Πριν από λίγες μέρες παρουσιάστηκε από τον υπουργό Ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας το νέο αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας, για την επόμενη δεκαετία, μαζί με την αρχιτεκτονική του νέου ΕΣΠΑ για την περίοδο 2014-2020.
Οι μελέτες (McKinsey & ΙΟΒΕ), στις οποίες στηρίχθηκε το νέο αναπτυξιακό σχέδιο, υποστηρίζουν πως η στοχευμένη ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων (Αγροτοδιατροφικός, ποιοτικός – τουριστικός, logistics, φάρμακα–υπηρεσίες υγείας, περιβαλλοντική βιομηχανία, παραγωγή και εξοικονόμηση ενέργειας κλπ) θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος για την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για την χώρα.
Αυτό το νέο παραγωγικό μοντέλο με τους συγκεκριμένους κλάδους θα απαιτήσει 112 δις € επενδύσεις μέχρι το 2020, θα παράγει 48 δις € το έτος προστιθέμενη αξία και θα δημιουργήσει 640.000 θέσεις εργασίας μέχρι το 2020, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις των δύο μελετών.
Όλα τα προηγούμενα και σε επίπεδο διατύπωσης είναι πάρα πολύ καλά έως και ενθαρρυντικά για έναν ανυποψίαστο αναγνώστη αλλά όπως είναι γνωστό, στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος. Ας δούμε γιατί:
Η δημιουργία 640.000 θέσεων απασχόλησης μέχρι το 2020: Ο στόχος αυτός απαιτεί να δημιουργούνται 91.000 θέσεις απασχόλησης περίπου ετησίως, δηλαδή διπλάσιες θέσεις από ότι δημιουργούνταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 που ήταν και δεκαετία των «οραμάτων», των μεγάλων έργων υποδομής, των ολυμπιακών αγώνων κλπ. Αλλά και με αυτούς τους ρυθμούς δημιουργίας θέσεων απασχόλησης η ανεργία θα μειωθεί γύρω στο 15%, ποσοστό που δεν μπορεί να θεωρηθεί «φυσικό» ποσοστό ανεργίας. Πως μπορεί όμως να πιαστεί ο παραπάνω φιλόδοξος μεν αλλά ανεπαρκής στόχος για να μειωθεί η ανεργία σε μονοψήφια νούμερα; Με δύο τρόπους!
Ο πρώτος προϋποθέτει η ανάπτυξη των προτεινόμενων κλάδων (τους περισσότερους τους αναφέραμε παραπάνω) να είναι τέτοιας έντασης που να δημιουργήσει ένα σούπερ – πολλαπλασιαστικό φαινόμενο στην οικονομία που όμοιο του δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ ξανά. Ακόμα και για την χρυσή εποχή του φορντισμού των δεκαετιών 50 – 60 – 70 κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των δυτικών κοινωνιών στηρίχθηκε στη δυναμική των κλάδων των αυτοκινήτων και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Οι κλάδοι αυτοί ήταν σημαντικοί αλλά όχι η κύρια αιτία της ιστορικά μοναδικής αναπτυξιακής τάσης της περιόδου. Οι κλάδοι αυτοί ήταν ο πολλαπλασιαστής και ο επιταχυντής της ανάπτυξης αλλά ο πολλαπλασιαστέος και η «μάζα» που αποκτά επιτάχυνση τι «πράγμα» ήταν; Ήταν κάτι εξωτερικό της οικονομίας. Ήταν η «έξοδος» των δυτικών κοινωνιών από τις καταστροφές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στη βάση μιας αναβάθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων και μερισμάτων χωρίς να θίγονται απαραίτητα τα συμφέροντα του Κεφαλαίου. Στην εποχή της ευρωλιτότητας, των μνημονίων και ειδικότερα για κατεστραμμένες οικονομίες τύπου Ελλάδας δεν μπορούμε να μιλάμε για τέτοιες αναπτυξιακές ωθήσεις. Το μέγιστο που μπορούμε να περιμένουμε είναι μια ανάκαμψη που θα περιοριστεί σε συγκεκριμένους κλάδους και θα έχει εντελώς περιορισμένα αποτελέσματα. Αλλά ακόμη και αυτό είναι εξαιρετικά αμφίβολο.
Ο δεύτερος τρόπος προσέγγισης μιας σημαντικής δυναμικής δημιουργίας θέσεων «απασχόλησης» είναι η δημιουργία, όσο και αν φανεί παράξενο, μερικών θέσεων ανεργίας (και όχι απασχόλησης). Να βρεθεί δηλαδή ένας τρόπος όπου η υπάρχουσα απασχόληση να «μοχλευτεί», να μοιραστεί μεταξύ των εργαζομένων και ανέργων με την προσθήκη ίσως κάποιων «διαρθρωτικών» παρεμβάσεων δημιουργίας θέσεων μερικής απασχόλησης σε νέες δραστηριότητες με μεταφορά ανθρώπινου δυναμικού από κλάδους που χάνουν θέσεις απασχόλησης (πχ εμπόριο) σε κλάδους που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης (πχ Logistics). Για να είναι σημαντικός ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στη βάση του παραπάνω μοντέλου απαιτείται μια ολοκληρωτική επικράτηση των μερικών μορφών απασχόλησης (πολύ μικροί μισθοί – εξαιρετικά περιορισμένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα – απεριόριστα διευθυντικά δικαιώματα) στην οικονομία και μια μεγάλη οπισθοδρόμηση του ιστορικού πλαισίου των κοινωνικών αναγκών.
«Συμφιλίωση» με το κέρδος και την επιχειρηματικότητα: Τα βασικά κείμενα του νέου αναπτυξιακού μοντέλου μας λένε ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα. Ότι ο υπ’ αριθμόν ένα παράγοντας επιτυχίας του νέου παραγωγικού μοντέλου είναι η κοινωνία και η οικονομία της Ελλάδας να «συμφιλιωθεί», επιτέλους, με την επιχειρηματικότητα. Πόσο πρέπει να «συμφιλιωθεί» όμως η ελληνική οικονομία με την επιχειρηματικότητα; Τα κείμενα των μελετών μας λένε ότι πρέπει να «συμφιλιωθεί» σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκύψουν επενδύσεις 112 δις € μέχρι το 2020 από τον ιδιωτικό τομέα κυρίως. Τι είναι όμως εκείνο που θα κινητοποιήσει τον ιδιωτικό τομέα (ξένο και ντόπιο) να επενδύσει τόσα πολλά λεφτά; Μια απάντηση είναι το ποσοστό κέρδους. Με τι σχετίζεται το ποσοστό κέρδους; Μα με το επιτόκιο χρήματος δηλαδή την χρηματική αγορά. Το επιτόκιο όμως που φτάνει στο βιομηχανικό, εμπορικό και μη χρηματικό επιχειρηματικό κόσμο στην Ελλάδα είναι υπερτριπλάσιο του επιτοκίου που δανείζεται η μέση γερμανική επιχείρηση. Άρα η επιχείρηση που θα επενδύσει στην Ελλάδα θα πρέπει ή να έχει υπερτριπλάσια παραγωγικότητα από την μέση επιχείρηση που θα επενδύσει στη Γερμανία ή να έχει συμπιέσει τόσο τον μισθό ώστε το αποτέλεσμα να είναι ισοδύναμο με αυτό της υπερτριπλάσιας παραγωγικότητας. Ένας καθόλου «φιλικός» με την επιχειρηματικότητα χρηματοπιστωτικός τομέας εξαναγκάζει όλη την κοινωνία να «συμφιλιωθεί» με την επιχειρηματικότητα. Ένα «ωραίο» και εξαιρετικά δυναμικό παράδοξο του καπιταλισμού της χρηματοπιστωτικής επιτήρησης.
Ας ανακεφαλαιώσουμε: Το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν μπορεί να βγάλει την ελληνική οικονομία από την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την ανεργία μόνο με την υπερανάπτυξη κάποιων κλάδων. Θα χρειαστεί υπέρβαση των μνημονίων και της λιτότητας και θα πρέπει να απαιτήσει νέες δημοσιονομικές πολιτικές, νέες πολιτικές χρήματος και αναδιανομές εισοδήματος και κοινωνικής ισχύος.
Αναγκαστικά όμως θα υπάρχει και η εναλλακτική του αντιπάλου: Νέο παραγωγικό μοντέλο, νέοι δυναμικοί κλάδοι με σημαντική κοινωνική οπισθοδρόμηση, όμως, ως απαραίτητη προϋπόθεση. Αυτό είναι και το αναπτυξιακό δίλημμα που θα αντιμετωπίσουμε το αμέσως επόμενο διάστημα. Οι απαντήσεις προϋποθέτουν επιλογή κοινωνικού στρατοπέδου και όχι «δήθεν» κλαδικές πολιτικές.
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.