Κώστας Παπαδάκης, Το «άλλο άκρο» στο εδώλιο: Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά;, Τόπος 2020, σσ.: 249
Η πρωτοβουλία της Εφημερίδας των Συντακτών –οριακή, αλλά με ευγενές κίνητρο–, δεν βρήκε μιμητές στον αστικό κόσμο, πολιτικό και δημοσιογραφικό. Στο πολυσυζητημένο αφιέρωμα του Σαββάτου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαναφέρει τη συνταγή (μη) αντιμετώπισης της ναζιστικής βίας, που επικράτησε ως και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, στο όνομα των «δύο άκρων»: «Η μήτρα της υπήρξε ο τυφλός λαϊκισμός […] ο πολιτικός κόσμος [α]δράνησε μπροστά στον κίνδυνο που αναπτυσσόταν στα θολά νερά των “αντιμνημονίων” […] και στις πλατείες των “αγανακτισμένων”». Στο ίδιο αφιέρωμα, και «ξεχνώντας» την πολιτεία Μπαλτάκου, ο Αντώνης Σαμαράς συμψηφίζει τα «άκρα» ακόμα πιο κυνικά: «Κάποιοι είναι “αντιφασίστες” μόνο στην …μπουνάτσα […] Βρέθηκα αρκετά μόνος τότε […] και οι νεκροί της Μαρφίν ζητούν δικαίωση…». Από τις μεγάλες αστικές εφημερίδες της Κυριακής 4.10.2020, πρωτοσέλιδη αναφορά στη δίκη έχει μόνο το Βήμα. Σαν για να βγάλει την υποχρέωση, η Καθημερινή παραχώνει στη σελίδα 11 ένα πλήρως αποστασιοποιημένο ρεπορτάζ: «Η ώρα της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής – Η έδρα θα κρίνει εάν η Χ.Α. αποτελεί εγκληματική οργάνωση».
Σιωπή, αποστασιοποίηση, συγκάλυψη
Αφωνία, διακριτική αποστασιοποίηση, συμψηφισμοί αριστερών και ναζιστικών «άκρων»: τίποτα από αυτά δεν θυμίζει Σεπτέμβρη του 2013. Τότε, λίγο μετά τη δολοφονία Φύσσα. ο Νίκος Δένδιας ζητούσε από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διερευνήσει ποινικά τη δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής στο σύνολό της ως εγκληματικής οργάνωσης: για μερικές εβδομάδες, η δίωξη της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το πρώτο θέμα σε όλα ανεξαιρέτως τα ΜΜΕ, με πολύωρα ρεπορτάζ και πολυσέλιδα αφιερώματα. Η Χρυσή Αυγή έπαυε να είναι η χρήσιμη εκτροπή των αντιστάσεων στη διαχείριση της κρίσης (όπως ωραία το έθετε στο βιβλίο του γι’ αυτήν ο Μάριος Εμμανουηλίδης). Κι ακόμα και οι πρωταγωνιστές στη συγκάλυψη των εγκλημάτων της θεωρούσαν υποχρέωσή τους να πάρουν θέση. Τότε, εν μέσω μαχητικών αντιφασιστικών διαδηλώσεων και κατακραυγής από τον ξένο Τύπο, δεν υπήρχε φυσικά ούτε ζήτημα παραβίασης της ουδετερότητας της δικαστικής εξουσίας (το χτεσινό «η έδρα θα κρίνει εάν…» της Καθημερινής), ούτε «δίωξης πολιτικής σκοπιμότητας», όπως υποκριτικά διαμαρτύρονταν οι ναζιστές. Πολιτική σκοπιμότητα ήταν οι μέχρι πρότινος συμψηφισμοί, η αφωνία, η συγκάλυψη.
Προφανώς, η δίκη της Χρυσής Αυγής δεν ήταν υπόθεση αποκλειστικά των συνεπών αντιφασιστών, δηλαδή της Αριστεράς και των αναρχικών: τα ρεπορτάζ του Έθνους και του 9,84, οι παρεμβάσεις κεντροαριστερών ακαδημαϊκών ή νομικών γύρω από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το «πολύχωρωμο» Παρατηρητήριο για τη Δίκη δούλεψαν θαυμάσια μαζί με την Πολιτική Αγωγή, το OMNIA, τον Αντιφασιστικό Συντονισμό και τις εφημερίδες όλου του φάσματος της Αριστεράς. Εξίσου ασφαλώς, όμως, η μεγάλη πλειονότητα του φιλελεύθερου κόσμου επέστρεψε γρήγορα στα καθιερωμένα: στην αφωνία, τις υπεκφυγές περί «τυφλής δικαιοσύνης» και τις απόπειρες συμψηφισμού της ναζιστικής εγκληματικής δράσης με το αριστερό-αντιεξουσιαστικό «άκρο».
Αν λοιπόν η «εικαζόμενη βούληση της εκτελεστικής εξουσίας» παίζει και σήμερα το ρόλο που έπαιξε σε ιστορικές δίκες –τη δίκη των δωσιλόγων, τη δίκη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ή τη δίκη των απριλιανών δικτατόρων–, η βούληση αυτή αποδεικνύεται και σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, ασθενής – ιδίως για τους 20+19 κατηγορούμενους για ένταξη ή διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση. Τη νομική έκφραση αυτής της αδύναμης θέλησης αποδομεί έξοχα στο βιβλίο του ο Κώστας Παπαδάκης, συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής στην υπόθεση των Αιγύπτιων ψαράδων.
Η υπεράσπιση της Χρυσής Αυγής δεν είχε πρόβλημα με το 187ΠΚ
Ως και τη δίκη της Χρυσής Αυγής, ο Παπαδάκης βρισκόταν στην πλευρά της υπεράσπισης διωκόμενων με βάση το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, ως μελών οργανώσεων της άκρας Αριστεράς· ο ίδιος, δε, έχει αρθρογραφήσει εναντίον του 187ΠΚ, αναδεικνύοντας την πολιτική σκοπιμότητα των «αντιτρομοκρατικών» διώξεων. Η υπεράσπιση της Χρυσής Αυγής επισήμανε την αντίφαση αυτή – χωρίς, ωστόσο, να αμφισβητεί επί της ουσίας το 187ΠΚ. Σχολιάζει ο Παπαδάκης:
Είχαν την ευκαιρία και περίμενα ότι θα το κάνουν. Να υποβάλουν ενστάσεις αντισυνταγματικότητας με βάση τα όσα ανέφερα στα κείμενά μου που διάβαζαν. Να υπερασπιστούν το πολιτικό έγκλημα που λένε ότι τους αποδίδεται και να διεκδικήσουν την υπαγωγή της υπόθεσης σε Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο […] Να προσβάλουν το Π.Κ. 187 ως αντισυνταγματικό, με το σκεπτικό ότι δεν τιμωρεί πράξεις αλλά φρονήματα. Αυτά δηλαδή που ζητάμε εμείς όταν έχουμε πολιτικές δίκες. Αν έκαναν αυτά [θ]α έφευγα από τη δίκη για να μην καταπατήσω τις αρχές μου. Αλλά πού τέτοια υπερασπιστική επιλογή! Οι κατηγορούμενοι όχι μόνο ουσιαστικές ενστάσεις δεν προέβαλαν, αλλά νομιμοποίησαν και με τις ερωτήσεις τους ακόμη και τους προστατευόμενους μάρτυρες (σ. 36).
Το τείχος της ανοχής: πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο
Η υπεράσπιση της Χρυσής Αυγής αμφισβήτησε το κατηγορητήριο, όχι αμφισβητώντας το 187ΠΚ ως αντισυνταγματικό, αλλά ισχυριζόμενη κάτι που κανείς νομοθέτης δεν είχε ισχυριστεί από το 2001 που ισχύει το 187ΠΚ: ότι εγκληματική οργάνωση όπως την περιγράφει το άρθρο 187ΠΚ υφίσταται μόνο εάν η οργάνωση αυτή έχει οικονομικό κίνητρο. Το χειρότερο για το τείχος της ανοχής: τον περιορισμό της εγκληματικής οργάνωσης στο οικονομικό κίνητρο φαίνεται να επιδίωκε τουλάχιστον ως το 2014 η τότε κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.
Όπως θυμίζει ο Παπαδάκης (σ. 40-42), τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, όταν το κατηγορητήριο για τη Χρυσή Αυγή περιοριζόταν στο 187ΠΚ (ένταξη και διεύθυνση σε εγκληματική οργάνωση), ρεπορτάζ του Βήματος αποκάλυπτε την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να τροποποιήσει το 187ΠΚ «προκειμένου να καταστήσει ως στοιχείο του αδικήματος τον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους», επικαλούμενη τη Σύμβαση του Παλέρμο που είχε υπογράψει η Ελλάδα το 2000.
Ο Παπαδάκης αποδομεί καταιγιστικά αυτές τις επιδιώξεις του τείχους της ανοχής:
* Η Σύμβαση του Παλέρμο, λέει, πράγματι έθεσε ως βασικό στόχο την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος που επιδιώκει οικονομικό όφελος. Αλλά δεν έθεσε το οικονομικό όφελος ως αποκλειστικό σκοπό (σ. 29).
* Η ίδια Σύμβαση (άρθρο 34, παρ. 3) προβλέπει ότι «κάθε κράτος-μέλος μπορεί να υιοθετεί μέτρα σοβαρότερα ή αυστηρότερα από αυτά που προβλέπονται στη σύμβαση για την πρόληψη και την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος» (σ. 29). Ούτε εδώ, λοιπόν, βρίσκει έρεισμα ο περιορισμός στο «αποκλειστικά οικονομικό κίνητρο».
* Η πρώτη αναφορά της υπεράσπισης στη Σύμβαση του Παλέρμο γίνεται μόλις στις 27.10.2014, στο υπόμνημα Μιχαλολιάκου προς το Συμβούλιο Εφετών (σ. 43).
* Στις 5.2.2015, μέρα που το Συμβούλιο Εφετών εξέδωσε το βούλευμα με το οποίο η Χρυσή Αυγή οδηγήθηκε στη δίκη με βάση το 187ΠΚ, ο μειοψηφήσας εφέτης πρότεινε οι κατηγορούμενοι να μην διωχθούν με βάση το άρθρο αυτό, με βάση …το Παλέρμο. Ο ίδιος, όμως, παρέβλεψε έτσι ένα σωρό κρίσιμα πράγματα (σ. 44-47):
– ότι η ελληνική έννομη τάξη δεν είναι ούτως ή άλλως υποχρεωμένη να εφαρμόσει μια διεθνή σύμβαση, όπως αυτή του Παλέρμο, στο βαθμό που η σύμβαση αυτή δεν αφορά θεμελιώδεις ελευθερίες.
– ότι η ίδια η Σύμβαση του Παλέρμο δεν αποκλείει τα μη οικονομικά κίνητρα για να οριστεί μια εγκληματική οργάνωση.
– ότι στη Σύμβαση το οικονομικό κίνητρο συνιστά επιβαρυντική περίσταση για την εγκληματική οργάνωση – δεν είναι, όμως, το κίνητρο που την προσδιορίζει.
– ότι ο βρετανικός, γαλλικός, γερμανικός, βελγικός, ιταλικός και ισπανικός ποινικός κώδικας δεν ασχολούνται, και πάντως δεν ιεραρχούν ως μείζον, το οικονομικό στοιχείο.
Γιατί η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση
Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, πώς αποδεικνύεται η ένταξη μέλους σε εγκληματική οργάνωση (η κατηγορία δεν αφορά τη συγκρότηση); Απαντά ο Παπαδάκης:
Εγγραφή σε καταλόγους μελών, φωτογραφίες και βίντεο από συγκεντρώσεις με στολές, ανάληψη εργασίας σε γραφεία της οργάνωσης, προτροπές στο διαδίκτυο, κατασχεθέντα σύμβολα της εγκληματικής οργάνωσης στην κατοχή τους, συμμετοχή σε στρατιωτική εκπαίδευση και βέβαια διάπραξη αξιόποινων πράξεων (σ. 59).
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι οι εγκληματικές πράξεις του 187ΠΚ, με βάση και ανάλογες δίκες στο παρελθόν, δεν είναι υποχρεωτικό να αποτελούν αποκλειστική δραστηριότητα ή κύριο σκοπό της εγκληματικής οργάνωσης: η Χρυσή Αυγή, με άλλα λόγια, μπορεί κάλλιστα να υποδύεται και το «νόμιμο κόμμα» – είναι, όμως, η αποδεδειγμένη δράση των ταγμάτων εφόδου, ο οπλισμός και το «ό,τι κινείται, σφάζεται, αν δώσει το οκέι ο Λαγός», αυτά που επιβεβαιώνουν συντριπτικά τον εγκληματικό χαρακτήρα της. Για τον χαρακτήρα αυτό, εξάλλου, δεν απαιτείται καν η συμμετοχή όλων των μελών της στην τέλεση κάθε εγκληματικής ενέργειας (σ. 56).
Στο σκανδαλώδες πόρισμά της, η εισαγγελέας αμφισβητεί ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση του είδους που περιγράφει το 187ΠΚ. Ο Ρουπακιάς, λέει, σκότωσε τον Φύσσα για να ανέβει στα μάτια των άλλων, χωρίς να υπάρχει εγκληματική οργάνωση. Αλλά τότε, αντιτείνει ο Παπαδάκης, «ποια ήταν η κλίμακα αξιών αυτών των άλλων, στα μάτια των οποίων επεδίωκε να ανέβει σκοτώνοντας»; (σ. 199). Η ίδια η εισαγγελέας μιλά για μεμονωμένα περιστατικά (σ. 216), αμφισβητεί ότι ο Φύσσας ήταν ο στόχος (σ. 217) θεωρεί ανεπαρκή τα στοιχεία που εισέφεραν οι μάρτυρες για να στοιχειοθετηθεί εγκληματική οργάνωση (217-8).
Ώρα της έδρας, ώρα του κινήματος
Με αδιανόητες ακροβασίες, κλείνοντας τα μάτια σε συντριπτικό αποδεικτικό υλικό, ο εφέτης της μειοψηφίας και η εισαγγελέας έχουν ήδη προσφέρει τη νομική βάση στο νομικο-πολιτικό τείχος της ανοχής: αυτό που άφησε ασύδοτη τη ναζιστική εγκληματική οργάνωση· η αφωνία και οι συμψηφισμοί Μέσων και πολιτικών, είναι το πολιτικό του εποικοδόμημα. Πριν από την «έδρα», λοιπόν, η απόφαση για την εγκληματική οργάνωση περνά από την παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος εκεί που πρέπει.