Με τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ξεκινάν οι προσπάθειες των λαών να μαζέψουν τα συντρίμμια τους από τη ναζιστική θηριωδία. Ταυτόχρονα ξεκινά ένας άλλος αγώνας, δυσκολότερος ίσως, αυτός της καταγραφής των θυμάτων και της απόδοσης της δικαιοσύνης. Ένας αγώνας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Από τις καταγραφές των θυμάτων για πολλά χρόνια απουσίαζαν οι αναφορές στους Ρομά (Τσιγγάνους), ενώ γνωρίζουμε ότι μαζί με τους Εβραίους, τα άτομα με αναπηρίες και ειδικές ανάγκες αποτέλεσαν μόνιμο στόχο του ναζιστικού καθεστώτος.
Χρονολογικοί σταθμοί των διώξεων των Ρομά από το ναζιστικό καθεστώς
Από τις προτεραιότητες του ναζιστικού καθεστώτος με την άνοδό του στην εξουσία το 1933 ήταν η υιοθέτηση πρακτικών για την ολοκληρωτική εξόντωση των Ρομά μαζί με τους Εβραίους. Οι αποφάσεις του ναζιστικού καθεστώτος και τα γεγονότα που τις ακολούθησαν προφανώς και δεν μπορούν να παρουσιαστούν στο σύνολό τους στην παρούσα δημοσίευση. Αξίζει όμως να αναφερθούν κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές για τους Ρομά. Οι ναζιστές φρόντιζαν να τεκμηριώνουν τις ρατσιστικές θέσεις τους για τους Ρομά με επιστημονικές θεωρίες χρησιμοποιώντας έρευνες ειδικών, κυρίως γιατρών και άλλων ερευνητών, προσφέροντας έτσι επιστημονικό μανδύα στις επιλογές του καθεστώτος.
* Το 1935, στους λεγόμενους «Νόμους της Νυρεμβέργης», οι Ρομά μαζί με τους Εβραίους χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνη «αλλοδαπή φυλή».
* Το 1937 ο ψυχολόγος και ψυχίατρος Ρόμπερτ Ρίτερ ανέλαβε τη διεύθυνση του «Κέντρου Ερευνών για τη Φυλετική Υγιεινή και Βιολογία του Πληθυσμού» και ασχολείται με την αναγνώριση και ταξινόμηση των Ρομά. Τα ερευνητικά δεδομένα εστιάζονται στη δήθεν σχέση της κληρονομικότητας των Ρομά με την εγκληματικότητα.
* Το 1938 διάταγμα του Χάινριχ Χίμλερ (υπαρχηγός των Ες-Ες), του οποίου τίτλος ήταν «Η καταπολέμηση της μάστιγας των Τσιγγάνων», απαιτούσε από την αστυνομία να στείλει αναφορές για τους Τσιγγάνους στο κεντρικό γραφείο του Ράιχ, επειδή κατά το διάταγμα οι Τσιγγάνοι ήταν πιο επιρρεπείς στο έγκλημα.
* Το 1940 ο δόκτωρ Ρίτερ έγραφε σε έκθεσή του: «…χαρακτηρίζουμε τους Τιγγάνους ως λαό απολύτως πρωτόγονης εθνολογικής προελεύσεως, των οποίων το διανοητικό υπόβαθρο τους καθιστά ανίκανους για κάθε πραγματική κοινωνική προσαρμογή. Το ζήτημα των Τσιγγάνων θα μπορέσει να επιλυθεί μόνον όταν το κύριο σώμα αυτών των ακοινώνητων και άχρηστων ατόμων με μεικτό αίμα συγκεντρωθεί σε μεγάλα στρατόπεδα εργασίας…».
Έτσι οργανώθηκε ένα δίκτυο υπηρεσιών: καταγραφής και συγκέντρωσης των Ρομά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αρχή έγινε με τους Ρομά (και Σίντι – ομάδα των Ρομά) της Γερμανίας και στη συνέχεια για τους Ρομά όλης της Ευρώπης. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται: Ειδικές ταυτότητες στην αρχή για αναγνώριση, εκτοπισμοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για καταναγκαστική εργασία, πειραματισμοί από τον γνωστό γιατρό του Άουσβιτς, τον Μέγκελε: χρησιμοποιήθηκαν σε πειράματα με τύφο, ευλογιά και άλλες αρρώστιες, ενώ οργανώνονταν ταυτόχρονα πειράματα στείρωσης.
Εκτελέσεις κατά χιλιάδες
Οι εκτελέσεις των Ρομά, όπως καταγράφονται στα επίσημα αρχεία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, γίνονταν καθημερινά κατά χιλιάδες. Για παράδειγμα, στο Άουσβιτς στοιβάχτηκαν 23.000 Ρομά και πέθαναν οι 20.000. Στις 2 Αυγούστου του 1944, μέσα σε μια νύχτα, οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων 2.897 άνδρες, γυναίκες και παιδιά Ρομά. Δεν απέμενε κανένας, όμως τα ανθρωπολογικά αρχεία που τους αφορούσαν επέζησαν του πολέμου και αποτελούσαν για μια εικοσαετία βάση ερευνητικού υλικού για έναν συνεργάτη του Ρίτερ. Με αφορμή το γεγονός αυτής της μέρας έχει επιλεγεί η 2α Αυγούστου ως Παγκόσμια Μέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά.
Οι καταγραφές από τις εκτελέσεις σε όλη την Ευρώπη ποικίλουν. Ο αριθμός των εκτελεσθέντων κατά τόπους επίσης ποικίλει. Έτσι εκτιμάται ότι το σύνολο των εκτελέσεων των Ρομά σε όλη την Ευρώπη κυμαίνεται από 400.000 – 500.000 άνθρωποι.
Για την περίπτωση της Ελλάδας δεν έχουμε επίσημη διερεύνηση αρχείων της εποχής. Οι όποιες καταγραφές στηρίζονται σε προσωπικές μαρτυρίες, όχι ότι στερούνται επιστημονικότητας. Οι Ρομά όμως της Ελλάδας την εποχή της κατοχής τελούσαν υπό την ομηρεία των στρατευμάτων κατοχής εν γνώσει της κυβέρνησης των ανδρείκελων του ναζιστικού καθεστώτος. Για παράδειγμα, από μαρτυρίες ηλικιωμένων, Ρομά της Θεσσαλονίκης εκτοπίζονται σε ειδικό καταυλισμό στις ελώδεις τότε περιοχές της Σίνδου. Οι ίδιοι αποκαλούσαν το μέρος «τα τσαΐρια» της Σίνδου.
Και μόνο να επιβιώσει κάποιος/α από μια μέρα εγκλεισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του ναζιστικού καθεστώτος ή να τελεί υπό όρους παρακολούθησης και ομηρείας, επειδή ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα, χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπινο ον, ήταν πράξη αντίστασης.
Παρ’ όλα αυτά κανένας υπεύθυνος των ναζί δεν δικάστηκε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για διώξεις εναντίον των Ρομά. Μάλιστα πολλοί από αυτούς συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στον δημόσιο τομέα της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο Ρόμπερτ Ρίτερ, για παράδειγμα, διορίστηκε το 1947 διευθύνων γιατρός για τη νεολαία στην υγειονομική υπηρεσία της Φραγκφούρτης και παρέμεινε στη θέση αυτή ώς τον θάνατό του το 1950. Πολλά δικαστήρια της τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας απέρριψαν το αίτημα πολλών Σίντι και Ρομά για αποζημιώσεις ως θύματα των βασανιστηρίων από τους ναζί. Μόλις το 1963 το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι Σίντι και οι Ρομά διώχθηκαν ήδη από το 1938 για ρατσιστικούς λόγους. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια: το 1985 ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ, κήρυξε ότι οι Ρομά είναι θύματα της ναζιστικής Γερμανίας.
Ούτε λέξη στα σχολεία
Η ιστορική αφήγηση θα μπορούσε να τελειώσει στο σημείο αυτό: παρουσιάστηκαν σημαντικά γεγονότα και επιτελέστηκε το καθήκον. Η επιλογή όμως της παρουσίασης του Ολοκαυτώματος των Ρομά ως λησμονημένου γεγονότος για την ελληνική πραγματικότητα -χωρίς καμιά αναφορά στις εκπαιδευτικές διαδικασίες- δεν γίνεται τυχαία αλλά υπονοεί μια σειρά από σκέψεις και ερωτήματα, οι οποίες αξίζει να τεθούν και να διερευνηθούν. Έτσι, προφανώς έρχεται στο προσκήνιο ο ρόλος όλων των θεσμών, που διαμορφώνουν τις μορφωτικές διαδικασίες (τυπική εκπαίδευση, ΜΜΕ, Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.λπ.). Η ιστορική διερεύνηση αλλά και η παρουσίαση του οποιουδήποτε γεγονότος -στην περίπτωσή μας, του Ολοκαυτώματος των Ρομά- δεν σημαίνει βέβαια μόνο μια τυχαία χρονολογική παράθεση κάποιων γεγονότων. Σημαίνει, αντίθετα, να εξηγούνται τα πώς και τα γιατί με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους. Όταν αυτά τα γεγονότα έχουν να κάνουν με πολιτικές αποφάσεις στο επίπεδο της εκπαίδευσης, αυτές μετουσιώνονται σε επιλογές συγκεκριμένων γνώσεων.
Έτσι, όσον αφορά την ιστορία που διδάσκεται στο ελληνικό σχολείο, δεν υφίσταται το Ολοκαύτωμα των Ρομά. Τυχαία, άραγε, αυτή η παράλειψη του συγκεκριμένου γεγονότος ή πρόκειται για επιλογή ενός διαχρονικού αποκλεισμού της συγκεκριμένης γνώσης; Η απάντηση στο ερώτημα έχει να κάνει με τον κοινωνικό έλεγχο κατά την διαδικασία επιλογής μια γνώσης και την αποσιώπηση κάποιας άλλης. Πίσω από αυτή τη διαδικασία κρύβεται ο διαχρονικός στόχος: (1) Της εγχάραξης ενός ορισμένου τρόπου προσέγγισης του παρελθόντος για τη δημιουργία ελεγχόμενων τρόπων σκέψης και συμπεριφοράς. (2) Της ιδεολογικής συμμόρφωσης των παιδιών σήμερα και ως πολιτών αύριο. Έτσι η όποια επίσημη καταγραφή, κατά την κυρίαρχη ιδεολογία της δήθεν ομοιομορφίας και ομοιογένειας της ελληνικής κοινωνίας, δημιουργεί πρόβλημα. Μια ιδεολογική προοπτική που χρόνια τώρα προωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία στον ελληνικό χώρο μιας ομάδας με χιλιετή παρουσία προφανώς δημιουργεί ρήγματα στις κυρίαρχες πολιτικές.
Φωτεινές εξαιρέσεις
Ό,τι αποκλείει ως γνώση το επίσημο πρόγραμμα του σχολείου πολλές φορές το αναδεικνύουν άλλοι θεσμοί. Υπάρχουν παραδείγματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: 1. Του Δήμου Ταύρου, για να μας θυμίζει από το 1985 με μνημείο τους 11 Ρομά στον τόπο εκτέλεσής τους από τα στρατεύματα κατοχής. 2. Η προτομή στην Εύβοια προς τιμήν του Τσιγγάνου Β. Μήτρου με το ψευδώνυμο Γύφτος, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. Επιπλέον παλαιότερες πρωτοβουλίες δήμων την ημέρα αυτή, όπως του Δήμου Χαλάστρας, του Δήμου Μενεμένης σε συνεργασία με τη μητρόπολη Νεαπόλεως Σταυρουπόλεως, έρχονται έστω και περιστασιακά να τονώνουν το ενδιαφέρον για το ολοκαύτωμα των Ρομά.
Αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς το γεγονός ότι η αντιπροσωπεία του Δήμου Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς το 2013 εναπόθεσε στα κρεματόρια ειδική κάρτα για τα θύματα Ρομά των ναζί. Την κάρτα μεγέθους ενός τετραγωνικού μέτρου είχαν κατασκευάσει παιδιά Ρομά του σχολείου του Δενδροποτάμου Θεσσαλονίκης και την παρέδωσαν στον τότε δημοτικό σύμβουλο (νυν βουλευτή) Τριαντάφυλλο Μηταφίδη. Επιπλέον το 2013 ο Δήμος Θεσσαλονίκης οργάνωσε εκδήλωση μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ρομά την 1η Αυγούστου ως παράλληλη εκδήλωση της έκθεσης φωτογραφίας για τη ζωή των Ρομά, του Kοσσοβάρου καλλιτέχνη Artan Korenica.
Η γνώση των ολοκαυτωμάτων ενδυναμώνει τη Δημοκρατία
Οι Ρομά μετά τον πόλεμο δεν διέθεταν τα μέσα και την πολιτική δύναμη για να αναδείξουν τη συμμετοχή τους και τις όποιας μορφής διώξεις. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ώς το 1979 δεν θεωρούνταν Έλληνες πολίτες, οπότε η οποιαδήποτε προσπάθεια διώξεων καθίσταται δυσκολότερη, αφού θα απουσιάζουν από πολλά επίσημα αρχεία.
Η μονομερής προσέγγιση ανάμνησης του παρελθόντος, την οποία καλλιεργεί το ελληνικό σχολείο, δεν πρέπει να μας εμποδίζει να κοιτάζουμε κατάματα το παρόν και να αναδεικνύουμε σε κάθε περίσταση ότι την ιστορία την γράφουν άνθρωποι και οι πράξεις τους συνήθως κρίνονται ανάλογα με τη δύναμη και την πρόσβαση που έχουν στην εξουσία για να την επιβάλουν. Οι στάσεις που δημιουργούνται από τη χρήση της μνήμης παρέχουν ένα πολύ αδύνατο ηθικό μάθημα και δεν διευκολύνουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων της πλειοψηφίας. Η εκπαίδευση, που πάντα συνήθως εκφράζει τις εξουσιαστικές σχέσεις, οριοθετεί τον ρόλο της στο πλαίσιο της εκπλήρωσης του χρέους της απέναντι σε ανθρώπους, στην ιστορία ή σε γεγονότα χωρίς να διερευνά τις επιπτώσεις.
Ο Τσβέταν Τοντόροφ απέναντι στην αόριστη χρήση του χρέους θα πει: Γι’ αυτό είμαι εχθρικός προς την ιδέα ότι υπάρχει ένα γενικό και αόριστο χρέος μνήμης και ότι αρκεί να θυμόμαστε το παρελθόν, ώστε όλα να πηγαίνουν καλύτερα στο παρόν. Όλα εξαρτώνται από τη συνειδητή χρήση της μνήμης.
Το γεγονός του Ολοκαυτώματος των Ρομά η ελληνική πολιτεία οφείλει για λόγους δικαιοσύνης να το θέσει στις εκπαιδευτικές διαδικασίες, όχι ως εκπλήρωση ενός αόριστου χρέους μια ημέρας. Οφείλει το ελληνικό κράτος μέσω των θεσμών του να παραδώσει το Ολοκαύτωμα στους πολίτες ως ένα επιπλέον ιδεολογικό αντίβαρο ενάντια στις ναζιστικές και φασιστικές ιδεολογίες. Σε τελική ανάλυση, η γνώση των Ολοκαυτωμάτων είναι το ιστορικό υλικό της ενδυνάμωσης της Δημοκρατίας.
Η ιστορική διερεύνηση του γεγονότος του Ολοκαυτώματος μπορεί και πρέπει να πραγματοποιείται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αν αυτή πραγματοποιείται μόνο ως ένδειξη τιμής με την επετειακή διάσταση, είναι κουτσουρεμένη -ελλιπής και πολλές φορές χωρίς αποτελέσματα συνειδητοποίηση. Ο Μαρξ έγραφε στα 1843: Τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας αποτελούν πρόκληση για στοχασμό και συσπείρωση της σκεπτόμενης και βασανισμένης ανθρωπότητας, τονίζοντας ότι πρέπει να ρίξουμε άπλετο φως στο παρελθόν. Το άπλετο φως της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας και της απόδοσης της ιστορικής θέσης του Ολοκαυτώματος των Ρομά τα οφείλει το ελληνικό σχολείο στους/στις μαθητές/τριές του. Από μόνη της αυτή η ιστορική ανάδειξη θα θέσει τους όρους -όλα τα πώς και τα γιατί- της σημερινής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και θέσης των Ρομά. Θα θέσει σίγουρα το πλαίσιο συζήτησης των αποκλεισμών, των ρατσισμών, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Η αλληλεγγύη και η διεκδίκηση μαζί με τους Ρομά για άρση όλων των αδικιών που υφίστανται μπορεί να τεθούν με την ιστορική επίγνωση του Ολοκαυτώματος. Ζητήματα που τέθηκαν και κατά τη συνεδρίαση στην Επιτροπή Ισότητας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Βουλής των Ελλήνων, η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015.
* Ο Άγγελος Χατζηνικολάου είναι δάσκαλος στον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, δρ Παιδαγωγικής του ΠΤΔΕ/ΑΠΘ
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αυγή” την Τρίτη 4/8/2015