Καθώς η διεθνής κατάσταση γίνεται όλο και πιο τεταμένη και πλησιάζουν στιγμές πυρηνικού κινδύνου, τα ημίμετρα και η πολιτική του «μικρότερου κακού» αποκαλύπτουν σοβαρούς περιορισμούς και, αυτό που είναι χειρότερο, ενδέχεται να οδηγήσουν στην απώλεια των μετασχηματιστικών οριζόντων τη στιγμή που είναι πιο απαραίτητοι από ποτέ.
Η ευρωπαϊκή και η αμερικανική αριστερά έχουν πέσει στην παγίδα που τις οδηγεί να επιλέξουν τον Τζο Μπάιντεν (τώρα την Κάμαλα Χάρις) για να αποτρέψουν τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Η γαλλική αριστερά είχε κάνει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, υποστηρίζοντας τον Εμανουέλ Μακρόν για να εμποδίσει την πορεία της Μαρίν Λεπέν. Μεγάλο μέρος της πολιτικής της περιστρέφεται γύρω από την παρεμπόδιση της ακροδεξιάς, αλλά για να το κατορθώσει αυτό συνάπτει συμμαχίες που επιταχύνουν την διολίσθηση της αριστεράς προς το κέντρο, δηλαδή προς το πουθενά.
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία δημιουργήθηκε μέσω μιας συμμαχίας με τους σοσιαλιστές και τους πράσινους, οι πολιτικές των οποίων είναι βαθιά νεοφιλελεύθερες, υποτάσσονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και συναινούν υπέρ του πολέμου στην Ουκρανία. Στο μετεκλογικό σενάριο, αυτοί που ωφελήθηκαν πρωτίστως ήταν ο Μακρόν και οι σοσιαλιστές, ενώ η χαμένη ήταν η Ανυπότακτη Γαλλία, η οποία παρέμεινε εγκλωβισμένη στη de facto συμμαχία των δύο «κέντρων», που μεγάλωσαν με το αφήγημα ενάντια στην ακροδεξιά.
Τα μέσα ενημέρωσης που προωθούν μετ’ επιτάσεως πολιτικές κατά της ακροδεξιάς είναι, μεταξύ πολλών άλλων, οι New York Times, η Guardian και η El País. Ταυτόχρονα, όμως, υποστηρίζουν την κλιμάκωση του πολέμου κατά του παλαιστινιακού λαού και ζητούν την εντατικοποίηση των πολέμων που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η ακροδεξιά αποδείχθηκε ένα σκιάχτρο στα χέρια της νεοφιλελεύθερης δεξιάς (στην οποία συμπεριλαμβάνω τους λεγόμενους σοσιαλιστές) για να νομιμοποιήσει το εξορυκτικιστικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Θέλουν να μας πείσουν ότι υπάρχει τεράστια διαφορά, για παράδειγμα, μεταξύ Μπάιντεν/Χάρις και Τραμπ ή μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών.
Με αυτό δεν υπαινίσσομαι την παραμικρή επιείκεια προς αυτούς τους εξτρεμιστές πολιτικούς και αυτές τις ανοιχτά ρατσιστικές και ξενοφοβικές πολιτικές. Ωστόσο, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολύ λίγες διαφορές μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς, αλλά υπάρχουν επίσης πολλές ομοιότητες με τις σοσιαλδημοκρατίες.
Στα θεμελιώδη ζητήματα, ας πούμε στις κρατικές υποθέσεις, υπερισχύουν τα σημεία στα οποία συγκλίνουν: είναι σφοδρά κατά της ανεξαρτησίας στο ισπανικό κράτος, πολεμοχαρείς σε διεθνές επίπεδο και υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια το μοντέλο της συσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης που επεκτείνει το κλιματικό χάος σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μετά τη Γάζα ο κόσμος είναι ένα διαφορετικό μέρος. Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές είναι ότι η παλαιά αντιπαράθεση δεξιάς-αριστεράς εξατμίζεται και σε πλανητική κλίμακα αναδύεται μια νέα που τείνει να γίνει η κύρια: αυτή που αντιπαραθέτει τον Βορρά με τον Νότο του κόσμου.
Αυτή η σύγκρουση δεν είναι νέα, ξεκίνησε τουλάχιστον κατά τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και ενισχύθηκε από το Κίνημα των Αδεσμεύτων και τη Διάσκεψη της Μπαντούνγκ το 1955.
Οι πόλεμοι στην Ουκρανία, τη Γάζα και τη Μέση Ανατολή αλλάζουν το παγκόσμιο τοπίο. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Παγκόσμιου Νότου δεν υποστήριξε τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας που προωθούνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και υποστηρίζει την Παλαιστίνη είναι ένα σημαντικό σύμπτωμα αυτής της βαθιάς αλλαγής.
Όσο η δημοκρατική κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αρνείται να διαπραγματευτεί την ειρήνη στην Ουκρανία και εξουσιοδοτεί εν λευκώ τον Νετανιάχου να συνεχίσει τον πόλεμο στη Γάζα, στη Δυτική Όχθη και τώρα και στην Υεμένη, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, εκτός από τις δηλώσεις.
Γνωρίζω καλά ότι πολλοί άνθρωποι απορρίπτουν αυτή την άποψη και μπορεί ακόμη και να θυμώσουν. Αλλά σε δύσκολους και ακραίους καιρούς σαν αυτούς που ζούμε (επιμένω στο γεγονός ότι η πυρηνική επιλογή είναι πολύ κοντά), πρέπει να αμφισβητούμε τις νοητικές δομές που έχουμε καλλιεργήσει εδώ και δεκαετίες. Πρέπει να είμαστε σε θέση να σκεφτόμαστε ενάντια στις παραδόσεις μας ως αριστεροί, να αμφισβητούμε τα πάντα και όχι μόνο αυτά που κάνουν και λένε αυτοί που βρίσκονται στην άλλη πλευρά.
Ας πάρουμε τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή. Η δεξιά την αρνείται και δεν είναι διατεθειμένη να κάνει τίποτα για να την σταματήσει, αντιθέτως, υποστηρίζει τη μαζική κατανάλωση υδρογονανθράκων. Οι προοδευτικοί μιλούν πολύ για το κλίμα, προωθούν εκδηλώσεις όπως τα ετήσια Συνέδρια για την Κλιματική Αλλαγή (COP), αλλά στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα γιατί αρνούνται να μεταμορφώσουν το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, αφήνοντας τις ενδεχόμενες αλλαγές στα χέρια της αγοράς.
Εν ολίγοις, αυτό που διαχωρίζει τη δεξιά από την αριστερά είναι βασικά οι συζητήσεις. Γνωρίζουμε ότι και τα δύο ρεύματα τείνουν να αναπτύσσουν διαφορετικές πολιτικές σε ορισμένους τομείς: ποσοστιαίες αναπροσαρμογές στους μισθούς και τις συντάξεις, μεγαλύτερη ή μικρότερη αυστηρότητα προς τους μετανάστες, περισσότερος ή λιγότερος ματσισμός (αλλά χωρίς αμφισβήτηση της πατριαρχίας, που θα συνεπαγόταν τη διάλυση των στρατών, όπως υποστηρίζει η María Galindo*) και άλλα μη δευτερεύοντα πράγματα.
Ούτε η μεγαλύτερη πιθανή μισθολογική αύξηση ούτε μια αυστηρότερη νομοθεσία κατά των βιαστών και των κακοποιητών ούτε η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών θα μπορούσε να αγγίξει τον πυρήνα του συστήματος.
Σήμερα αυτός ο πυρήνας είναι ο πόλεμος και το να μην το αντιλαμβανόμαστε σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια πιθανότητα που επιτρέπει τη σφαγή και την εξόντωση Παλαιστινίων και Υεμενιτών, καθώς και των αυτόχθονων πληθυσμών της Λατινικής Αμερικής.
Η πολιτική του «λιγότερου κακού» εστιάζει στο βραχυπρόθεσμο, χωρίς να υπολογίζει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η κύρια συνέπεια είναι η απώλεια στρατηγικών οριζόντων, της βούλησης για αλλαγή, που αναγκαστικά προϋποθέτει την απόκτηση μιας επαρκούς ανθεκτικότητας, για να αμφισβητηθεί η κατάσταση πραγμάτων κολυμπώντας ενάντια στο ρεύμα.
Μήπως δεν ήταν η «κατάσταση εξαίρεσης» ο κανόνας για τους καταπιεσμένους, όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν; Με την πάροδο του χρόνου, επικράτησε η «άνεση»: «Τίποτα δεν έχει διαφθείρει τη γερμανική εργατική τάξη περισσότερο από την ιδέα να ακολουθήσει το ρεύμα». Σε αυτό το άνετο κολύμπι, «η εργατική τάξη ξέμαθε τόσο το μίσος όσο και την ικανότητα για θυσίες», ισχυρίστηκε στη XII Θέση του για την φιλοσοφία της ιστορίας.
Είναι προφανές ότι δεν είμαστε στο ύψος των περιστάσεων.
*Βολιβιανή αναρχική φεμινίστρια, ψυχολόγος, συγγραφέας και ραδιοφωνική παραγωγός
πηγή: https://comune-info.net/