in

Το κόμμα και τα μάτια μας, των Χρήστου Λάσκου, Αλέξη Μπένου και Νίκου Σαμανίδη

Το κόμμα και τα μάτια μας, των Χρήστου Λάσκου, Αλέξη Μπένου και Νίκου Σαμανίδη

Zούμε μέρες ιστορικές. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός κι εμείς, οι άνθρωποι της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ακόμη περισσότερο. Η προοπτική, για την οποία τόσο δουλέψαμε, άνοιξε. Η ανατροπή έχει όλες τις δυνατότητες να ολοκληρωθεί. Οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησής μας υλοποιούν βήμα βήμα το πρόγραμμα, για το οποίο τόσο έχουμε μοχθήσει και στο οποίο τόσο έχουμε πιστέψει. Η χαρά, λοιπόν, είναι δίκαιη και οι προγνώσεις για το μέλλον ακόμη καλύτερες.

Η ευόδωση δε των προγνώσεων εξαρτάται καθοριστικά από μία πρωταρχική προϋπόθεση, την οποία πολύ έχουμε σκεφτεί και αναδείξει τα προηγούμενα χρόνια, με τρόπο πυκνό κι εμφατικό. Και αυτή η προϋπόθεση δεν είναι άλλη από την απόρριψη της ανάθεσης. Ξέρουμε πολύ καλά πως χωρίς την εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων στην προσπάθεια, οι προοπτικές αδυνατίζουν κατά πολύ.

Η μάχη ενάντια στην ανάθεση έχει έναν πρώτο αναβαθμό στην ισχυροποίηση του κόμματος, στην αναβάθμιση των λειτουργιών του, στην ενίσχυση του παιδευτικού και προγραμματικού του ρόλου.

Κάνουν λάθος όσοι ισχυρίζονται –και υπάρχουν τέτοιοι– πως από τη στιγμή που παίρνεις τη διακυβέρνηση, το επίπεδο του κόμματος, ανεξαρτήτως προθέσεων, δεν μπορεί παρά να αδυνατίζει. Και κάνουν λάθος γιατί παραβλέπουν το ουσιώδες: πως εδώ έχουμε να κάνουμε με αριστερή κυβέρνηση και, συνεπώς, οι πρακτικές που αντιστοιχούν στην αστική παράταξη θα αποδειχτεί πως έχουν πολύ κοντά ποδάρια.

Μάχη, λοιπόν, ενάντια στην ανάθεση σημαίνει πρώτα απ’ όλα ισχυρό, που πάει να πει, δημοκρατικό κόμμα. Το οποίο θα υπάρξει σοβαρό σχέδιο να μην κρατικοποιηθεί, αλλά, αντίθετα, να αποτελεί το αντίβαρο απέναντι σε οποιαδήποτε ροπή προς κρατικοποίηση όχι μόνο των κομματικών, αλλά και ευρύτερα των συλλογικών λειτουργιών σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού.

Τα τελευταία εγχειρήματα αριστερής διακυβέρνησης στην Ευρώπη, μετά από την κρίση της δεκαετίας του ’70, σε Βρετανία, Γαλλία -και Ιταλία, με τις ιδιοτυπίες της- προσέκρουσαν σε μεγάλο βαθμό, εκτός των άλλων, στο γεγονός πως χαρακτηρίστηκαν από έντονα στοιχεία κρατισμού και κυβερνητισμού. Απέτυχαν παταγωδώς και στο μέτρο που δεν μπόρεσαν, ή εμφανίστηκαν εντελώς ανυποψίαστα, να ελέγξουν αυτό, που αν με πολύ συνειδητό και σχεδιασμένο τρόπο δεν καταπολεμηθεί, εμφανίζεται πάντοτε: ο σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας, ως το απώτατο όριο μιας λογικής της ανάθεσης.

Ο κυβερνητισμός είναι αυθόρμητη και ακατανίκητη εξέλιξη, αν δεν φροντίζει το πολιτικό υποκείμενο οργανωμένα να τον αποτρέψει. Αν ο συλλογικός διανοούμενος δεν θέτει το ιδεολογικό πλαίσιο, την ευρεία προγραμματική ατζέντα, αν δεν επεξεργάζεται τη μεγάλη εικόνα, ο κυβερνητισμός δεν αποφεύγεται. Δεν είναι θέμα προθέσεων, πρόκειται για αντικειμενική ροπή των πραγμάτων.

Γι’ αυτό, λοιπόν, το κόμμα και τα μάτια μας.

Κανένα εργαλείο δεν μπορεί να το υποκαταστήσει ούτε στο ελάχιστο. Και θα έρθουν πολλές στιγμές που αυτό θα γίνει πασιφανές. Το θέμα είναι να μην περιμένουμε αυτές τις στιγμές, αλλά να είμαστε έτοιμοι, σε εγρήγορση και διαρκώς δρώντες για την αναβάθμισή του, που σημαίνει, ξαναλέμε, πριν από όλα την ενίσχυση της δημοκρατικής του λειτουργίας.

Κι επειδή το τελευταίο διάστημα, με όλη την καταπληκτική δουλειά που κάναμε προκειμένου να φτάσουμε στη μεγάλη νίκη της 25ης Ιανουαρίου, υπήρξαν σκιές σε ό,τι αφορά την κομματική λειτουργία, θα πρέπει γρήγορα να κινηθούμε στην αντίθετη κατεύθυνση.

Η κομματική ζωή να ενισχυθεί, τα όργανα να λειτουργήσουν, οι οργανώσεις μελών να συζητήσουν, να δράσουν, να σχεδιάσουν: όχι υποστηρικτικά, πρωτοβουλιακά. Γιατί, όπως ήδη τονίστηκε, η κυβέρνηση δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα χωρίς τη συμμετοχή, την ολόψυχη εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Και αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με το κόμμα στο πρώτο πλάνο.

Ας θυμηθούμε μερικά γενικότερα στοιχεία: Είναι το Γερμανικό ΣΔ Κόμμα που έδωσε για πρώτη φορά στην ιστορία το υπόδειγμα που επρόκειτο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ακολουθήσει το σύνολο των εργατικών πολιτικών οργανισμών. Τακτικά Συνέδρια με προγραμματικές αρμοδιότητες, εκλογή όλων των οργάνων από το σύνολο των μελών, μεγάλος αριθμός μελών διαιρεμένων σε τοπικές οργανώσεις, κυρίως, όμως, ένα σύνολο παράλληλων οργανισμών –αλληλοβοήθειας, συνεταιριστικής δράσης, μόρφωσης και αντι-μόρφωσης, εκδοτικών λειτουργιών- που συνέτεινε στην παρουσία μιας οργάνωσης με προδιαγραφές πραγματικής «αντι- κοινωνίας».

Το κομμουνιστικό κόμμα νέου τύπου δεν θα αποστεί από αυτό το υπόδειγμα παρά σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο: στο βαθμό δέσμευσης των μελών του. Για το Λένιν, ένα εργατικό κόμμα, που επιδιώκει να προωθήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, δεν μπορεί να αποτελείται παρά από μέλη ενεργητικά, που συμμετέχουν σε πολλά πεδία της κομματικής δουλειάς και, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, μπορούν να αναλάβουν ρόλους σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας. Ο κίνδυνος που επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο Λένιν, κυρίως, ήταν τα φαινόμενα γραφειοκρατίας που είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στη γερμανική και διεθνή ΣΔ. Η δημοκρατία, η άρνηση της γραφειοκρατίας, προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των μελών στη διεύθυνση της οργάνωσης. Ένα κόμμα που αποτελείται από μια πολυπληθή μάζα μελών παθητικών, που δε θα συμμετάσχουν ποτέ στη διεύθυνσή του, ωθεί στην διασφάλιση του μονοπωλίου αυτής της διεύθυνσης από μια μικρή μειοψηφία. Προφανώς, το κατοπινό σταλινικό κόμμα δεν έχει σχέση με αυτήν την προβληματική.

Με το γύρισμα του αιώνα, ξεκίνησε μια καινούργια συζήτηση που αφορά το κομματικό -οργανωτικό ζήτημα. Το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μαζί με τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα της εποχής και τις πολιτικές εκφάνσεις πολλαπλών ταυτοτήτων αντίστασης και μετασχηματισμού, έφερε στο επίκεντρο εκ νέου και ζητήματα οργανωτικής συγκρότησης. Και υπήρξαν κάποια πρώτα συμπεράσματα. Όπως ότι η ουσία της σωστής και αποτελεσματικής λειτουργίας βρίσκεται στην καθολική κινητοποίηση των κομματικών μελών, ενώ το καίριο επίπεδο όπου κρίνεται η κομματική δραστηριότητα είναι οι πρωτοβάθμιες πολιτικές κινήσεις και όχι τα ανώτερα όργανα του κόμματος. Ή ότι η ανάκληση, η εναλλαγή, η έμπρακτη αποδόμηση της διάκρισης μελών και «στελεχών», η ελεύθερη ύπαρξη ρευμάτων, η μη υπονόμευση των θέσεων της οργάνωσης μετα τη λήψη των αποφάσεων είναι sine qua non προϋποθέσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις αδυναμίες και τις υστερήσεις του, βάσισε τις κομματικές του πρακτικές σε αυτά τα στοιχεία. Όχι όσο θα έπρεπε πάντα ούτε σε επίπεδο συνέπειας, που υπήρξε θαυμαστό. Ισχυριζόμαστε, παρ’ όλα αυτά, πως το έκανε καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο φορέα σε διεθνές επίπεδο και αυτό δεν ήταν άμοιρο της επιτυχίας του.

***

Υπήρξαν πολλές φορές στην ιστορία που η επικράτηση ενός αριστερού κόμματος υπονομεύθηκε από τα μέσα. Φορές, δηλαδή, που δεν μπόρεσε να προστατευθεί από την ίδια του την επιτυχία. Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί το σταθερό μοτίβο. Ακόμη και εξαιρετικά αποτελεσματικά κόμματα, όπως οι μπολσεβίκοι, των οποίων η Κεντρική Επιτροπή δεν σταμάτησε να συνεδριάζει ακόμη και στις πιο ακραίες συνθήκες των μηνών που προηγήθηκαν της Επανάστασης, βρέθηκαν μετέωρα, ως προς τη λειτουργία τους, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Σήμερα ξέρουμε. Άρα, έχουμε όλες τις δυνατότητες να το αποφύγουμε.

Γι’ αυτό, το κόμμα και τα μάτια μας.

Αυτό το κόμμα, που δεν μας έλαχε, αλλά το χτίσαμε όλοι μαζί με πολύ μόχθο και πολλή αγάπη.

Πηγή: Εποχή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Europe Vs Facebook: Η δίκη των 75.000 like. Του Αχιλλέα Φακατσέλη

Στο ΣΤΕ οι Σκουριές. Ο αγώνας ενάντια στο χρυσό συνεχίζεται μέχρι να φύγει η Eldorado από την Χαλκιδική