Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο, πανευρωπαϊκά. Το Σέιχ Σου, το μοναδικό περιαστικό δάσος -και ο μοναδικός «πνεύμονας» της πόλης- είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη συνεισφορά του στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων αλλά και την προστασία της. Ο σκοπός της δημιουργίας του ήταν υδρονομικός, δηλαδή δημιουργήθηκε ως τεχνητό δάσος για την προστασία των εδαφών από τις διαβρώσεις, καθώς και για τη μείωση των πλημμυρικών αιχμών στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, όπως επισημαίνουν δασολόγοι και άλλοι επιστήμονες, είναι προφανής ο ρόλος του στη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, στον κύκλο του νερού, στη διατήρηση της βιοποικιλότητας ενώ εξυπηρετεί τις ανάγκες αναψυχής μιας πόλης που πνίγεται κυριολεκτικά στο τσιμέντο.
Ωστόσο, το δάσος του Σέιχ Σου βρίσκεται υπό διαρκή απειλή καθώς οι ανθρώπινες παρεμβάσεις αλλά πολλές φορές και η έλλειψή τους το καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτο. Πριν λίγα χρόνια, το καλοκαίρι του 2019, το φλοιοφάγο σκαθάρι που προσέβαλε το δάσος νέκρωσε πάνω από 3.500 δέντρα, ενώ οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ξύλευαν και απομάκρυναν τα ξεραμένα δέντρα δε στάθηκαν ικανές να ανακόψουν την καταστροφή που διήρκησε περίπου τρία χρόνια. Η περιβαλλοντική βλάβη που βίωσε το Σέιχ Σου θεωρήθηκε η σοβαρότερη μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1997 που είχε αποτεφρώσει περίπου 15.000 στρέμματα δασικής έκτασης.
Σήμερα, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης και των μακρών περιόδων ανομβρίας, το Σέιχ Σου γίνεται φλέγον ζήτημα όσον αφορά την προστασία του από πυρκαγιές, δυστυχώς κάθε χρόνο μόνο λίγο πριν την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου.
Φέτος, ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε ευρεία σύσκεψη του νέου Τοπικού Επιχειρησιακού Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας (ΤΕΣΟΠΠ) στις 9 Μαΐου 2024, με αφορμή την έναρξη της νέας αντιπυρικής περιόδου, διαπίστωσε ότι «το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης είναι ο πρωταρχικός στόχος που πρέπει να διαφυλάξουμε», ενώ παράλληλα επεσήμανε τη σημασία της δημιουργίας αυτού του νέου συντονιστικού οργάνου ενόψει και των απρόβλεπτων συνθηκών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή.
«Το να κάνουμε νομοθετήματα που μιλούν για την αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων χωρίς αυτό να συνοδεύεται με πόρους -όχι μόνο για τον εξοπλισμό, αλλά και για το ανθρώπινο προσωπικό- είναι σαφές ότι δε θα μας δώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα», σημείωσε συγκεκριμένα τότε ο δήμαρχος Στέλιος Αγγελούδης, ενώ κατά τη γνώμη του «εκεί που θα πρέπει να δώσουμε παραπάνω βάση, και βεβαίως ο συντονισμός θα ανήκει στο Πυροσβεστικό Σώμα, είναι το πώς θα μπορέσουμε να συνδέσουμε την εθελοντική συμμετοχή με την οργανωμένη κρατική παρέμβαση».
Εκτός από τις συχνές περιπολίες των οχημάτων του Δήμου, ανακοινώθηκε από τον Σάκη Αρναούτογλου, μετεωρολόγο και εντεταλμένο σύμβουλο του δήμου Θεσσαλονίκης, η εγκατάσταση μετεωρολογικών σταθμών περιφερειακά της πόλης, καθώς και ραντάρ που θα εντοπίζουν την κατεύθυνση των καταιγίδων, οι οποίες συχνά προκαλούν πυρκαγιές. Η δασάρχισσα Θεσσαλονίκης Φιλοθέη Μελά επεσήμανε από την πλευρά της πως έχει εκπονηθεί προσεκτικός αντιπυρικός σχεδιασμός όσον αφορά το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου με αντιπυρικές ζώνες, δεξαμενές και περιπολίες. Παρ’ όλα αυτά, όπως είπε, το πρόγραμμα δασοπροστασίας «τρέχει», την ίδια στιγμή που μειώνεται το προσωπικό του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης και ενώ εκείνο επιφορτίζεται με νέες αρμοδιότητες.
Μιλώντας στο Alterthess σχετικά με την υποστελέχωση της Δασικής Υπηρεσίας, η κ. Μελά ανέφερε ότι πριν τρία χρόνια (2021) οι δασολόγοι στο Δασαρχείο ήταν 10, ενώ σήμερα μόλις 4, λόγω συνταξιοδοτήσεων που δεν αναπληρώθηκαν. Επιπλέον, έθεσε το ζήτημα της απουσίας προσωπικού νεαρής ηλικίας που μπορεί να ανταποκρίνεται στις δύσκολες συνθήκες που απαιτεί η δασική εργασία.
Έναν μήνα αργότερα, τον Ιούνιο του 2024, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του υφυπουργού Εσωτερικών του τομέα Μακεδονίας – Θράκης, Κώστα Γκιουλέκα, ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Κικίλιας έκανε λόγο για την πιο δύσκολη αντιπυρική περίοδο των τελευταίων ετών. Παράλληλα, μίλησε για τον εξοπλισμό της χώρας με εναέρια μέσα, τις νέες τεχνολογίες και τα drones, ενώ αναφέρθηκε και στο πρόγραμμα AntiNero που, όπως είπε, βοηθά στη δημιουργία δασικών δρόμων και ζωνών πυροπροστασίας.
Τα ζητήματα που αφορούν τη δασική πυροπροστασία και συνεπώς την ανθεκτικότητα της Θεσσαλονίκης απέναντι σε φαινόμενα πυρκαγιών έχουν να κάνουν με δύο βασικές κατευθύνσεις: αφενός την οικολογική διαχείριση των δασών, εν προκειμένω του περιαστικού δάσους Σέιχ-Σου, αφετέρου το προσωπικό που καλείται να διαχειριστεί όλα αυτά τα ζητήματα. Επιπλέον, τίθεται ένα πρωταρχικό ερώτημα περί αρμοδιοτήτων, το οποίο επανέρχεται συνεχώς στις συζητήσεις εξαιτίας της αναποτελεσματικής διαχείρισης των τελευταίων χρόνων. Ενώ δηλαδή έχουμε πυρκαγιές που κατακαίνε χιλιάδες στρέμματα δασών στη χώρα, η αρμοδιότητα της πυρόσβεσης παραμένει στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, που, σύμφωνα με αρκετούς πλέον δασολόγους, ούτε τη γνώση έχει ούτε τις τεχνικές δυνατότητες. Ταυτόχρονα, μειωμένο ως μηδενικό φαίνεται να είναι το ενδιαφέρον για την πρόληψη των πυρκαγιών, συγκριτικά με αυτό που αφορά την καταστολή, και αυτό διαφαίνεται στα χρήματα που δαπανώνται και στις προτεραιότητες που τίθενται ενόψει κάθε νέας αντιπυρικής περιόδου.
Σε αυτό συνηγορεί ο Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ ο οποίος, μιλώντας στο Alterthess1 , σημείωσε ότι «η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της καταστολής των δασικών πυρκαγιών από τη δασική υπηρεσία στο πυροσβεστικό Σώμα το 1998 αποδείχθηκε μη επιτυχημένη». Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραδοχή αυτή είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί αν κοιτάξει κανείς τα στατιστικά των δασικών πυρκαγιών. «Δηλαδή και τον αριθμό των πυρκαγιών και κυρίως τις καμένες εκτάσεις ετησίως, οι οποίες όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά τουναντίον αυξήθηκαν. Άρα η μεταβολή των αρμοδιοτήτων δεν έφερε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα όσον αφορά την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών».
Κατά τον ίδιο, υπάρχει εμφανής ανισότητα στην κατανομή των πόρων μεταξύ πρόληψης και καταστολής. «Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να ενισχύσει πάρα πολύ την καταστολή, ξοδεύει μεγάλα ποσά για την αγορά ακριβών δασοπυροσβεστικών μέσων και την πρόσληψη προσωπικού για την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, χωρίς όμως να έχει κανένα αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ο πρώτος και προφανής είναι ότι τα μέσα και τα αντιπυρικά σχέδια στις αντιπυρικές επιχειρήσεις δεν είναι αποτελεσματικά. Με απλά λόγια, δεν σβήνουμε σωστά τη φωτιά. Ο δεύτερος λόγος, που αποτελεί και ισχυρό επιχείρημα από την πλευρά των δασολόγων και των δασοπόνων, είναι ότι μια φωτιά αντιμετωπίζεται καλύτερα σε ένα δάσος το οποίο προηγουμένως το έχουμε διαχειριστεί, ούτως ώστε η πυρκαγιά να μην έχει έντονη καύση και να μην είναι δύσκολο να καταπολεμηθεί. Κατανοητό το επιχείρημα, αλλά αυτό μένει να αποδειχθεί και πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστεί από μία υπηρεσία (τη Δασική), η οποία πλέον έχει απογυμνωθεί από όλα τα στελέχη της. Έχει μειωθεί εξαιρετικά πολύ σε αριθμό και ασκεί πλέον έναν πολύ περιορισμένο ρόλο σε σχέση με αυτόν τον οποίον είχε παλιά όσον αφορά τη διαχείριση και την καλλιέργεια των δασών. Και αυτό βέβαια οφείλεται σε πολιτικές αποφάσεις που οδήγησαν στην μείωση του αριθμού του δασικού προσωπικού όλων των βαθμίδων, επιστημονικών και μη, που εργάζονται στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή».
Ακούστε το podcast με τον Αλ. Δημητρακόπουλο: «Το Σέιχ Σου ως Μέτρο και Προϋπόθεση της Ανθεκτικότητας της Θεσσαλονίκης»
Σχετικά με το ζήτημα της δασοπροστασίας, απευθυνθήκαμε και στον Μιχάλη Τρεμόπουλο, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «Οικολογία-Αλληλεγγύη». Ο ίδιος διακρίνει μια μεγάλη αδράνεια στο ζήτημα της προστασίας του Σέιχ Σου και από τους τρεις δήμους που το περικλείουν. «Οι αρμόδιοι Δήμοι (Θεσσαλονίκης, Νεάπολης-Συκεών, Πυλαίας-Χορτιάτη) αδρανούν, με τη δικαιολογία ότι τα κονδύλια δασοπροστασίας που τους παρέχονται είναι πενιχρά, χωρίς να αναλαμβάνουν και κάποια πρωτοβουλία διεκδίκησης» δήλωσε χαρακτηριστικά αναφέροντας ότι η «Οικολογία-Αλληλεγγύη» έχει απευθύνει δημόσια ερωτήματα για τα ποσά που λαμβάνουν οι Δήμοι για πυροπροστασία, τα μέτρα προστασίας του Σέιχ Σου από πυρκαγιά που εφαρμόζουν, το διαθέσιμο προσωπικό που ασχολείται, τις πρωτοβουλίες που σχεδιάζουν να θέσουν στην κεντρική διοίκηση, τις μορφές συνεργασίας για την προστασία του δάσους που έχει αναπτύξει με το δασαρχείο, την αντιμετώπιση του μπάχαλου αρμοδιοτήτων για το Σέιχ Σου. Για τη δημοτική παράταξη, πρέπει να υπάρξει σαφές πρόγραμμα πυροπροστασίας και επικαιροποίησή του και από τους τρεις γειτονικούς Δήμους καθώς οι συνθήκες έχουν αλλάξει άρδην λόγω της επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης.
Όσον αφορά τη διαβούλευση με φορείς της πόλης που έγινε για την παρουσίαση του Τοπικού Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας (ΤΕΣΟΠΠ), ο ίδιος κρίνει ότι οι τοποθετήσεις εστίαζαν στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και όχι των αιτιών. «Ζητούμε στήριξη της κοινωνίας των πολιτών, των εθελοντικών ομάδων που δρουν στο δάσος και των περιβαλλοντικών οργανώσεων, με παραμερισμό των αντιδημοκρατικών πρακτικών σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο και στήριξη της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών» ανέφερε συγκεκριμένα.
AntiNero, ένα αμφιλεγόμενο πρόγραμμα προστασίας των δασών
Με στόχο να προλάβει τις μεγάλες πυρκαγιές, η κυβέρνηση φέτος, σε συνεργασία με τους φορείς και τις υπηρεσίες που ελέγχει, εξήγγειλε το πρόγραμμα AntiNero III (πρόκειται για την τρίτη φάση υλοποίησής του που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης) και προχώρησε με εργολαβικές κοινοπραξίες στη κοπή δέντρων στα δάση, τις δασικές εκτάσεις, τα ρέματα και τα στρατόπεδα της χώρας. Και ενώ το AntiNero προωθείται ως το πλέον ικανό εργαλείο για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές, υπάρχουν φωνές που καταλογίζουν στη κυβέρνηση οικολογική υποβάθμιση και αφανισμό των δασών, ενώ παράλληλα τονίζουν την αναποτελεσματικότητα τέτοιων μέτρων στο να αποτρέπουν τις δασικές πυρκαγιές.
Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, μετά και τις μαζικές κοπές χιλιάδων δέντρων στον αστικό της ιστό από τη διοίκηση Ζέρβα στον Δήμο Θεσσαλονίκης, τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο AntiNero φαίνεται να υπονομεύουν τον στόχο της διατήρησης ενός ελάχιστου ποσοστού πρασίνου στην πόλη.
Όπως έχει επισημανθεί από ειδικούς επιστήμονες σε σχετική εκδήλωση του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, μεταξύ άλλων και από την Σοφία Παυλάκη, δικηγόρο και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος & Βιωσιμότητας, το πρόγραμμα οδηγεί σε οικολογική υποβάθμιση και αφανισμό των δασικών οικοσυστημάτων χωρίς να αποδεικνύεται ικανό να αποτρέψει ούτε καν αυτές τις δασικές πυρκαγιές, σύμφωνα με την περιγραφή των φιλόδοξων στόχων του. Όπως ακόμη ειπώθηκε, θα έπρεπε να υποβάλλεται σε αυστηρότερο πλαίσιο περιβαλλοντικού ελέγχου και αξιολόγησης, με την εφαρμογή σε αυτό της διαδικασίας περιβαλλοντικής εκτίμησης που προβλέπει η Οδηγία 42/2001 και η ΚΥΑ 107017/2006 (ΦΕΚ Β’ 1225), οι οποίες εφαρμόζονται σε όλα τα προγράμματα με σημαντικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον που αφορούν το σύνολο του δασικού χώρου της Επικράτειας, συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εγκρίνονται από ορισμένη δημόσια αρχή. Σύμφωνα με το Επιμελητήριο, δεν αρκεί για την εφαρμογή του AntiNero απλή δασοτεχνική μελέτη που εγκρίνουν τα κατά τόπους Δασαρχεία για τα περιορισμένης κλίμακας δασοτεχνικά έργα που εκτελούν και για εργασίες ρουτίνας στα δάση. Απαιτείται ακόμα αυστηρότερη διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και προηγούμενος καθορισμός της δέουσας εκτίμησης των στόχων διατήρησης σε περίπτωση που το AntiNero εφαρμόζεται σε δάση που αποτελούν και προστατευόμενους οικοτόπους.
«Τα δέντρα έχουν γίνει ο νέος εχθρός του κράτους, επειδή αδυνατεί να διαχειριστεί την κλιματική κρίση και με αντιδασικές και άλλες πολιτικές την υποδαυλίζει» σημειώνει για το ζήτημα ο Μ. Τρεμόπουλος, φέρνοντας ως παράδειγμα την πυρκαγιά του δάσους της Δαδιάς το 2023, όπου υπήρχαν 350 χλμ αντιπυρικές λωρίδες και πολλά χιλιόμετρα δασικών δρόμων, αλλά η καταστροφή ήταν τεράστια. Επιπλέον, μέτρα όπως η ευθυγράμμιση και η αποψίλωση των ρεμάτων -αντί για σεβασμό και δενδροφυτεύσεις στη λεκάνη απορροής- ενισχύουν, κατά τη γνώμη του, την ορμή των νερών και τα καταστροφικά τους αποτελέσματα. «Η κλιματική κατάρρευση αλλάζει τον χαρακτήρα των πυρκαγιών και τις συνθήκες που επικρατούν (ξηρασία, καύσωνες κ.ά.) και μεγαλώνει την ένταση και τη διάρκειά τους. Η χώρα χρειάζεται μια νέα στρατηγική με ενθάρρυνση για οικολογική διαχείριση των δασών και ανάπτυξη επαγγελμάτων που συμβάλλουν στην προστασία του, να στελεχωθεί η Δασική Υπηρεσία, να εγκαταλειφθεί το δόγμα “προστατεύουμε ανθρώπους και κτίρια και αφήνουμε τη φωτιά να εξελιχθεί” προς τα δάση». Για τον Μ. Τρεμόπουλο, στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η μέριμνα για την αναγέννηση του δάσους, η καλλιέργεια των πηγών, αναδασώσεις για αντιπλημμυρική προστασία, κατασκευή και συντήρηση πυροφυλακίων, δεξαμενών ανεφοδιασμού δασοπυροσβεστικών οχημάτων, ειδικά σχέδια κ.ά.
Το δάσος δεν είναι πάρκο αλλά ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα
Πέρα από τους δασολόγους, σημαντική για το ζήτημα της προστασίας του Σέιχ-Σου είναι η φωνή των κινημάτων και των συλλόγων που τα τελευταία χρόνια συνδράμουν τα μέγιστα με τη φυσική τους παρουσία και δράση. Ένας από τους συλλόγους που έχει κινητοποιηθεί πολλές φορές είναι ο Σύλλογος Δρομέων για την Υγεία Θεσσαλονίκης (ΣΔΥΘ). Όπως μάς μεταφέρει μιλώντας στο Alterthess2 ο Δημήτρης Λαμπρινίδης, πρόεδρος στον ΣΔΥΘ, «στο Σέιχ Σου όλα αυτά τα χρόνια κάνουμε δράσεις καθαρισμού σε ένα πανέμορφο, αλλά παρηκμασμένο τοπίο, με τη συνεργασία της πολιτικής προστασίας, με εθελοντές, με φοιτητές, με παιδιά από το ΚΕΘΕΑ, με ενεργούς πολίτες. Για εμάς το τρέξιμο στο δάσος είναι μια διέξοδος, είναι αναζήτηση, είναι ανακάλυψη νέων και παλιών μονοπατιών». Μέσα από τον φιλανθρωπικό αγώνα ΣΥΖΑΘΛΟ, και άλλες δράσεις, προσελκύουν στο δάσος νέους επισκέπτες, μικρούς και μεγάλους, που θα το αγαπήσουν και θα το προστατεύσουν.
Ο Δ. Λαμπρινίδης μιλάει για ένα πολύπαθο δάσος που συχνά αντιμετωπίζει αυθαιρεσίες, καταπατήσεις, ενώ στο παρελθόν υπήρξαν μικρές πυρκαγιές οι οποίες ευτυχώς έσβησαν έγκαιρα. «Έχουμε πολλά σκουπίδια/μπάζα, καθώς υπάρχουν πολλές ανεξέλεγκτες είσοδοι στο δάσος, έχουμε τις μηχανές enduro οι οποίες καταπατούν τα μονοπάτια και τα καταστρέφουν σε πολλές περιπτώσεις και πριν μερικά χρόνια είχαμε και το φλοιοφάγο έντομο το οποίο – μην ξεχνάμε – κατέστρεψε πολλές χιλιάδες δέντρα επί 3-4 χρόνια, δεν αντιμετωπίστηκε σωστά, όπως θα έπρεπε στην αρχή, και στη συνέχεια κατέστρεψε μεγάλο μέρος του δάσους το οποίο τώρα ανακάμπτει».
O κ. Λαμπρινίδης τρέχοντας χιλιόμετρα στο δάσος διαπιστώνει από την πλευρά του ότι «το πρόγραμμα AntiNero έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος του δάσους, αποψιλώνονται μεγάλες περιοχές, κόβονται υγιή δέντρα και συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας. Έχουμε αυτή τη στιγμή μπροστά μας ένα αποψιλωμένο δάσος, ένα αγνώριστο Σέιχ Σου, και πλέον αυτό συνεχίζεται με την καταστροφή του από τον Flyover».
Ακούστε το podcast με τον Δ. Λαμπρινίδη «Η Υγεία του Σέιχ Σου ως Δρόμος Αντοχής»
Tο Υπουργείο Περιβάλλοντος ξεκίνησε το πρόγραμμα αυτό πιλοτικά το 2022 από τη Θεσσαλονίκη, κόβοντας περιμετρικά του Σέιχ Σου δέντρα για τα οποία σύλλογοι και κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν ότι ήταν υγιή. «Αυτό ξεσήκωσε διαμαρτυρίες των κατοίκων, γιατί το δάσος μειώθηκε και γι’ αυτή την ιστορία της αποψίλωσης κάναμε μαζί με την “Επιτροπή προστασίας του Σέιχ Σου” προσφυγή στο ΣτΕ» αναφέρει ο Δ. Λαμπρινίδης. Το έργο τότε αφορούσε περιμετρική αποψίλωσή του ενώ το περασμένο καλοκαίρι έγιναν καθαρισμοί εντός του.
Ένα από τα κυριότερα ζητήματα που προκύπτουν και από την εφαρμογή του AntiNero είναι, όπως λέει ο δρομέας, ότι όλα αυτά τα χρόνια οι αρμόδιοι φορείς αντιμετωπίζουν το Σέιχ Σου σαν πάρκο και όχι ως ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα. Και ενώ το Δασαρχείο Θεσσαλονίκης υποστηρίζει, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ότι εφαρμόζει για τρίτη χρονιά το πρόγραμμα και ακολουθούνται προσεκτικά οι κανόνες διαχείρισης του δάσους, για τον κ. Λαμπρινίδη αποτελεί μια εντελώς λαθεμένη λογική. «Είναι ένα σκεπτικό που οδηγεί στην εκμετάλλευση του δάσους και όχι στην προσέγγιση των κατοίκων προς το δάσος, να γνωρίσουν το φυσικό τους περιβάλλον και να μάθουν να το προστατεύουν» καταλήγει.
Έρευνα-επιμέλεια κειμένου: Ιάσων Μπάντιος, Σταυρούλα Πουλημένη, Τηλέμαχος Φασούλας
Η συνέχεια της έρευνας: Ατμοσφαιρική ρύπανση στη Θεσσαλονίκη: Ένα πρόβλημα που αναζητά λύσεις, όχι απλά μετρήσεις
Η έρευνα του ανεξάρτητου συνεργατικού μέσου Alterthess με τίτλο «Αστική ανθεκτικότητα, κλιματική ουδετερότητα, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ/Παράρτημα Ελλάδας. Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ.