηκε από τη Σπάρτη στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.), τον οποίο τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Θουκυδίδης και δέχτηκε τους ταπεινωτικούς όρους που της επέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι. Το «γιατί» της ήττας μπορεί να είναι πολυαιτιακό αλλά η παθολογία του πολέμου στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου όπου ο σπουδαίος αρχαίος ιστορικός περιγράφει την κατάπτωση των ηθών κατά τη διάρκεια του πολέμου, μας διδάσκει πως ανεξάρτητα από τις υπαρκτές εξωτερικές απειλές, η Αθήνα πέφτει μόνο από την Αθήνα.

1 A.A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία. Στωικοί, επικούρειοι, σκεπτικοί, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1997, σσ. 20 – 22.

2 HansJoachim Gehrke, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2007, σσ. 18 – 19, 83.

3 Ο.π., σ. 84.

4 Ι. Α. Σαρεγιάννης, «Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους» στο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 184.

5 Σόνια Ιλίνσκαγια,

6 Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, Αθήνα: Θεμέλιο, 2007, σ. 233.

7 Σόνια Ιλίνσκαγια,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο Άρης Στυλιανού απαντά στις ερωτήσεις του Alterthess

Εκλογές 2023: Πώς απάντησαν οι υποψήφιοι/ες των κομμάτων στις ερωτήσεις του Alterthess