Κώστας Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά, Κέδρος, Αθήνα 2022, σελ 184
H Λυκοχαβιά, η συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα Κώστα Μπαρμπάτση, ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων των οποίων η αξία διαδόθηκε από τους αναγνώστες, πριν ακόμη γραφεί οποιοδήποτε κριτικό κείμενο για το περιεχόμενό τους. Από στόμα σε στόμα και από τους προσωπικούς λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα (ιδού μια θετική πλευρά τους) η είδηση πως η «Λυκοχαβιά κι άλλες ιστορίες» είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο έφερε το βιβλίο στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και στην δεκάδα της λίστας με τα ευπώλητα. Ακολούθησαν βεβαίως παρουσιάσεις και εγκωμιαστικές κριτικές. Δίκαια; Απολύτως δίκαια.
Τι είναι αυτό που εκόμισε η Λυκοχαβιά με τον περίεργο και πρωτάκουστο τίτλο της και ανατάραξε τα νερά της ελληνικής λογοτεχνικής πραγματικότητας; Γιατί τόσο γρήγορα αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό, ώστε να ξεφύγει από την αφάνεια των εκατοντάδων εκδόσεων; Η ιδιωματική γλώσσα της αφήγησης, τα θέματα των ιστοριών της ή το ύφος που διαμορφώνει το στυλ γραφής, λειτούργησαν προς αυτήν την κατεύθυνση, δημιουργώντας ένα συγκινησιακό κλίμα που ήταν αδύνατον να αφήσει αδιάφορο και τον πιο επιφυλακτικό αναγνώστη; Η απάντηση οπωσδήποτε περιλαμβάνει και τα τρία.
Αρχικά, ήδη από το πρώτο διήγημα της συλλογής, η επιστροφή της «χωριανικής» γλώσσας, κατά τον όρο του Σωτήρη Δημητρίου που, αν δεν κάνω λάθος, υπερασπίστηκε πρώτος και με πάθος στην σύγχρονη πεζογραφία το γλωσσικό ιδίωμα του γενέθλιου τόπου, δίνει σώμα και υλική υπόσταση στον ήρωά του με τον μοναδικό τρόπο που οι λέξεις ντύνουν την ψυχοσύνθεση και φωτίζουν το πολιτισμικό κεφάλαιο που τροφοδότησε κι έχτισε την προσωπικότητά του. Μαζί με τη γλώσσα επιστρέφουν φυσικά ο κόσμος της επαρχίας, η γεωγραφία της υπαίθρου, αλλά και γεγονότα της νεότατης ιστορίας μας.
«Έπλασαν τη γλώσσα από τα πουλιά, τα θραύσματα, τα μπουμπουνητά, τους ανέμους, τους νερόλακκους, τη σιωπή της θερινής νύχτας» έγραψε το 2005 ο Σωτήρης Δημητρίου στο βιβλίο του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» Και σε άλλο σημείο «Θροΐζουν οι λέξεις συνεχώς στα γλωσσικά λιβάδια του νου απ’ τον άνεμο του χρόνου και επίσης αρδεύονται συνεχώς και διαφορετικά απ’ τον άπαυο ηλεκτρισμό των νοητικών συνδέσεων»
Στο βιβλίο αυτό ο Σ. Δημητρίου, με πρόσχημα τον περίπατό του στους δρόμους της Αθήνας, στοχάζεται και περιγράφει τη διαδικασία-περιπέτεια συγγραφής ενός διηγήματος, τον καθοριστικό ρόλο των βιωμάτων, της φύσης, της χλωρίδας και της πανίδας του αγροτοκτηνοτροφικού κόσμου, κυρίως όμως της μητρικής γλώσσας, της ντοπιολιαλιάς που αιμοδότησε και τη δική του γραφή.
Ταιριάζουν γάντι οι στοχασμοί του Δημητρίου στην ανάγνωση της Λυκοχαβιάς. Ήδη η πρωτότυπη λέξη του τίτλου εμπεριέχει όλα τα παραπάνω που ομαδοποιούν και τις προσλαμβάνουσες του συγγραφέα της. Απαντούν παράλληλα και στο προσωπικό ερώτημα «Γιατί μου άρεσαν οι ιστορίες του; Γιατί με συγκίνησαν, και απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω κι άλλους πολλούς, μέχρι δακρύων;»
Γιατί αναγνώρισα στα πρόσωπα και στη γλώσσα τους απενοχοποιημένο από κάθε αστική μομφή και τον δικό μου επαρχιώτικο κόσμο, εντόπισα τις «νοητικές συνδέσεις» με το ιδίωμα και τους μύθους του.
Συνάντησα στις ιστορίες του Κ. Μπαρμπάτση τον απόηχο των διηγήσεων που συντρόφευαν τους συγχωριανούς μου στα νυχτέρια των αγροτικών εργασιών. Ήταν σαν να έκανα, όπως ο Σ. Δημητρίου, έναν περίπατο σε πυκνό δάσος και ξάφνου τα βήματα να μ’ έφερναν σ’ ένα ξέφωτο, εκεί όπου ακόμα στέκονται τα σπίτια μας και γύρω τους θροΐζει ο άνεμος τις ξεχασμένες λέξεις και αυτές με τη σειρά τους φέρνουν στην οθόνη τα πρόσωπα και τον βίο τους, βίος διόλου εξιδανικευμένος στη Λυκοχαβιά. Τουναντίον, σκηνοθετείται σκληρός, δαρμένος από λογής κακοτοπιές, από τη βία, τη φτώχεια, τον ξεριζωμό, την ορφάνια, τη σκληρότητα, τον μόχθο της επιβίωσης και τα δεινά της ιστορίας. Δε θα μπορούσα να φανταστώ τους ήρωες των διηγημάτων του να μιλούν άλλη γλώσσα, θα ήταν σαν ξένο ένδυμα σε οικείο σώμα. Δεν συνιστά φολκλόρ και λογοτεχνικό τουρισμό αυτή η γλώσσα, αλλά παλιννόστηση στη χαμένη πατρίδα, αναγνώριση του εδάφους όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε ο λόγος και η τέχνη της επικοινωνίας.
Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα διηγήματά του είναι η Κατοχή, η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας, ο Εμφύλιος και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Ο τόπος εκτείνεται από την Αιτωλοακαρνανία, γενέθλια γη του συγγραφέα, ως τη γειτονική Ήπειρο. Μόνο στο προτελευταίο κατά σειρά διήγημα η πρωταγωνίστρια μεταναστεύει στην πρωτεύουσα. Τα δραματικά ιστορικά γεγονότα, που διαμόρφωσαν τον ιδιωτικό και δημόσιο νεότερο βίο, οριοθετούν και το κάδρο εντός του οποίου θα κινηθούν οι πρωταγωνιστές. Το κάδρο αυτό γεμίζει με απώλειες. Ο βίαιος θάνατος ανθρώπων και ζώων πυροδοτεί τις σκέψεις και τις πράξεις σε μια κλίμακα που περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις ανθρώπινες αντιδράσεις: θλίψη, θυμό, οργή, εκδίκηση, έγκλημα, τρέλα.
Έχει ειπωθεί πως γράφει κανείς καλύτερα γι’ αυτά που γνωρίζει από πρώτο χέρι. Ο Κ. Μπαρμπάτσης έχει σαφώς αφομοιώσει όσα έζησε στην επαρχία ή άκουσε να του διηγούνται για όλη αυτήν την περίοδο και τα μεταφέρει σε έξι ιστορίες με μεγάλη έκταση. Έξι αριστουργηματικά διηγήματα- ψυχογραφήματα της οδυνηρής απώλειας, έξι τοπιογραφίες και πορτρέτα πρωταγωνιστών, ζωγραφισμένα με το γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Ελλάδας, κατανοητό ωστόσο στους περισσότερους που μεγάλωσαν στην ηπειρωτική χώρα. Ποιος είπε πως η επαρχία και η γλώσσα της έπαψαν να αποτελούν προνομιακό πεδίο έμπνευσης; Ποιος διατείνεται πως το παρελθόν δεν αφορά το παρόν μας; Στις ιστορίες της Λυκοχαβιάς εντοπίζουμε τον αρχικό πυρήνα της ύπαρξης μας, τα κλασικά θέματα που απασχόλησαν διαχρονικά την τέχνη σε κάθε της μορφή: τη βία, την αποξένωση, τον ξεριζωμό, την αποκτήνωση, τον θάνατο, τον αφόρητο ψυχικό πόνο. Ο συγγραφέας εξόρυξε από τα ορυχεία της προφορικής αφήγησης την ντόπια πρώτη ύλη: την πέτρα, το ξύλο, το δέρμα, το αίμα, το αλύχτισμα, τον σπαραγμό και έχτισε με αυτά λογοτεχνία υψηλού επιπέδου.
Στην πρώτη ιστορία, ο πρώην κτηνοτρόφος που έγινε μετανάστης δεν αντέχει την αλλοτρίωση της βιομηχανικής εργασίας και ανιστορεί στον ξάδερφό του, με την πιο σπαραχτική επιστολή στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία, τον αποχωρισμό του από τα ζώα. Ο καταδικασμένος έρωτας της Γιαννιώτισσας κόρης Σεβαστής με τον εβραίο Ζαχαρία και το φρικτό πεσκέσι που της φέρνει ο πατέρας της στο τέλος του δεύτερου διηγήματος, αφήνουν τον απόηχο μιας Ερωφίλης, μιας Στέλλας Βιολάντη και μιας Μαργαρίτας Περδικάρη.
Στην τρίτη ιστορία, η πιο πρωτότυπη κατά τη γνώμη που χάρισε και τον τίτλο στη συλλογή, με έξοχο εύρημα τη φιλία του μούτου βοσκόπουλου με ένα λυκόπουλο, ο λογοτέχνης ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά και με κινηματογραφικές εικόνες την άδολη, συντροφική σχέση αλληλεγγύης του ανθρώπου με την φύση και το άγριο ζώο σε αντίστιξη με τον ταγματασφαλίτη συνεργάτη των Ναζί που ετοιμάζει έναν ακόμη φόνο. Ακολουθεί ο λοχαγός του αλβανικού μετώπου που όρισε χρέος του να γυρίσει και τον τελευταίο στρατιώτη ζωντανό στο σπίτι του, αλλά στην πορεία δεν θα συγχωρήσει την κτηνωδία, ενώ στην πέμπτη ιστορία η Γεωργία αρνείται να δεχτεί το τετελεσμένο του εμφύλιου φόνου και το σαλεμένο από τον πόνο μυαλό της βρίσκει καταφύγιο στους σταθμούς των ΚΤΕΛ, περιμένοντας ολημερίς να συντύχει τον αγαπημένο της Κωσταντή και ν’ ακούσει από το στόμα του έστω και μία σωτήρια λέξη. Τέλος, στο έκτο διήγημα, κυριαρχεί η χαρακτηριστική φυσιογνωμία του σαλού του χωριού, ο Λόλος που λωλάθηκε και έγινε μες στην Κατοχή ένα ζωντανό σκιάχτρο στα καλαμπόκια, άθυρμα ντόπιων και κατακτητών.
Ιστορίες αβάσταχτου πόνου εγκατέλειψαν τον γενέθλιο τόπο κι απλώθηκαν στο πανελλήνιο. Από αναγνώστη σε αναγνώστη έφτασε η είδηση πως σ΄ αυτό το βιβλίο ανασαίνουν αληθινοί ήρωες και όχι καρικατούρες, πως απ’ το στόμα τους κυλάνε οι παραπόταμοι της γλώσσας μας και χύνονται στο σώμα της με ορμή, αναδεύοντας κι ανανεώνοντας τα νερά της, πώς ανασταίνεται η πρόσφατη ιστορία μας, αυτή που υποψιαζόμαστε όταν στεκόμαστε μπροστά στις φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου, του Κώστα Μπαλάφα, του Τάκη Τλούπα κι άλλων.
Να γιατί ακόμα και αυτοί που δεν γεννήθηκαν και δεν έζησαν στην ύπαιθρο, συγκινήθηκαν στην ανάγνωσή τους. Γιατί ανακαλύπτουν σ’ αυτές το κουκούτσι του ανθρώπου, την περιπέτεια του βίου χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς εξιδανίκευση ενός χαμένου παραδείσου, αφού δεν υπήρξε ποτέ ως τέτοιος.
Κυρίως όμως γιατί όλα ειπώθηκαν χωρίς γλυκανάλατο λόγο, ο οποίος είθισται «ηθογραφικώ δικαίω» να πασπαλίζεται με μπόλικη εσάνς νοσταλγίας όταν μιλάει για τη ζωή έξω από τα άστη. Μια ζωή που μέχρι τώρα την έπλαθαν στο φαντασιακό τους με τη συνδρομή του νεορομαντικού σχήματος «επιστροφή στη φύση και στις ρίζες», αλλά με πλήρη άγνοια για τις συνθήκες που περιχαράκωσαν και καθόρισαν αυτόν τον άγνωστο και ιστορικά απομακρυσμένο κόσμο.
Η αφήγηση του Κ .Μπαρμπάτση κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό. Εξπρεσιονιστικές οι περιγραφές της φύσης, των χαρακτήρων και διεισδυτική στον ψυχισμό των ηρώων η μεταφορά των σκέψεων τους. Επιρροές του μαγικού ρεαλισμού των λαϊκών μύθων εντοπίζουμε εκεί όπου η γραφή του μεταφέρει τη σχέση των ανθρώπων με τους άλλους, με τα ζώα, με τη φύση, με τον θάνατο και την απώλεια. Σχέσεις που κλιμακώνονται από την τρυφερότητα και την αγάπη μέχρι την αγριότητα, το μίσος και την τρέλα σαν έσχατο καταφύγιο για την αποφυγή του βαθύτατου πόνου που προξενεί η απώλεια των αγαπημένων. Θέματα λοιπόν οικουμενικά και διαρκώς επίκαιρα εφόσον δεν εξαντλούνται οι αιτίες που ανέκαθεν τροφοδοτούσαν τη γραφή τους. Στη Λυκοχαβιά όμως εκφράζονται δυναμικά με την προφορικότητα του λαϊκού ανθρώπου.
Ο συγγραφέας χειρίζεται το πλούσιο υλικό του με προσοχή και μέτρο, χωρίς εξάρσεις και φτηνούς συναισθηματικούς εκβιασμούς. Λέξη τη λέξη προχωράει με ειλικρίνεια το χτίσιμο της πλοκής. Η μεγάλη ιστορία λειτουργεί ως φόντο. Τον ιστό του συνθέτουν ο πόλεμος, η τραγωδία και τα εγκλήματα του Εμφυλίου, η ερήμωση της επαρχίας, η εξαγρίωση και εξαχρείωση του ανθρώπου, αφενός εξαιτίας της μακρόχρονης παρουσίας συνθηκών βίας κι αφετέρου εξαιτίας των άτεγκτων κανόνων που ο ίδιος όρισε στις κλειστές κοινωνίες του. Ακόμη οι δεσμοί του με το φυσικό περιβάλλον και τα ζώα που δεν αποτελούν διακοσμητικό ντεκόρ στο σαλόνι της γραφής ούτε την χαριτωμένη συντροφιά ενός «pet» στη μοναξιά του, ένα παιχνίδι στον ελεύθερο χρόνο μικρών και μεγάλων. Τα ζώα, ήμερα και άγρια, είναι οι σύντροφοι στη διάρκεια της ωρίμανσής του, σύμμαχοι κι εχθροί συνάμα. Το βιβλίο εγκαθιστά μια νέα οπτική απέναντι στα ζώα και τα καθιστά ισότιμους πρωταγωνιστές δίπλα στον άνθρωπο.
Συγκινητική είναι η τρυφερότητα με την οποία αγκαλιάζουν οι λέξεις της συλλογής ακόμα και την πιο άγρια πλευρά των ηρώων, η αγάπη επίσης που κάποιες φορές κρύβεται πίσω από τον φόνο, όπως στο ομότιτλο διήγημα, επισήμανση που ίσως σοκάρει αλλά αποδεικνύει και την ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα. Η σπουδαιότερη δωρεά αυτού του βιβλίου, εκτός από την αναγνωστική απόλαυση, είναι πως ισχυροποιεί τη λογοτεχνική αξία του υποτιμημένου προφορικού λόγου.
Στο τελευταίο τεύχος (28) του περιοδικού ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ σε κείμενο της Μαρία Θαμπράνο (μετάφραση Νάνσυ Αγγελή) με τον τίτλο «Γιατί γράφει κανείς;» διαβάζουμε:
«Μα οι λέξεις κάτι λένε. Τι είναι αυτό που θέλει να πει ο γράφων και για ποιο λόγο θέλει να το πει ;
Θέλει να πει το άδηλο , αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί μέσω της φωνής γιατί πρόκειται για μια μεγάλη αλήθεια .Και οι πιο μεγάλες αλήθειες δεν λέγονται συνήθως μιλώντας. Η αλήθεια γι’ αυτό που συμβαίνει στους μυστικούς κόλπους του χρόνου, στη σιωπή της κάθε ζωής και δεν μπορεί να ειπωθεί. Υπάρχουν πράγματα που δεν λέγονται, είναι αληθές. Κι αυτό που δεν μπορεί να λεχθεί, είναι αυτό που πρέπει να γραφτεί .
Η διάσωση των λέξεων από την ίδια την προσωρινότητά τους, από την εφήμερη ύπαρξή τους και η συμφιλίωση μας μέσω αυτών με το διηνεκές είναι η τέχνη του γράφοντα.»
Η τέχνη του Κώστα Μπαρμπάτση διέσωσε κυριολεκτικά τις λέξεις, τη γλώσσα που αυτές οικοδόμησαν και την ιστορία των ανθρώπων που τη μίλησαν, σπάζοντας τη σιωπή και παραδίδοντας την αλήθεια τους στο διηνεκές του χρόνου.