Η φράση του τίτλου ανήκει στην Λένα Αλτίνογλου, εκπαιδευτικού στη Λέσβο, που σε εκδήλωση για τις πολιτικές αποκλεισμού των προσφύγων και των Ρομά από την εκπαίδευση εξηγούσε ότι μόνο το σχολείο μπορεί να φέρει τους ανθρώπους μαζί, να κάνει πράξη την έννοια της συμπερίληψης.
Μόνο που το σχολείο φέτος δεν είχαν την τύχη να το δουν ούτε από κοντά αλλά ούτε και από μακριά –μέσω του διαδικτύου– χιλιάδες παιδιά προσφύγων στη χώρα μας, που έμειναν εκτός από κάθε διαδικασία εκπαίδευσης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Πρόκειται ίσως για την πιο ρατσιστική πολιτική εκ μέρους του ελληνικού κράτους, που όχι μόνο δεν κατάφερε αλλά δεν επιχείρησε καν να διασφαλίσει συνθήκες ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση για τα παιδιά των προσφύγων, παρότι η πλειοψηφία τους είχε εγγραφεί κανονικά στα σχολεία στην αρχή της χρονιάς. Είναι ενδεικτικό της αδιαφορίας του Υπουργείου Παιδείας ότι μέχρι και σήμερα δεν δίνει τα πραγματικά στοιχεία για το πόσοι μαθητές/τριες από τους προσφυγικούς πληθυσμούς κατάφεραν να φοιτήσουν στα σχολεία. Η αδιαφορία για τη φοίτηση των παιδιών προσφύγων συνεχίζεται και σήμερα με την επανέναρξη της λειτουργίας των σχολείων στις 10 Μαΐου όπου όλη η διαδικασία για την υποχρεωτική διενέργεια self test –ακόμη και σε πρόσφυγες που με ευθύνη της κυβέρνησης δεν διαθέτουν ΑΜΚΑ– έχει εναποτεθεί στην καλή θέληση των Συντονιστών Εκπαίδευσης, χωρίς τη συμμετοχή κάποιου υγειονομικού φορέα που να ελέγχει τη διαδικασία.
Πρόσχημα η πανδημία
Πρόσχημα για τον αποκλεισμό των παιδιών προσφύγων από την εκπαίδευση αποτέλεσε από τον Μάρτιο του 2020 η πανδημία, εξαιτίας της οποίας εκδιδόταν μία επαναλαμβανόμενη ΚΥΑ που έθετε περιορισμούς εξόδου των προσφύγων από τις δομές και η οποία δεν τροποποιήθηκε παρά τις παρεμβάσεις θεσμικών φορέων, οργανισμών και τις εκκλήσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών. Στην περίπτωση της Κεντρικής Μακεδονίας μάλιστα, η ΚΥΑ συνοδευόταν από μια ανυπόγραφη οδηγία-ερμηνεία του τότε Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Α. Κόπτση, μετέπειτα γ.γ του Υπουργείου, περί απαγόρευσης μετακίνησης των παιδιών των προσφύγων προς τα σχολεία χωρίς να εξηγούνται οι λόγοι της διάκρισης αυτής. Η ΚΥΑ έτσι ερμηνευόταν κατά το δοκούν από τους διοικητές των καμπ και τους υπεύθυνους των δομών, με αποτέλεσμα οι μαθητές να μην πηγαίνουν σχολείο ακόμη και πριν το γενικό lockdown.
Ακόμη όμως και σε εκείνο το μικρό διάστημα στα τέλη Ιανουαρίου, που τα σχολεία άνοιξαν για λίγες εβδομάδες και η ΚΥΑ είχε μείνει ανενεργή, τα περισσότερα παιδιά προσφύγων δεν πήγαν στο σχολείο, είτε γιατί δεν είχαν προσληφθεί οι υπεύθυνοι καθηγητές-τριες στις τάξεις υποδοχής και στις Δομές Υποδοχής και Ένταξης Προσφύγων (ΔΥΕΠ), είτε γιατί κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη της απόφασης να πάνε σχολείο, ή γιατί υπήρχε εκκρεμότητα συμβάσεων για την μεταφορά τους σε διάφορες περιοχές. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η απαγόρευση να ισχύει επ’ αόριστον. Αποκλεισμένα έμειναν όμως και από τη διαδικασία της τηλεκπαίδευσης, εξαιτίας μιας σειράς προβλημάτων που ήταν γνωστά στο Υπουργείο Παιδείας και στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής ήδη από την αρχή της χρονιάς χωρίς να γίνει καμία προσπάθεια επίλυσής τους.
Δομές χωρίς wi-fi, μαθητές και μαθήτριες εκτός τηλεκπαίδευσης
Στις περισσότερες δομές, πέρα από τα υπόλοιπα προβλήματα διαβίωσης, δεν υπάρχει σύνδεση στο διαδίκτυο, ούτε αίθουσα με υπολογιστές. Τα περισσότερα παιδιά ζουν σε κοντέινερ χωρίς υπολογιστή ή τάμπλετ, πολλές φορές σε πολυπληθείς οικογένειες που στην καλύτερη περίπτωση έχουν στην κατοχή τους ένα κινητό. Είναι άξιο απορίας πώς θα μπορούσαν οι πρόσφυγες να καταφέρουν να συνδεθούν στην πλατφόρμα και να παρακολουθήσουν την ήδη δύσκολη για όλους τους μαθητές εκπαιδευτική διαδικασία χωρίς καν τη στοιχειώδη βοήθεια και χωρίς να γνωρίζουν ακόμη τη γλώσσα. Ενδεικτικό είναι ότι με εξαίρεση το Βαγιοχώρι και, σε έναν μικρό βαθμό, τα Διαβατά, όπου έγινε προσπάθεια τα παιδιά να πάνε σχολείο ή να συνδεθούν στις πλατφόρμες, ελάχιστα τελικά τα κατάφεραν μετά από πολλές προσπάθειες. Μαρτυρίες κάνουν λόγο για μικρούς μαθητές που έψαχναν σήμα από το κινητό μέσα στο κρύο στα καμπ για να παρακολουθήσουν έστω λίγες ώρες μαθήματος, και για πρόσφυγες που ξεκίνησαν μαθήματα σε άλλους πρόσφυγες αντιπαλεύοντας τον ατελείωτο χρόνο αναμονής και απραξίας. Η απουσία δυνατότητας πρόσβασης στην τηλεκπαίδευση στέρησε από τα παιδιά προσφύγων και το χρήσιμο εκπαιδευτικό υλικό, το οποίο οι υπόλοιποι μαθητές στη χώρα μοιράζονταν μέσω της πλατφόρμας. Οι όποιες προσπάθειες, έγιναν και πάλι από εκπαιδευτικούς και συντονιστές εκπαίδευσης που μοίρασαν μόνες-οι τους κάποιες σημειώσεις στους αποκλεισμένους απ’ όλους και όλα μαθητές.
Εκτός από τη δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση, τα παιδιά των προσφύγων για παραπάνω από ένα χρόνο έμειναν εκτός της απαραίτητης κοινωνικοποίησης που γίνεται στο σχολείο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας οι δομές, πολλές από τις οποίες είχαν μετατραπεί σε φυλακές λόγω απαγόρευσης ελεύθερης εξόδου, ήταν ο μοναδικός κοινωνικός τους χώρος, με ό,τι σημαίνει αυτό για την επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας αλλά και την καθυστέρηση στην ένταξή τους στην κοινωνία.
Πολλαπλοί και άλυτοι φραγμοί
Τα πιο τρανταχτά παραδείγματα αποκλεισμού των παιδιών των προσφύγων από την εκπαίδευση είναι η Λέσβος, η Σάμος και γενικότερα τα νησιά, η Ριτσώνα και σχεδόν όλα τα καμπ της Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με έκθεση της Υποστήριξης Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA), τα περισσότερα από 800 παιδιά σχολικής ηλικίας που ζουν στο καμπ της Ριτσώνας έμειναν μέχρι τον Απρίλιο εκτός σχολείου ενώ, με τα γνωστά επιχειρήματα περί κινδύνου για τη δημόσια υγεία, η Δήμαρχος Χαλκιδέων έχει αντιταχθεί στην πρόσβασή τους σε τοπικά σχολεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αδιαφορίας για την οργάνωση της εκπαίδευσης των προσφύγων ήταν και το καμπ των Διαβατών. Όταν άνοιξαν τα σχολεία για λίγες εβδομάδες στα τέλη του Ιανουαρίου, οι μαθητές της πρωτοβάθμιας πήγαν κανονικά στις πρωινές τάξεις, ωστόσο από τις δύο ΔΥΕΠ που έπρεπε να λειτουργήσουν στα δύο σχολεία των Αμπελοκήπων λειτούργησε τελικά η μία, καθώς η μια υπεύθυνη καθηγήτρια δήλωσε άδεια κύησης και δεν αντικαταστάθηκε από τα Χριστούγεννα μέχρι και σήμερα. Οι ΔΥΕΠ είναι εκείνο το σημαντικό στάδιο που τα παιδιά χρειάζεται να περάσουν για να εξοικειωθούν με τη γλώσσα και να ενταχθούν σταδιακά στις κανονικές τάξεις του σχολείου. Στα Διαβατά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, υπάρχουν παιδιά που λόγω της πολύμηνης αναμονής αλλά και του ταξιδιού που προηγήθηκε προς στην Ελλάδα έχουν να πάνε σχολείο για πάνω από δύο χρόνια.
Εντός των καμπ, λόγω της απουσίας στελέχωσης των ΔΥΕΠ, υπήρξαν διαφοροποιήσεις ως προς τα παιδιά προσφύγων που τελικά πήγαν έστω και λίγο στο σχολείο. Εξαιτίας αυτών των διαφοροποιήσεων δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπως στα Διαβατά, όπου εκφράστηκαν παράπονα για τη διάκριση αυτή. Ακόμη, όμως και οι εκκλήσεις των οικογενειών αυτών έβρισκαν πάντα κλειστές πόρτες, καθώς το Υπουργείο Παιδείας αδιαφορούσε επιδεικτικά για την ένταξή τους στη μαθησιακή λειτουργία.
Πόρισμα-καταπέλτης από τον Συνήγορο του Πολίτη
Ο αποκλεισμός από την εκπαίδευση έρχεται να προστεθεί στον ευρύτερο κοινωνικό αποκλεισμό των προσφύγων από την κοινωνία. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αποκλεισμό μέσα στον αποκλεισμό, πράγμα που καταγγέλθηκε και από τον Συνήγορο του Πολίτη, το πόρισμα του οποίου ήταν καταπέλτης.
«Οι αρχές και τα επιμέρους κατοχυρωμένα δικαιώματα της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ, ν. 2101/1992) αποτελούν, αναμφίβολα, το αφετηριακό σημείο για την προσέγγιση της υποχρέωσης της ελληνικής πολιτείας σε σχέση με την εκπαίδευση όλων των σχολικής ηλικίας παιδιών που διαβιούν στη χώρα, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση» σημειώνει στο πόρισμά του που εξέδωσε στις 11 Μαρτίου ο Συνήγορος του Πολίτη, αναφέροντας ότι η ΔΣΔΠ υπερισχύει έναντι του κοινού νόμου και άλλων ρυθμίσεων.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, μετά από αναφορές, απευθύνθηκε σε όλες τις δομές του Υπουργείου Μετανάστευσης και στους Συντονιστές Εκπαίδευσης ζητώντας πληροφορίες ως προς τους αριθμούς των παιδιών που βρίσκονται στις δομές, τα εγγεγραμμένα στα σχολεία παιδιά, αλλά και εκείνα που φοιτούσαν πραγματικά στο ελληνικό σχολείο μετά την έναρξη της τρέχουσας σχολικής χρονιάς.
Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες από τις σημαντικότερες διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στο πόρισμα:
– Στην πλειοψηφία των δομών φιλοξενίας, τα περισσότερα παιδιά είχαν εγγραφεί και συνεχίζουν να εγγράφονται κανονικά στα σχολεία και τις ΔΥΕΠ (ποσοστό 62% του συνόλου των παιδιών σχολικής ηλικίας), εντός του προβλεπόμενου ή πάντως εύλογου χρόνου από την άφιξη και καταγραφή τους. Σε χώρους με αυξημένο πληθυσμό –άρα και μεγάλο αριθμό παιδιών σχολικής ηλικίας– εντοπίζονται, ωστόσο, προβλήματα και καθυστερήσεις για την κατανομή των μαθητών/τριών σε σχολεία πλησίον της δομής φιλοξενίας και των γειτονικών περιοχών, εξαιτίας ιδίως της έλλειψης κενών θέσεων, επαρκούς προσωπικού ή και χώρων για τη δημιουργία πρόσθετων τμημάτων αλλά και, συχνά, της επιφυλακτικότητας των ίδιων των σχολείων ή και των τοπικών κοινωνιών έναντι της μαζικής ένταξης αλλοδαπών μαθητών/τριών στις εκπαιδευτικές δομές (ενδεικτικά, δομή Μαλακάσας, όπου περίπου 480 παιδιά δημοτικού αδυνατούν να εγγραφούν στο πρωινό σχολείο ή σε ΔΥΕΠ, λόγω έλλειψης θέσεων, δομή Ριτσώνας κ.ά.).
– Διαφορετική είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά τα ΚΥΤ, γεγονός που κατά κανόνα αποδίδεται από τους υπεύθυνους στην κινητικότητα των πληθυσμών των χώρων αυτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ενημέρωση από τις Διοικήσεις και τους ΣΕΠ, στα ΚΥΤ σχεδόν το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού παραμένει εκτός σχολείου. Ειδικότερα, σε σύνολο 2.090 ανηλίκων σχολικής ηλικίας που διαμένουν στα ΚΥΤ, μόλις 178 ήταν εγγεγραμμένοι/ες έως τον Ιανουάριο, ενώ είχαν φοιτήσει 7.
– Στο ΚΥΤ της Λέσβου δεν υπήρχε μέχρι την ώρα σύνταξης του πορίσματος εκπαιδευτικός σχεδιασμός ούτε έχει οριστεί ΣΕΠ, παρά τον μεγάλο αριθμό παιδιών (περίπου 1.100 σχολικής ηλικίας).
Ανάλογη είναι, σύμφωνα με το πόρισμα, η εικόνα και σε άλλα νησιά, π.χ. στη Χίο και τη Σάμο, με προβλήματα στις εγγραφές παρά τις προσπάθειες των Συντονιστών Εκπαίδευσης ενώ κατά περιπτώσεις εμφανίζεται η εγγραφή τους όταν χάνεται τουλάχιστον η μισή χρονιά.
Το σημαντικότερο, όμως, συμπέρασμα του πορίσματος είναι η διαπίστωση ότι ο αριθμός εγγραφών παιδιών των δομών του Υπουργείου Μετανάστευσης και των ΚΥΤ στα σχολεία απέχει δραματικά από την πραγματική φοίτησή τους.
«Είναι αξιοσημείωτο ότι στο σύνολο των δομών, από τα 10.431 παιδιά σχολικής ηλικίας είχε εγγραφεί ποσοστό 62% αλλά έως τις αρχές Ιανουαρίου φοιτούσε μόλις ποσοστό 14,2% (δηλ. μόλις 1.483 παιδιά), στην πραγματικότητα μάλιστα ακόμη μικρότερο, εξαιτίας της αυξημένης σχολικής διαρροής που σχετίζεται με τις δυσλειτουργίες του συστήματος» σημειώνεται χαρακτηριστικά στο πόρισμα.
Οι κύριοι λόγοι για τη μη φοίτηση –πέραν της εγκατάλειψης– είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν από τους ΣΕΠ, η μη έγκαιρη λειτουργία των ΔΥΕΠ, η μη στελέχωση ή η ελλιπής στελέχωση των Τάξεων Υποδοχής, η μη διασφάλιση της μεταφοράς των μαθητών/τριών στα σχολεία, οι ελλείψεις στους εμβολιασμούς και τη χορήγηση Ατομικού Δελτίου Υγείας Μαθητή και ο περιορισμός κυκλοφορίας των πληθυσμών πολλών δομών σύμφωνα με τις εκάστοτε ΚΥΑ.
Ιδιαίτερα προβλήματα εντοπίστηκαν στη στελέχωση των τάξεων υποδοχής αρκετά μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, αλλά και στις περιπτώσεις που στελεχώθηκαν, οι μαθητές/τριες δεν ήταν σε θέση να φοιτήσουν εξαιτίας άλλων προσκομμάτων (μεταφοράς στα σχολεία κ.ά) με αποτέλεσμα η φοίτηση να αποτελεί την εξαίρεση όπου το σχολείο ήταν προσβάσιμο με τα πόδια ή όταν οι συμβάσεις μεταφοράς είχαν καταρτιστεί νωρίτερα.
Ένα ειδικότερο σοβαρό ζήτημα σχετικά με τη λειτουργία των Τ.Υ. είναι εκείνο που απαντάται ως προς τα παιδιά πολλών δομών και αφορά την μη αποδοχή τοποθέτησης από εκπαιδευτικό, τη λήψη άδειας μεγάλης διάρκειας (πολύ συχνά αναφέρθηκε από τους ΣΕΠ η άδεια εγκυμοσύνης) ή την αναβάθμιση ωραρίου, που συνεπαγόταν τοποθέτηση του εκπαιδευτικού σε άλλη εκπαιδευτική μονάδα.
Το ίδιο πρόβλημα εντοπίστηκε και στη λειτουργία των ΔΥΕΠ καθώς, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, «σε όλη σχεδόν τη χώρα δεν είχαν ξεκινήσει έως τις αρχές Ιανουαρίου του 2021, λόγω καθυστέρησης τοποθέτησης των εκπαιδευτικών που τις στελεχώνουν. Επομένως, οι μαθητές που είχαν εγγραφεί σε αυτές παρέμεναν εκτός εκπαίδευσης για το μισό σχολικό έτος».
Σε αρκετούς χώρους φιλοξενίας εξακολουθούν να μη λειτουργούν οι ΔΥΕΠ, κυρίως επειδή οι εκπαιδευτικοί δεν αποδέχθηκαν τις τοποθετήσεις, είτε επειδή η κατάσταση των χώρων που προορίζονταν για το μάθημα δεν ήταν η κατάλληλη είτε επειδή δεν είχε εξασφαλιστεί η μεταφορά εκτός δομών στις ΔΥΕΠ.
Τρομακτικά είναι και τα στοιχεία για την συμμετοχή των μαθητών/τριών στην τηλεκπαίδευση: Είναι χαρακτηριστικό, αναφέρει το πόρισμα, ότι από τις 30 δομές που απάντησαν στην ερώτηση, οι 27 δήλωσαν ότι η τηλεκπαίδευση δεν λειτούργησε ή λειτούργησε εντελώς αποσπασματικά εξαιτίας της έλλειψης πρόσβασης στο διαδίκτυο σε πολλές δομές, κακής σύνδεσης στις περισσότερες, έλλειψης εξοπλισμού (τάμπλετ, κινητό ή σταθερό τηλέφωνο, υπολογιστής) και λόγω αδυναμίας επαρκούς διά ζώσης υποστήριξης.
Υπουργείο Παιδείας: Για όλα φταίει η πανδημία…
Το υπουργείο Παιδείας στην απάντησή του προς τον Συνήγορο του Πολίτη αποδίδει τα όποια προβλήματα στις εγγραφές ή στη στελέχωση των σχολείων στην κινητικότητα του συγκεκριμένου πληθυσμού και στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, συμπεραίνοντας κατά τα άλλα ότι όλα καλώς είναι καμωμένα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί, όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθεί γι’ αυτό. Το Υπουργείο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι 8.780 παιδιά είναι εγγεγραμμένα σε πρωινά σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς όμως να έχουν δημιουργηθεί σε αυτά Τάξεις Υποδοχής. Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραδίδει, οι εγγεγραμμένοι μαθητές είναι 14.423. Κανένα στοιχείο, όμως, δεν δίνεται για το πόσα τελικά παιδιά φοίτησαν φέτος στο σχολείο. Το Υπουργείο Παιδείας παραδέχεται επιπλέον ότι δεν στελεχώθηκαν επαρκώς ούτε οι ΔΥΕΠ ούτε οι τάξεις υποδοχής και για αυτό, όπως και για όλα τα υπόλοιπα προβλήματα, ευθύνεται… η πανδημία. Σχετικά με την τηλεκπαίδευση, οι δυσκολίες διασύνδεσης αποδίδονται στους υπεύθυνους των καμπ οι οποίοι, όσον αφορά τουλάχιστον τους διοικητές, έχουν διοριστεί από την ίδια την κυβέρνηση!
Έτσι, το όνειρο της εκπαίδευσης των προσφύγων στην Ελλάδα στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις προσπάθειες των εκπαιδευτικών αλλά και των ίδιων των προσφύγων, κάποιες/οι εκ των οποίων δημιούργησαν αυτοσχέδια σχολεία εντός των στρατοπέδων πολλές φορές ακόμη και σε εγκαταλελειμμένους χώρους μέσα σε αυτά. Το σχολείο, που με τόσους τρόπους τους το στέρησαν, ήταν ο μόνος τρόπος να απαλλαγούν έστω και για λίγο από την αγωνία της αναμονής για τις αιτήσεις ασύλου, τους κοινωνικούς φραγμούς και από τα πολλαπλά τραύματα του δύσκολου ταξιδιού τους στην Ελλάδα.
Στην καλή θέληση των εκπαιδευτικών η φοίτηση των μαθητών, ακόμη και σήμερα
Ακόμη και σήμερα με την επαναλειτουργία των σχολείων όλη η διαδικασία ελέγχου των self test έχει αφεθεί στην καλή θέληση των Συντονιστών/τριών Εκπαίδευσης που, για να καταφέρουν να πάνε τα παιδιά σχολείο, υπερπηδώντας όλες τις άλλες δυσκολίες, παραλαμβάνουν μόνες/οι τους, χωρίς τη βοήθεια του ΕΟΔΥ, τα τεστ για τα εκατοντάδες ανά δομή παιδιά από το φαρμακείο και καταγράφουν τα αποτελέσματα στην πλατφόρμα δύο φορές την εβδομάδα, πράγμα για το οποίο όμως δεν είναι υπεύθυνες/οι. Σε αυτή τη διαδικασία απουσιάζει δραματικά ο ΕΟΔΥ που βρίσκεται στις δομές και δηλώνει ανευθυνότητα ως προς την παροχή τέτοιας βοήθειας, οξύνοντας προφανώς και την αναξιοπιστία της όλης διαδικασίας καθώς και τον κίνδυνο για διασπορά του ιού. Σε όσα καμπ πάλι δεν έχουν γίνει τέτοιες προσπάθειες από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς για να υλοποιηθεί αυτή η δύσκολη διαδικασία, τα παιδιά συνεχίζουν να μην πηγαίνουν σχολείο… Το ερώτημα είναι: ποιος πραγματικά θα νοιαστεί.
Σταυρούλα Πουλημένη