Πώς θα θυμόμαστε, άραγε, μετά από μερικά χρόνια, τις τωρινές μέρες; Ποια ανάμνηση όσων συμβαίνουν θα έχει η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας; Τι θα σημαίνει η αναφορά στις μέρες του Σεπτεμβρίου του 2016;
Αν επιχειρήσουμε τότε να τις ανακαλέσουμε στη μνήμη μας χρησιμοποιώντας την τρέχουσα ειδησεογραφία, η εικόνα θα κατακλύζεται απόλυτα από τη θεματολογία των «σκανδάλων», με κυρίαρχο το όνομα του Καλογρίτσα. Τηλεοπτικές άδειες, «έλεγχος» του πεδίου, Ιθάκη, Attica (όνομα με δυσοίωνες συνδηλώσεις λόγω των διάσημων συνονόματων αμερικανικών φυλακών) τα θέματα και μαζί μια λυσσαλέα, πραγματικά, επίθεση βασικών εκπροσώπων του ελληνικού κεφαλαίου στην κυβέρνηση Τσίπρα. Με πρωτεργάτες, μάλιστα, κάποιους που κάθε άλλο παρά εμπόδια έθεταν, μέχρι πρόσφατα ακόμη, στην πολιτεία της –με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Βαρδινογιάννη του Star και τον Κοντομηνά (μετά του Λαζόπουλου) του Alpha.
Το τι έχει συμβεί είναι, νομίζω, ηλίου φαεινότερον. Κάτι όσα δεν υπολόγισε καθόλου σωστά η κυβέρνηση, κάτι το γεγονός πως ένα τμήμα της πίστεψε, εδώ και καιρό, πως μπορεί να παίξει στα «μεγάλα κόλπα», κάτι μια σειρά από διαχειριστικές αστοχίες, το πράγμα ξέφυγε. Το βασικότερο, όμως, όλων είναι πως, στο θέμα του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, πορεύτηκε με αποκλειστικά αγοραίους όρους, χωρίς ίχνος έγνοιας για μια ποιοτική, που σημαίνει μετασχηματιστική, παρέμβαση, όπως θα ήταν για παράδειγμα η παροχή δυνατότητας εκπομπής σε συνεταιριστικά και αυτοδιαχειριζόμενα σχήματα. Αυτό την έκανε μέρος της αγοραίας σύγκρουσης, που σκηνογράφησε η ίδια. Και τώρα κυκλοφορεί παραζαλισμένη ανάμεσα στα πόδια των βουβαλιών, που χοροπηδούν σε αγαστό συντονισμό.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως, με τούτα και με κείνα, γιγαντώθηκε ένα κύμα αντιδραστικού λαϊκισμού, που επιτίθεται σε όλα τα επίπεδα. Από το πρόγραμμα των Θρησκευτικών στα σχολεία μέχρι την επαναφορά του εκθειασμού της «αριστείας» και της ιδιωτικής εκπαίδευσης, από την διαρκή «αποκάλυψη των τεράστιων δημόσιων δαπανών» μέχρι την επιθετική υπεράσπιση των ιδιωτικοποιήσεων και χίλια άλλα, η αυθεντική νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά επανακάμπτει πλησίστια και με τεράστια αυτοπεποίθηση. Ένας μαχητικός μπουρζουάδικος λαϊκισμός, από το «πρόγραμμα» -προγραφή του Κυριάκου μέχρι τον υστερικό σουσουδισμό του Σταύρου Θεοδωράκη και του βουλευτικού τσίρκου του, καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στη δημόσια συζήτηση.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε πόσο απαξιωμένες ή αδιάφορες είχαν καταντήσει μέχρι πριν ένα χρόνο οι νεοφιλελεύθερες και ακραιοκεντρώες αναλύσεις και τοποθετήσεις, πόση ντροπή και χλευασμός ακολουθούσε τους φορείς τους, πόσο κρύβονταν οι σαμαροβενιζέλοι από τη δημόσια θέα φοβούμενοι τη διάχυτη και πλειοψηφική οργή και απαξίωση από τον κόσμο –ούτε μια συγκέντρωση στις εκλογές δεν τολμούσαν να κάνουν, πόσο μάλλον να κυκλοφορήσουν στο δρόμο.
Αξίζει, επίσης, να θυμηθούμε πόσο ξεφτιλισμένα ήταν τα κανάλια στο σύνολό τους, πόσο γελοίοι θεωρούταν από την κοινωνία οι κήνσορες δημοσιογράφοι, πόσο γραμμένους τους είχαν όλους, όπως πολλές φορές αποδείχτηκε, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα.
Και αξίζει να τα θυμηθούμε, για να καταλάβουμε τι συνέβη ακριβώς στο ενδιάμεσο.
Αυτό που συνέβη, λοιπόν, είναι πως η αποδοχή της συνέχισης του μνημονιακού καθεστώτος και της κοινωνικής καταστροφής, που συνδέεται μαζί του ως η άλλη του όψη, περιόρισε σε τέτοιο βαθμό τα περιθώρια άσκησης πολιτικής από την κυβέρνηση Τσίπρα –Καμμένου, που είπε να το ρίξει στον «προοδευτικό εκσυγχρονισμό», δια της μεθόδου «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Εξελίχτηκε έτσι στην πιο δεξιά εκδοχή του πιο δεξιού ευρωκομμουνισμού, που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί.
Γιατί, εκτός των άλλων, είχε και σύμμαχο –τρομάρα μας –ένα αντιδραστικό μόρφωμα, τους ΑΝΕΛ, που δεν αγαπούν ιδιαίτερα τους πρόσφυγες, ενώ λατρεύουν τον στρατό, που έχουν πολλές φορές αποκαλύψει «τρομοκράτες», την ίδια στιγμή που είναι χούλιγκαν –οπαδοί της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, που αγαπούν την επιχειρηματικότητα όσο και την Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία. Που πάει να πει, ο βασικός κυβερνητικός εταίρος όχι μόνο στον αστικοδημοκρατικό (sic) εκσυγχρονισμό δεν θα συνέπραττε, αλλά, επιπλέον, επέβαλλε, όποτε το ήθελε, και πολιτιστικές νόρμες, του τύπου χορεύουμε τσάμικα στις παρελάσεις.
Δύσκολος, λοιπόν, ακόμη και ο εκσυγχρονισμός ή «η νομιμότητα». Δύσκολη η συμβολή στη δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού κράτους». Πολύ περισσότερο, όταν η υπηρέτηση του μνημονίου στερούσε κάθε κοινωνική στήριξη, ακόμη και στην πιο μικρή δημοκρατική τομή.
Δύσκολη, γενικώς, η ανακατωσιά με τα πίτουρα, υπό αυτούς τους όρους.
Και τώρα;
Τώρα, δυστυχώς, δεν είναι απίθανη μια κυβερνητική κατάρρευση, η οποία θα καταχωριστεί ως αποτέλεσμα «διαφθοράς», της απόλυτης «απόδειξης» πως «όλοι είναι ίδιοι», για τον πολύ κόσμο –όσο κι αν αυτό θα αδικήσει πολλούς.
Η ειρωνία είναι, σε μια τέτοια περίπτωση, πως όλα έγιναν υποτίθεται, για να αποτραπεί το σενάριο της αριστερής παρένθεσης. Η οποία, κι αν ακόμη συνέβαινε, πιθανότατα θα είχε μικρή διάρκεια. Σίγουρα, πάντως, θα άφηνε ένα εντελώς άλλο αποτύπωμα: μιας πολιτικής προσπάθειας τόσο βαθειά δικαιωμένης σε ό,τι αφορά τις επιδιώξεις της, ώστε η πιθανότητα για δυναμική επανάκαμψη θα ήταν εξαιρετικά αυξημένες.
Και μην πει κανείς πως κάνω «υποθετική ιστορία». Υποθετική ιστορία κάνει ο πρωθυπουργός, όταν διαρκώς ισχυρίζεται πως εάν δεν έκανε όσα έκανε, «θα είχαμε καταστραφεί» -ενώ τώρα σωθήκαμε!
Ακούστε πώς το έθεσε στην τελευταία ΚΕ του κόμματός του: «Επιλέξαμε να αγωνιστούμε από θέσεις ευθύνης και όχι από τη θέση του σχολιαστή των εξελίξεων∙ όπως κάποιοι άλλοι σύντροφοί μας παλιοί ή σύντροφοί μας στην Αριστερά γενικότερα […] Το επιλέγουν ιστορικά να είναι σχολιαστές […] Εμείς επιλέξαμε να είμαστε στην πρώτη γραμμή[…] Επιλέξαμε να είμαστε η Αριστερά του αποτελέσματος». Που σημαίνει, προφανώς, πως όσοι και όσες στην Αριστερά δεν είναι, από πρόθεση ή από συνθήκη, στην «κυβερνώσα», δεν κάνουν παρά για σχολιαστές. Όπως ο Μπαμπέφ, ο Μπλανκί, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Κάουτσκι, η Λούξεμπουργκ, ο Γκράμσι, ο Σερζ, ο Μαριατέγκι, οι άνθρωποι των εξεγέρσεων του ’68, όλοι όσοι έφαγαν τη ζωή τους για χαμένους, «από την οπτική της κυβέρνησης», αγώνες. Οι οποίοι, μάθαμε, πως υπήρξαν «σχολιαστές», μαζί, φαντάζομαι, με τους ανθρώπους των κοινωνικών ιατρείων, των εργατικών αντιστάσεων, των αμυντικών αγώνων για την υπεράσπιση της ζωής και της αξιοπρέπειας σε όλον τον κόσμο, των χαμένων επαναστάσεων, αιώνες τώρα.
Θα μπορούσαμε να πούμε: «οὐ γὰρ οἴδασι τί λέγουσι». Μόνο που τα λόγια εδώ είναι πράξεις. Και δείχνουν, εκτός των άλλων, και μια απίστευτη προπέτεια, όταν λέγεται πως το 99% της ιστορίας της Αριστεράς –ως μη «κυβερνώσας»– είναι ιστορία σχολιαστών! Διαβάστε το ξανά και πείτε μου ότι τον αδικώ.
Το καίριο ερώτημα παραμένει: και τώρα;
Τώρα βρισκόμαστε μπροστά τόσο στην πιθανότητα μιας πτώσης της κυβέρνησης, υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν παραπάνω, όσο και στη συνέχιση της πορείας, που, ανεξάρτητα από το προηγούμενα, μετατρέπει τη χώρα σε παγκόσμιο παράδειγμα αποτυχημένου κράτους, εντελώς αδύναμου να προσφέρει τα στοιχειώδη στην κοινωνική πλειοψηφία.
Καθόλου καλή προοπτική, προφανώς!
Μοιάζει να βρισκόμαστε, τηρουμένων των αναλογιών, που είναι πολύ σε βάρος μας, μπροστά σε κάτι σαν το βρετανικό 1979, αμέσως μετά τον φοβερό «χειμώνα της μεγάλης δυσφορίας»: η κυβέρνηση των Εργατικών έπεφτε, λόγω της υλοποίησης του προγράμματος του ΔΝΤ, και έρχονταν η Θάτσερ, για να αλλάξει ως κοινωνικός οδοστρωτήρας την σύγχρονη ιστορία.
Αν είναι έτσι, δεν υπάρχουν πολυτέλειες. Το σύνολο όσων στοχεύουν στην ανατροπή του ζόφου, που μας τρώει, πρέπει, χωρίς πολλά πολλά, να αρχίσουν να βρίσκονται, να σκέφτονται από κοινού και να κινούνται.
Γιατί, χωρίς αμφιβολία, όσα συμβαίνουν είναι ακραία και οδηγούν σε ακόμη χειρότερα.