ΣΤΑΘΕΡΑ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ που γίνονται στον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως «τάζει τα πάντα στους πάντες» προκειμένου να ακουμπήσει την πολυπόθητη εξουσία. Πως παροχολογεί ασύστολα, πλειοδοτεί στα αιτήματα όλων των συντεχνιών και δεν ορρωδεί προ ουδενός: να δει τον Τσίπρα πρωθυπουργό, τον Σταθάκη και τον Σκουρλέτη υπουργούς, και τι στον κόσμο!
Πρόκειται περί προφανούς σαχλαμάρας. Πράγμα που δεν χρειάζεται επιχειρηματολόγηση. Οποιος κατανοεί την περίοδο, ξέρει πολύ καλά πως η πιθανότατη ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ριζοσπαστική Αριστερά κάθε άλλο παρά «χαρούμενη επιστήμη» θα συνιστά. Και οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ κατανοούν πολύ καλά την περίοδο –τέσσερα χρόνια τώρα, άλλωστε, scripta manent.
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΥΤΟ σημείωμα, όμως, το θέμα μου δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα καλά του και τα κακά του. Το θέμα μου είναι οι «άλλοι». Οσοι, δηλαδή, εγκαλούν το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς πως –για να χρησιμοποιήσω κάτι που γράφτηκε σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα, πρόσφατα– διαχέει μπαλαφάρες περί «πλουτοκρατίας» και «ξενοκρατίας» προκειμένου να απαλύνει τις όποιες ενοχές (;) «για το μεγάλο φαγοπότι του πρόσφατου παρελθόντος».
Θα αποφύγω να αποδώσω τέτοιες τοποθετήσεις σε συνειδητή προσχώρηση στη χορεία όσων θέλουν να επενδύσουν στη συλλογική ενοχή ενός ολόκληρου λαού. Θα αποφύγω, επίσης, να τους αποδώσω παγκαλισμό, όσο κι αν οι ίδιοι δεν προσέχουν το ίδιο όταν προσάπτουν στους συριζαίους παλαιοπασοκισμό –κι ας είναι αυτό από τις χειρότερες και τις πιο αστοιχείωτες προσβολές που μπορούν να γίνουν στους ανθρώπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την παράδοση, τις αξίες και την ιστορία τους.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ, ωστόσο, να μην τους προσάψω μια ορισμένη προπέτεια.
Αλήθεια, τι άλλο είναι μια τοποθέτηση που θεωρεί ότι η δέσμευση της Αριστεράς κανείς να μην είναι χωρίς ρεύμα, χωρίς στέγη και τροφή, κανένα παιδί να μην υποσιτίζεται και κανείς να μη μένει χωρίς πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, συνιστά παροχολογία;
Αλήθεια, συνιστά παροχολογία το 1% του ΑΕΠ, που προβλέπεται στο άμεσο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, για τη στοιχειώδη αντιμετώπιση των συνεπειών της κοινωνικής καταστροφής; Συνιστά παροχολογία το αντίστοιχο ποσό προκειμένου να αρχίσει να αντιμετωπίζεται το εκρηκτικό πρόβλημα των εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών που κινδυνεύουν άμεσα να χάσουν τα σπίτια τους;
Οχι, δεν συνιστά παροχολογία. Το αντίθετο! Για τα ελάχιστα πρόκειται. Η αδυναμία παραδοχής αυτού του προφανούς μόνο σε δύο αιτίες, νομίζω, μπορεί να αποδοθεί: στη γραφική εκδοχή, σε νεοφιλελέ σουσουδισμό και, στη χειρότερη, σε προπέτεια.
ΥΠΑΡΧΕΙ, ΟΜΩΣ, κι ένα πραγματολογικό ζήτημα σχετικά με το «μεγάλο φαγοπότι του πρόσφατου παρελθόντος». Το γεγονός, δηλαδή, πως για μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν ίσχυσε ποτέ.
Προσωπικά, ως εκπαιδευτικός σε δημόσιο σχολείο δεν νιώθω να συμμετείχα σε κάτι σχετικό. Και φαντάζομαι πως αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τα κορίτσια των βιοτεχνιών, των εμπορικών και των σούπερ μάρκετ, που από χρόνια τώρα δούλευαν οχτάωρα και περισσότερο και πληρώνονταν για τετράωρα. Ή για τη «γενιά των 700 ευρώ». Ή για όλους εκείνους –εκατοντάδες χιλιάδες–που δούλευαν υπερωρίες, αλλά ήδη το 2007 πληρώνονταν μόνο τις μισές από αυτές.
Οπως σίγουρα δεν ίσχυε για όσους ήδη πριν από την κρίση ήταν άνεργοι –επίσημα, περίπου 10%– ή κάτω από το όριο της φτώχειας, σε μια χώρα, στην οποία, «επί ευημερίας», η διανομή του εισοδήματος –να μην πούμε για τον πλούτο–ήταν η δεύτερη χειρότερη στην Ε.Ε.
Το μεγάλο φαγοπότι («La Grande Bouffe», για να θυμηθούμε και την ταινία του Μάρκο Φερέρι) έλαβε, όντως, χώρα. Δεν ήταν, όμως, για όλους.
ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΑΝ θεωρείται άηθες «φαγοπότι» το ό,τι πηγαίναμε οι περισσότεροι κανένα σινεμά ή καμιά ταβέρνα τη βδομάδα, αγοράζαμε κανένα βιβλίο με άνεση και χωρίς ενοχή ή κάναμε μερικές μέρες μπάνια κι όσοι δεν έχουμε εξοχικό. Επομένως, δικαίως τώρα το πληρώνουμε.
Οποιος το ισχυρίζεται αυτό, ας προσέξει: δεν δολοφονεί μόνο τη λογική!
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών