in

Το νησί των ανθρωποφάγων και η μυστηριώδης νήσος. Του Απόστολου Λυκεσά

Το νησί των ανθρωποφάγων και η μυστηριώδης νήσος. Του Απόστολου Λυκεσά

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο. Ένα ιστιοφόρο που εξαιτίας της ανικανότητας του πλοιάρχου και των αξιωματικών έχασε τον προσανατολισμό του ενώ καταιγίδες είχαν καταστρέψει τελείως τα πανιά του. Δεν έφτανε το κακό το ριζικό τους, ο καπετάνιος, μια μέρα είχε την φαεινή ιδέα να ζητήσει και βοήθεια από τον πειρατή Μαυρογένη, τόσο του έκοβε. Οι πειρατές έκαναν ρεσάλτο και τους πήραν ότι είχαν σε ασημικό και μέταλλο, τους νέους τους έκαναν σκλάβους, και για να είναι πλήρης ο εξευτελισμός τους έδωσαν το δικαίωμα να κρατήσουν μόνο τα βρακιά τους.

Οπότε πήγαινε έρμαιο των κυμάτων και των ρευμάτων το σκάφος, κι ο καιρός πέρασε χωρίς κανείς να το καταλάβει καθώς ήταν παραδομένοι όλοι στην αδιαφορία που γεννάει η απελπισία.

Κάποτε, και τα σάπια εφόδια που δεν είχαν κλέψει οι πειρατές, σώθηκαν. Βέβαια πριν φανούν οι πειρατές ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί είχαν χλαπακιάσει όλο το λαρδί, τις σαλάτες και τις πατάτες, είχαν πιει όλο το κρασί και το ρούμι, αλλά στην κατάσταση που είχανε φτάσει και για να προλάβουνε την στάση του πληρώματος ανακοίνωσαν ότι αυτοί δεν φταίγανε γιατί «όλοι μαζί λαδώσανε το άντερό τους».

Κατηγόρησαν, μάλιστα, τον μάγειρα, ότι μασούσε στα κλεφτά κοψίδια που ήτανε για το κοινό τραπέζι κι αυτό εξόργισε το πλήρωμα κι όλοι μαζί έκριναν ότι του άξιζε, του μάγειρα, να τον βάλουνε στην άκρη μιας σανίδας και να του δώσουνε μια στον πισινό με ένα σπαθί για να τον φάνε τα σκυλόψαρα. Το ίδιο έγινε και με τον λοστρόμο, ο οποίος, αν και προτίμησε το κλείσιμο στο αμπάρι, δεν την γλύτωσε τελικά την άκρη της σανίδας.

Τα μαλώματα για τις ευθύνες πήραν τέτοια διάσταση που, αν οι πειρατές τους είχανε αφήσει έστω ένα κουταλάκι θα το είχανε λιμάρει και θα σφάζονταν μεταξύ τους. Για να κρατήσει ένα μέτρο ο πλοίαρχος, έριξε στο μπουντρούμι έναν αξιωματικό, αλλά κι αυτό μόνο προσωρινά λειτούργησε κατευναστικά.

Η κατάσταση θα ξέφευγε τελείως, οπότε ο πλοίαρχος προτίμησε να κάνει μια κίνηση απελπισίας, παραιτήθηκε του αξιώματος και αποτραβήχτηκε στην καμπίνα του. Οι αξιωματικοί διάλεξαν άλλο καπετάνιο, έναν που είχε κι αυτός παρτίδες με τους πειρατές, θα τους γλύτωνε θαρρούσαν αν τους ξανασυναντούσαν. Ούτε κι αυτός όμως έκαμε προκοπή διότι πάνω που είχαν ρίξει κάτι παλιόδιχτα και είχανε βγάλει καλή ψαριά, τους τα πήρανε πάλι οι Μαυρογένηδες οι οποίοι τους χάρισαν ξανά τη ζωή τους και το βρακί τους. Διάλεξαν οι αξιωματικοί άλλον καπετάνιο και στείλανε πάλι τον προηγούμενο σε άλλη καμπίνα. Ο νέος είχε ιδέες.

Γιατί να βγάζουμε στην άκρη της σανίδας τους υπεύθυνους και να μην τους τρώμε; Η ιδέα προκάλεσε ανατριχίλα για δύο μέρες. Την επόμενη φάγανε τον πρώτο με βάση κάτι πλημμελήματα. Δεν ήταν κι άνοστος. Τους άρεσε η ιδέα. Οπότε κατάρτισαν λίστα των προς φάγωμα, λέγανε μάλιστα, για να αυτοαθωωθούνε, ότι ήτανε διαθέσιμοι από μόνοι τους όσοι θα πηγαίνανε να κατοικήσουνε στα στομάχια των άλλων. Αλλά και οι διαθέσιμοι τελειώνανε, άσε που ξαναπέρασαν οι πειρατές, ένα μυστήριο αυτοί δεν χάνονταν ποτέ, και τους πήρανε τους διαθέσιμους και τους αφήκαν πάλι και ζωή και βρώμικο βρακί.

Ψωμολυσούσαν, το λοιπόν, όλοι και είχανε φτάσει στην άκρη της απελπισίας τους όταν είδαν ξαφνικά γη. Έπρεπε να ήσασταν εκεί να βλέπατε τα γενόμενα. Η γη δεν ήταν μία αλλά δύο. Δυο νησιά με τις μπανανιές τους τα νερά τους τις παραλίες τους. Στο ένα όμως μένανε ανθρωποφάγοι στο άλλο δεν βλέπανε κίνηση. Κι άρχισε το μαλλιοτράβηγμα. Κι εμείς ανθρωποφάγοι είμαστε έλεγαν αυτοί που είχανε νοστιμευθεί με των συντρόφων τους το κρέας. Γιατί να μην πάμε στο άλλο νησί που φαίνεται πιο ήσυχο να αναλάβουμε δυνάμεις λέγανε κάποιοι. Είναι μυστηριώδες απαντούσαν οι απέναντι. Αυτοί οι άλλοι είχανε βγει από το μπουντρούμια κι ήτανε Κοκκινογένηδες και φασαρτζήδες, θέλανε να πάρουνε την εξουσία κι έλεγαν ότι δεν είναι δυνατό να συνεχίσουμε την πορεία προς τον όλεθρο αλλά τους κατηγορούσαν οι άλλοι, ότι ήτανε Κοκινογένηδες των αμπαριών, που εμπόδιζαν τους διαθέσιμους να φαγωθούν, οπότε ήτανε συντηρητικοί και καλύτερα να συνέχιζαν την ανθρωποφαγία όπως την ξέρανε στο νησί των ανθρωποφάγων, τι τις θέλουνε τις περιπέτειες σε άγνωστα νησιά. Βάζανε και τους ραβδούχους από καιρό σε καιρό να τους συνετίζουνε με την παλιά μέθοδο του ξυλοκοπήματος.

Και κράτησε αυτό καιρό αλλά οι Κοκκινογένηδες ήτανε ζόρικοι δεν το βάζανε κάτω και παίρνανε όλο και περισσότερους με το μέρος τους, εκθειάζανε συνεχώς τα καλά της ανθρωποφαγίας, ότι στο νησί των ανθρωποφάγων υπάρχει θησαυρός που αν τον βρούνε σωθήκανε μια και καλή, λέγανε, λέγανε,  λέγανε, αλλά δεν έπιαναν πια τα κόλπα τους και δέχθηκαν με τα πολλά να κάνουνε μάζωξη μια Κυριακή και να αποφασίσουνε.

Κι έφτασε η Κυριακή. Οπότε θα μάθουμε το τέλος της ιστορίας.

* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 10:00- 12:00.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τι είναι το πρωτογενές πλεόνασμα;

Καμιά προσευχή για τους χρυσαυγίτες. Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη