Το ρητορικό σχήμα με το οποίο η 4η (μέσα σε 6 χρόνια) μνημονιακή κυβέρνηση της χώρας επιχειρεί να αντιμετωπίσει την εναντίον της κριτική είναι σχετικά απλό: στην εκ δεξιών κριτική απαντά «οι προηγούμενοι είναι χειρότεροι» και στην εξ αριστερών «δεν έχετε αντιπρόταση». Το κατά πόσο αυτό το σχήμα θα αποδειχτεί αρκετό για να της διασφαλίσει μακροημέρευση μένει να αποδειχθεί, αν και η τύχη των προηγούμενων μάλλον προδιαγράφει και το δικό της μέλλον.
Ωστόσο, για όσους δεν αγωνιούν ιδιαίτερα για το μέλλον της παρούσας κυβέρνησης, το βασικό ερώτημα είναι τι θα ακολουθήσει μετά.
H αξιολόγηση του φθινοπώρου, που θα περιλαμβάνει τα εργασιακά, αναμένεται να αποτελέσει σημείο καμπής τόσο για τις αντοχές της κυβέρνησης όσο και, κυρίως, της κοινωνίας, καθώς το τεχνητό κλίμα ευφορίας που επιχειρεί να καλλιεργήσει ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν δύναται, φυσικά, να ξαναφουσκώσει τη σκασμένη φούσκα.
Αλλωστε, οι μνημονιακές κυβερνήσεις δεν έχουν δυνατότητα ουσιαστικών αποφάσεων, γι’ αυτό οι επίδοξοι κυβερνήτες ομογενοποιούνται πολιτικά και απεκδύονται τις ιδεολογίες τους ή τις επικαλούνται καιροσκοπικά, για να δημιουργούν τεχνητές πολώσεις σε δευτερεύοντα ζητήματα και να δικαιολογούν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Η κυβέρνηση βαυκαλίζεται θεωρώντας πως η απουσία μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική της σηματοδοτεί ανοχή, ίσως και αποδοχή της, εκ μέρους του κόσμου.
Στην πραγματικότητα, όμως, γνωρίζει καλά πως και η ίδια επωφελείται από το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε τον κόσμο που τη στήριξε· τον κόσμο που στα μνημονιακά χρόνια αξιοποίησε όλα τα γνωστά διαθέσιμα εργαλεία: βγήκε στον δρόμο, διαδήλωσε, έφαγε ξύλο και χημικά, συμμετείχε σε λαϊκές συνελεύσεις, έστησε δίκτυα αλληλεγγύης, άλλαξε ψήφο. Κι όμως, ό,τι κι αν έκανε, στο τέλος τού προέκυπτε και νέο Μνημόνιο.
Κατά συνέπεια, το τμήμα της κοινωνίας που δεν σκοπεύει να συμβάλει στην παλινόρθωση των γνήσιων εκφραστών της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, αλλά ούτε και στη σωτηρία των νεοφώτιστων, βρίσκεται σε παραλυτική αμηχανία.
Η πιθανότητα το επόμενο κοινωνικό ξέσπασμα να λάβει αντιπολιτικά και αντιδραστικά χαρακτηριστικά («αφού τα υπόλοιπα μέσα απέτυχαν») είναι υπαρκτή και σίγουρα κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε περαιτέρω ενίσχυση του αυταρχισμού και της καταστολής, με επικίνδυνες προεκτάσεις και βέβαιη ήττα των, εκ νέου, πολυδιασπασμένων δυνάμεων της Αριστεράς.
Αντιμέτωπη με αυτή την προοπτική, το βασικό επιχείρημα που αντιπαραθέτει στην αυτομόληση του νέου ΣΥΡΙΖΑ στο αντίπαλο στρατόπεδο η εναπομείνασα οργανωμένη Αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι πως «ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι εντός της Ε.Ε. δεν γίνεται…», προκειμένου να οδηγηθεί λογικοφανώς στο προαποφασισμένο συμπέρασμα πως η μόνη λύση είναι το Grexit. Αυτό το επιχείρημα, όμως, είναι λανθασμένο για πολλούς λόγους.
Πρώτον, επειδή εμμέσως πιστώνει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσπάθησε πραγματικά εντός και απέτυχε, ενώ στην πραγματικότητα δεν αξιοποίησε κανένα από τα όπλα που είχε στη διαπραγματευτική φαρέτρα του (πάγωμα πληρωμών, έλεγχος κεφαλαίων, επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους, λαϊκή υποστήριξη, διεθνής αλληλεγγύη κ.λπ.).
Δεύτερον, επειδή φανερώνει έναν ιδιότυπο νομισματισμό (ακραία μορφή οικονομισμού), που αποδέχεται, ουσιαστικά, ότι κύριο πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού είναι το τρίπτυχο «επενδύσεις – ανάπτυξη – ανταγωνιστικότητα» και αποφαίνεται πως μόνο με εθνικό νόμισμα μπορεί μια οικονομία σαν την ελληνική να ανασυγκροτηθεί.
Τρίτον, επειδή παραβλέπει τον βαθμό εξάρτησης της χώρας από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, καθώς και την ισχύ του ελληνικού κεφαλαίου, και αποδίδει στην έξοδο σχεδόν μεταφυσικές ιδιότητες, ωσάν αυτή να διασφαλίζει αυτομάτως αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της χώρας και της λαϊκής κυριαρχίας έναντι του εγχώριου κεφαλαίου.
Τέταρτον, επειδή μοιάζει να υπονοεί πως με την εθνική αναδίπλωση θα ανοίξει ο δρόμος για τη χειραφέτηση του ελληνικού λαού, την ίδια ώρα που ολόκληρη η γύρω περιοχή θα παραδίδεται στις ορέξεις του ασιατικού μοντέλου του καπιταλισμού και στην έξαρση των εθνικισμών.
Πέμπτον, επειδή παραγνωρίζει πως το μόνο, μέχρι στιγμής, υπαρκτό σχέδιο για εσωτερική υποτίμηση και Grexit το έχει ο αντίπαλος και πως ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου προσβλέπει με ανυπομονησία σε αυτό.
Εκτον, τελικά, επειδή στην πραγματικότητα αποπροσανατολίζει, αποδίδοντας την πολιτική της ακραίας λιτότητας και της συσσώρευσης κεφαλαίου σε ένα νόμισμα και όχι στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Είναι σαφές πως η έξοδος μπορεί να είναι η συνέπεια της υιοθέτησης μιας άλλης πολιτικής, σίγουρα όμως δεν είναι η προϋπόθεσή της. Και, ασφαλώς, η Αριστερά πρέπει να προετοιμαστεί τάχιστα για μια τέτοια εξέλιξη, η οποία μπορεί να προκύψει και ανεξάρτητα από τη θέληση της χώρας. Αλλά δεν έχει κανέναν λόγο να φτάνει στο άλλο άκρο τού «πάση θυσία στη δραχμή».
Ο φετιχισμός του νομίσματος δεν μπορεί να αποτελεί οραματικό στόχο για να διαμορφώσει ηγεμονικό λόγο· ωστόσο προτάσσεται λόγω της αδυναμίας της σημερινής οργανωμένης Αριστεράς να διατυπώσει όραμα συνολικής αλλαγής νοοτροπίας και να επεξεργαστεί συνεκτικό σχέδιο για ανατροπή των συσχετισμών.
Με δεδομένο ότι οι άνθρωποι που νοιάζονται για τον διπλανό τους, που ασφυκτιούν στον μεταδημοκρατικό ολοκληρωτισμό, που πιστεύουν στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, δηλαδή η πραγματική κοινωνική Αριστερά, σήμερα βρίσκονται σε απείρως δυσκολότερη θέση απ’ ό,τι έναν χρόνο πριν, έχουν ιστορική ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους και στη χώρα να μη συμμετέχουν στις κραυγές της ανούσιας δημόσιας αντιπαράθεσης, αλλά να εργαστούν ανοιχτά και μεθοδικά για τη διαμόρφωση σχεδίου εξουδετέρωσης του εκβιασμού των δανειστών.
Μόνο έτσι μπορεί ένα Plan B, από σχεδόν απαγορευμένο θέμα συζήτησης, να μετατραπεί σε πραγματικό εργαλείο χειραφέτησης.
* πολιτικός επιστήμονας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών