Τρεις μόλις μέρες αφού ανέστειλε την εκστρατεία του για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο Μπέρνι Σάντερς, από την θέση του ως Γερουσιαστής του Βερμόντ αυτή τη φορά, καταθέτει πρόταση στο κόμμα του να προωθήσει νομοθεσία για δωρεάν και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ασφαλισμένων και μη Αμερικανών πολιτών κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Το κογκρέσο και η κυβέρνηση Τραμπ, έχουν ήδη πάρει μια σειρά μέτρων, μεταξύ των οποίων και η κάλυψη της νοσηλείας των ανασφάλιστων ασθενών από τον ιό. Ωστόσο, η πρόταση του Σάντερς προχωράει πολύ παραπέρα, θέτοντας για μια ακόμα φορά το επίμαχο ζήτημα για καθολική πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Την στιγμή που η ανεργία και, κατά συνέπεια, και ο αριθμός των ανασφάλιστων, εν μέσω μάλιστα πανδημίας, εκτοξεύονται στα ύψη, η πρόταση του Σάντερς δεν φαντάζει πλέον τόσο ριζοσπαστική.
Της Δέσποινας Λαλάκη, πηγή: thepressproject.gr
«Είμαστε το 99%»
Ο ριζοσπαστισμός και ο ιδεολογικός εξτρεμισμός ήταν ανάμεσα στις κατηγορίες που απέδιδαν στον Σάντερς οι αντίπαλοι του, συντηρητικοί δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι. Ήταν, ωστόσο, χάρη στη ριζοσπαστική πολιτική του πρόταση – δημόσια υγεία, θέσπιση κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια, κατάργηση των διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια, διαγραφή των φοιτητικών δανείων, εκτενές πρόγραμμα για την προστασία του περιβάλλοντος, μεταρρύθμιση της νομοθεσίας αναφορικά με τη χρηματοδότηση των πολιτικών εκστρατειών, φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, φιλειρηνική και αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική – που έφτασε για δεύτερη φορά να διεκδικεί με αξιώσεις το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος.
Οι άνθρωποι φτιάχνουμε την ιστορία μας, αλλά μέσα σε συνθήκες που δεν καθορίζονται από εμάς, όπως έγραφε κι ο Μαρξ. Ο Σάντερς, παρά την μακροχρόνια πολιτική καριέρα του – δήμαρχος του Μπέρλινγκτον, της πολυπληθέστερης πόλης του Βερμόντ, από το 1981 έως το 1989, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων από το 1991 ως το 2007 για την μονοεδρική περιφέρεια του Βερμόντ και έκτοτε γερουσιαστής για την ίδια πολιτεία – δεν ήρθε στο αμερικανικό πολιτικό προσκήνιο παρά μόνο το 2015 όταν ξεκίνησε την πρώτη του προεδρική εκστρατεία. Περιθωριοποιημένος από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης σε μια χώρα όπου οι μνήμες του Ψυχρού Πολέμου διατηρούνται ζωντανές μέσα από μια σειρά νέο-ψυχροπολεμικών αφηγημάτων, η δημοτικότητα του Σάντερς φαινόταν να ανεβαίνει όσο πιο ανοιχτά μιλούσε για την ανάγκη ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού, που θα γεφύρωνε το διογκούμενο ταξικό χάσμα. Το σύνθημα του κινήματος Occupy, «Είμαστε το 99%» φαινόταν να έχει βρει εκφραστή στην υποψηφιότητα του. Την ραγδαία άνοδο του Σάντερς, ο οποίος για τριάντα χρόνια πολιτεύτηκε ως ανεξάρτητος και σοσιαλιστής, μπορεί κανείς να την εξηγήσει μόνο σε συνάρτηση με την οικονομική και κοινωνική διαχείριση της κρίσης του 2008 από τις δύο διαδοχικές κυβερνήσεις του Ομπάμα και τις μεγάλες κινητοποιήσεις και τα κινήματα, που την ακολούθησαν.
Ήταν σαφές από νωρίς ότι η καμπάνια του Σάντερς δεν θα ήταν μια ακόμα συμβατική προεδρική καμπάνια. Μιλούσε για «πολιτική επανάσταση», προωθούσε τις εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, καλούσε για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος ενώ οικονομικά βασίστηκε αποκλειστικά σε μικρές δωρεές της τάξεως των 30 δολαρίων μένοντας μακριά από εταιρείες-χορηγούς. Η εκστρατεία του όχι μόνο ενσωμάτωσε τα αιτήματα κινημάτων που αγωνίζονται για περιβαλλοντική δικαιοσύνη, τους Black Lives Matter και το κίνημα Fight for $15 αλλά πήρε και η ίδια χαρακτηριστικά ενός κινήματος βάσης. Ένα ευρύ φάσμα πολιτών, κυρίως νέων σε ηλικία, χτύπησαν πόρτες, έκαναν τηλεφωνήματα, οργάνωσαν μικρές εκδηλώσεις σε επίπεδο γειτονιάς αλλά και τις μεγάλες συγκεντρώσεις χιλιάδων Αμερικανών πολιτών σε όλη τη χώρα. Οργανώσεις όπως αυτή των Δημοκρατών Σοσιαλιστών της Αμερικής – DSA, η οποία ήταν οργανικό μέρος της εκστρατείας του Σάντερς, στο διάστημα 2016 με 2018 αύξησε τα μέλη της από 7,000 που σε 55,000, αριθμοί που καμία αριστερή οργάνωση δεν είχε από τις δεκαετίες του ’60 και ’70 και μετά.
Μετά την αναστολή της εκστρατείας του, η επίσημη στήριξη της υποψηφιότητας του πρώην αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν στο όνομα της κομματικής ενότητας και εν όψει της αναμέτρησης με τον πιο επικίνδυνο πρόεδρο της σύγχρονης ιστορίας της χώρας, όπως δήλωσε ο Σάντερς, απογοήτευσε βαθιά μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του, που φοβούνται πως για μια ακόμα φορά ένα ριζοσπαστικό κίνημα θα παραδοθεί στο δημοκρατικό κόμμα ή το νεκροταφείο κινημάτων, όπως αλλιώς είναι γνωστό.
Μαθήματα Ιστορίας
Το αντιπολεμικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Αφροαμερικανικό κίνημα για πολιτικά δικαιώματα, το εργατικό κίνημα της δεκαετίας του ’40 είναι μερικά μόνο από τα κινήματα, που εγκλωβίστηκαν μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα και τελικά εξουδετερώθηκαν. Η υιοθέτηση του New Deal από τον Ρούσβελτ ήταν σε ένα βαθμό η απάντηση στις μαζικές απεργίες και το εργατικό κίνημα της περιόδου της «Μεγάλης Ύφεσης.» Ο νόμος της κυβέρνησης Ρούζβελτ για την Εθνική Βιομηχανική Ανάκαμψη – NIRA, μεταξύ άλλων, εξασφάλιζαν το δικαίωμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την απεργία. Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας – AFL, το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων – CIO, το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό κόμμα ήταν σε θέση να ασκήσουν τεράστιες πιέσεις στο κόσμο του Αμερικανικού κεφαλαίου. Η συνεργασία των γραφειοκρατών του CIO με τους Δημοκρατικούς για την εκκαθάριση των συνδικάτων από τους κομμουνιστές μετά το τέλος του πολέμου και αργότερα η συνθηκολόγηση με τον νόμο Taft-Hartley, που προέβλεπε μεταξύ άλλων την ποινικοποίηση των απεργιών, έβαλε τέλος σε μια μακρά περίοδο εργατικού ριζοσπαστισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 η κυβέρνηση Κέννεντυ, εν όψει των κινητοποιήσεων στον Αμερικανικό Νότο και την ευρεία δημοσιοποίηση των βίαιων αντιδράσεων που συντάραξαν την κοινή γνώμη, προσπάθησε, με αρκετή επιτυχία, να διοχετεύσει τις προσπάθειες του κινήματος στην εκστρατεία για την εγγραφή των Αφροαμερικανών στους εκλογικούς καταλόγους. Στόχος ήταν, από τη μία, η εξασθένηση της συγκρουσιακής δράσης του κινήματος και, από την άλλη, η οικειοποίηση των μαύρων ψηφοφόρων του Νότου. Η προοπτική πειθάρχησης του κινήματος προκαλούσε αντιπαραθέσεις στους κόλπους του. Οργανώσεις, όπως η Ένωση των Επαναστατών Μαύρων Εργατών – LRBW, η οποία είχε σαφή σοσιαλιστικό προσανατολισμό, αμφισβητούσαν την δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης του Δημοκρατικών, ακόμα και αν υποστήριζαν την εκλογή συνδικαλιστών με το κόμμα. Οι ιστορικοί νόμοι του 1964 και 1965 για τα Πολιτικά Δικαιώματα και το Δικαίωμα του Εκλέγειν αντίστοιχα θεμελίωσαν τη σχέση ανάμεσα στους μαύρους ψηφοφόρους και το κόμμα των Δημοκρατικών, χωρίς ωστόσο να οδηγήσουν στην οικονομική, κοινωνική αλλά και πολιτική ισότητα για την οποία το κίνημα είχε αγωνιστεί.
Στις μεσοεκλογές του 2006 οι Δημοκρατικοί, για πρώτη φορά από το 1994, εξασφάλισαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο ως αποτέλεσμα της γενικής αποδοκιμασίας για τον πόλεμο στο Ιράκ. Από το 2001 έως το 2007, μαζικές διαμαρτυρίες, μεταξύ των οποίων και η διεθνής κινητοποίηση του 2003, καλούσαν την κυβέρνηση Μπους να δώσει τέλος στο πόλεμο, δημιουργώντας στο μεταξύ μια ισχυρή οργανωτική βάση. Ο οργανισμός Ενωμένοι για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη – UFPJ, ένας συνασπισμός περισσότερων από 1,300 διεθνών και αμερικανικών οργανώσεων, που ηγούνταν κατά βάση του κινήματος, ήταν στελεχωμένος με μόνιμο προσωπικό και προϋπολογισμό της τάξεως του ενός εκατομμυρίου. Οι εκλογικές επιτυχίες στο Κογκρέσο, οι οποίες ωστόσο δεν οδήγησαν σε κάποια αντιπολεμική πολιτική και στη συνέχεια η εκλογή του Ομπάμα, σήμαναν την οπισθοχώρηση και τελικά την διάλυση του κινήματος το οποίο μετέθεσε τις ελπίδες του στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών.
«Είμαστε καπιταλιστές! Και έτσι έχουν τα πράγματα!» ή όχι
Τα μαθήματα ιστορίας σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική στιγμή εν όψει της νέας εργασιακής δυστοπίας, που η πανδημία επισπεύδει, και των κινητοποιήσεων σε πολλούς εργασιακούς τομείς είναι ίσως χρήσιμα. Τα κινήματα που επέφεραν βαθιές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές τον προηγούμενο αιώνα απο-ριζοσπαστικοποιήθηκαν και έχασαν την δυναμική τους, όταν ενσωματώθηκαν στο πολιτικό σύστημα. Μετά την συνθηκολόγηση του Σάντερς, ο οποίος θα επιχειρήσει να προωθήσει την ατζέντα της εκστρατείας του μέσω μιας συνεργείας με τον Μπάιντεν, οργανώσεις όπως το DSA, αλλά και άλλες προοδευτικές δυνάμεις στη χώρα, έρχονται αντιμέτωπες με το παλιό ψευτοδίλημμα της επιλογής ανάμεσα στο λιγότερο κακό.
Η κριτική εκλογική υποστήριξη ή όχι των Δημοκρατικών στις επερχόμενες εκλογές δεν μπορεί να είναι το κύριο μέλημα ενός κινήματος, το οποίο ναι μεν έθεσε στο κέντρο των προτεραιοτήτων του την εκλογική νίκη του Μπέρνι Σάντερς αλλά γνώριζε πολύ καλά ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση η μεταρρύθμιση του Δημοκρατικού κόμματος εκ των έσω θα απαιτούσε μαζικές κινητοποιήσεις και οργανωμένη δράση στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές και στους δρόμους των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Ήταν, άλλωστε, τα κινήματα και η πολιτική εγρήγορση των τελευταίων χρόνων που οδήγησαν στην ραγδαία άνοδο του Σάντερς και, ως επί το πλείστον, όχι το ανάποδο.
«Είμαστε καπιταλιστές! Και έτσι έχουν τα πράγματα!» ήταν η τοποθέτηση της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων και σιδηράς κυρίας των Δημοκρατικών, όταν σε μια δημόσια συζήτηση που μεταδόθηκε από το CNN πριν δύο περίπου χρόνια φοιτητής σχολίασε ότι 51% των νέων ηλικίας 18 με 29 ετών δεν υποστηρίζουν πλέον το καπιταλιστικό σύστημα. Η εμβάθυνση της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, που διαγράφεται στο άμεσο μέλλον, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη αμφισβήτηση του συστήματος και ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν κινήματα, όπως αυτό που ανέδειξε τον Σάντερς, έχουν να κάνουν με την διαμόρφωση των κοινωνικών δυνάμεων που θα προσπαθήσουν όχι να το αναμορφώσουν αλλά να το διαρρήξουν.