Το διαβόητο “success story” της κυβέρνησης κωδικοποιείται σε τρία σημεία: Πρωτογενές πλεόνασμα, έξοδος στις αγορές και σταμάτημα της ύφεσης. Ο πρώτος στόχος φαίνεται να επιτυγχάνεται οριακά και μάλιστα με τη βούλα της τρόικας, έστω κι αν απέχει από τα δισ. που προανήγγειλε και άρχισε να μοιράζει σε υποσχέσεις ο πρωθυπουργός. Βέβαια, δεν λύνει κανένα συγκεκριμένο πρόβλημα αφού η σταθεροποίηση του χρέους -που είναι και το ζητούμενο- απαιτεί υψηλά και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα. Όμως κερδίζει τουλάχιστον τις εντυπώσεις.
Ο δεύτερος στόχος, η έξοδος στις αγορές, είναι κάπως πιο περίπλοκο θέμα. Το σενάριο λέει πως γύρω στα μέσα του 2014, που θα τελειώσουν τα πακέτα στήριξης, το σύνολο των πληρωμών του ελληνικού κράτους θα ξεπερνάει το σύνολο των εισπράξεων και, συνεπώς, θα πρέπει να βρει επιπλέον δανεικά για να αποπληρώσει τα χρέη που λήγουν, το λεγόμενο χρηματοδοτικό κενό. Οι δύο λύσεις που εξετάζονται είναι είτε να βγει για δανεισμό στις αγορές είτε να λάβει νέο πακέτο βοήθειας. Η κυβέρνηση προωθεί την πρώτη λύση, αφενός γιατί έχει επενδύσει επικοινωνιακά αποδίδοντας στην έξοδο στις αγορές διαστάσεις εθνικής παλιγγενεσίας, αφετέρου γιατί ξέρει πως οποιαδήποτε νέα βοήθεια θα συνδέεται πιθανότατα με πίεση για λήψη νέων μέτρων.
Όμως μικρή σημασία έχει τι θέλει η κυβέρνηση αφού οι αποφάσεις δεν θα ληφθούν από αυτήν, αλλά από την τρόικα. Συγκεκριμένα, οι δανειστές έχουν να σταθμίσουν δύο πλευρές. Από τη μια, η έξοδος στις αγορές έχει και γι’ αυτούς επικοινωνιακή αξία αφού θα μεταφραστεί σαν επιτυχία του όλου προγράμματος. Επιπλέον, θα σηματοδοτήσει και τη σταδιακή απεμπλοκή τους από την Ελλάδα καθησυχάζοντας τον προβληματισμό για την υπερβολική έκθεση του επίσημου τομέα στο ελληνικό χρέος, που μέχρι στιγμής ξεπερνάει τα 210 δισ. – χωρίς να υπολογίζουμε τα ομόλογα που κρατούν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να λάβουν υπόψη τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες αν αρχίσουν πάλι να μαζεύουν ελληνικά ομόλογα. Χρειάζονται δηλαδή κάποιες εγγυήσεις βιωσιμότητας του χρέους που θα βρεθεί σε ιδιωτικά χέρια για να μην θεωρηθεί τοξικό και ξαναζήσουμε τις ημέρες του 2010. Γι’ αυτό θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η συζήτηση περί νέας αναδιάρθρωσης του χρέους.
Κι από εδώ περνάμε στον τρίτο στόχο, που αφορά την πραγματική οικονομία και σε τελική ανάλυση θα έπρεπε να μας αφορά περισσότερο από όλα. Τα δεδομένα έχουν ως εξής: Από το 2007 μέχρι το 2013 η Ελλάδα έχει χάσει σχεδόν το 25% του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους. Ας υποθέσουμε ότι όλα θα πάνε καλά και το 2014 σταματάει η ύφεση, δηλαδή πιάνουμε την πρόβλεψη του 0,6% και από το 2015 και μετά διατηρούμε σταθερούς ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 3%, ένα αξιοπρεπέστατο ποσοστό. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στα μεγέθη του 2007 το 2023, δηλαδή σε μια δεκαετία από τώρα.
Φυσικά αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Γιατί τίποτα δεν αποκλείει μια παρατεταμένη στασιμότητα με σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης ή ακόμα χειρότερα τη συνέχεια της ύφεσης. Δυστυχώς, έχει συντελεστεί μια τεράστια καταστροφή στην οικονομία της χώρας, που απαιτεί «ανοικοδόμηση» αντίστοιχης κλίμακας. Αυτή η καταστροφή ήταν το κόστος τής άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής σταθεροποίησης την οποία πραγματοποίησε η Ελλάδα και του τρόπου που την πραγματοποίησε. Πλέον η ζημιά έχει γίνει και η επαναφορά σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης είναι αρκετά μακριά. Όμως, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εξαντλείται σε στόχους που έχουν μόνο επικοινωνιακή, αλλά όχι ουσιαστική αξία.
Εδώ και μια τριετία η ελληνική οικονομία μοιάζει με το θύμα ενός άγριου και παρατεταμένου ξυλοδαρμού. Όταν κάποτε τα χτυπήματα σταματήσουν, το θύμα θα μείνει μισοσακατεμένο για καιρό μέχρι να συνέλθει. Όποιος ονομάζει μια τέτοια κατάσταση “success story” και βλέπει λόγους για πανηγυρισμούς είτε έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα είτε μας κοροϊδεύει. Μπορεί και τα δύο.
*Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης διδάσκει στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγή: Αυγή