Ολοι μας βρισκόμαστε σήμερα ένα ντιμπέιτ μετά στη ζωή μας. Διδαχτήκαμε, βγάλαμε συμπεράσματα, βιώσαμε με ενθουσιασμό την ενσάρκωση της πολιτικής, των ιδεών και του πάθους που γεννά η κρισιμότητα της στιγμής. Και αν ειρωνευόμαστε αυτό συμβαίνει γιατί νιώθουμε αμηχανία απέναντι στο τρίωρο τίποτα που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες.
Η πρώτη ερώτηση που τέθηκε μετά το ντιμπέιτ ήταν φυσικά το ποιος κέρδισε. Η απάντηση είναι εύκολη. Κανείς. Και αυτό γιατί δεν υπήρξε αναμέτρηση. Υπήρχαν παράλληλες παρουσίες, τηλεοπτικές πόζες (λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες ανάλογα με τα κριτήρια του καθενός), αναμενόμενες κονσέρβες ερωτήσεις και ακόμη πιο αναμενόμενες απαντήσεις. Με όρους τηλεοπτικού γεγονότος, το συμβάν θύμιζε ένα βαρετό παιχνίδι, όπου όλοι βρεθήκαμε να παρακολουθούμε και μόλις τελείωσε όλοι μας ήμασταν εξίσου σίγουροι πως μες την επόμενη ώρα θα έχουμε ξεχάσει πως συνέβη.
Η πολιτική ως τηλεοπτική στάση
Το παράδοξο είναι πως με το συμπέρασμα αυτό (διατυπωμένο με άλλες λέξεις) συμφώνησαν και όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί. Η έγνοια τους, μάλιστα, να εκφράσουν το ανούσιο της διαδικασίας φάνηκε να ξεπερνά σε κρισιμότητα την πρόθεσή τους να απαντήσουν με ακρίβεια και ουσία τις ερωτήσεις που τους τέθηκαν. Το ερώτημα που προκύπτει είναι για ποιόν λόγο συνέβη το συγκεκριμένο γεγονός και με ποιο σκεπτικό καθορίστηκαν οι όροι του. Και ακόμη πιο έντονα, μάλιστα, αφού αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το τελικό αποτέλεσμα ήταν τα κόμματα, τα οποία μέσω της διακομματικής επιτροπής προσδιόρισαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνει το συγκεκριμένο γεγονός. Η κατασκευή του ντιμπέιτ από τα κόμματα και η παράλληλη ομόφωνη απαξίωσή τους μάς τοποθετεί μπροστά σε ένα άβολο συμπέρασμα. Στο συμπέρασμα πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολιτική αντιληπτή ως τηλεοπτική στάση από τους ίδιους τους πολιτικούς. Εμπεδωμένη ως τέτοια, αποδεκτή και τελικά πολλαπλασιασμένη μέσα από τις συνεχείς ενσαρκώσεις της.
Το ντιμπέιτ δεν είναι μια πιθανότητα προς αντιπαράθεση, αλλά μια ευκαιρία να παρουσιαστεί η σύνοψη της τηλεοπτικής παρουσίας των πολιτικών αρχηγών. Η στάση τους στη διαδικασία ορίζεται από την επικοινωνία της εικόνας τους. Μια διαδικασία που ενδιαφέρεται περισσότερο για το προφίλ και λιγότερο για το Πρόσωπο, περισσότερο για τη στάση του σώματος και λιγότερο για την πολιτική στάση. Μια διαδικασία από την οποία δεν βγαίνουν συμπεράσματα, αλλά μόνο εντυπώσεις. Το ντιμπέιτ δεν είναι μια στιγμή της δημοκρατίας, αλλά κορυφαίο γεγονός αποκάλυψης της τηλεοπτικής της στρέβλωσης.
Είναι παράδοξο, σε μια χώρα που κυριαρχείται από τον πολιτικό θόρυβο στα παράθυρα των 8, τους επικαλυπτόμενους λόγους και την προφορική αντιπαράθεση στα όρια της εξόντωσης, η κορυφαία τηλεοπτική αντιπαράθεση να συμβαίνει στην ησυχία του μονολόγου. Οι λόγοι παράλληλοι, δεν διασταυρώνονται, εξασφαλίζοντας την αυτοτέλειά τους, τη μοναξιά του μονόδρομου και της ατελείωτης ευθείας προς αποφυγή συγκρούσεων. Έτσι, οι αρχηγοί παρουσιάζονται εκτεθειμένοι και προστατευμένοι ταυτόχρονα. Στην πραγματικότητα και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε δύο παραλλαγές της σιωπής. Και είναι η σιωπή αυτή της πολιτικής το πραγματικό παράγωγο του ντιμπέιτ.
Καθρέφτης της δικής μας απαξίωσης
Με τον τρόπο του το ντιμπέιτ συμβάλει ακόμα περισσότερο στην απαξίωση της πολιτικής από τη μεριά του κόσμου. Η κάποτε οργή και σήμερα απαξίωση, εξάντληση, απογοήτευση επιβεβαιώνεται από τη σιωπή του λόγου των πολιτικών αρχηγών και τονώνεται. Μακριά από κάθε δημιουργία χαρακτήρα, πάθους και έντασης ο θεατής μένει χωρίς ταύτιση. Μόνο η απαξίωσή του ταυτίζεται με το απαξιωμένο θέαμα σε μια διαδικασία κατηφορικής αλληλοτροφοδότησης. Και έτσι το ντιμπέιτ καταλήγει να μη αποτελεί τίποτα άλλο παρά καθρέφτη της δικής μας απαξίωσης. Παραλλαγή με άλλους όρους της μεγάλης αποχής, της οργισμένης ψήφου στη χρυσή αυγή, της εξαντλημένης-χαβαλεντζίδικης ψήφου στο Λεβέντη, του ‘’όλοι ίδιοι είναι’’, του ‘’δεν ασχολούμαι εγώ με αυτά’’, του ‘’ωχ μωρέ δεν λέμε για τίποτα άλλο’’. Με μία βασική διαφορά. Στην περίπτωση αυτή η απαξίωση δεν κατευθύνεται προς τα κόμματα, αλλά πηγάζει από αυτά. Γίνεται εργαλείο προς χρήση σε μια πολύ συγκεκριμένη συγκυρία. Που ακόμη και αν δεν παραχωρεί τη δυνατότητα αποκόμισης κέρδους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόλυτη στιγμή συντήρησης ενός συγκεκριμένου τρόπου και μιας συγκεκριμένης σχέσης.
Και ναι, σίγουρα μπορούμε να συνεχίσουμε να στήνουμε ντιμπέιτ και λοιπές τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις και μεις να κρίνουμε εκ των υστέρων και να περιγράφουμε με αναλύσεις και όλοι τελικά να κινούμαστε προς τις κάλπες μακάριοι και βέβαιοι για το όποιο ορθό μας. Φυσικά και μπορούμε να συνεχίσουμε. Τουλάχιστον μέχρι να αντιληφθούμε την κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Από το blog: groucho marxism
Photo Credit: Menelaos Myrillas / SOOC