«Να θυμάσαι την ευτυχία του παιχνιδιού», ήταν τα τελευταία λόγια του Νίκολα Σάκο στο γιο του, λίγο πριν εκτελεστεί στην ηλεκτρική καρέκλα στις 23 Αυγούστου 1927, έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα
Εννέα μόλις λεπτά αργότερα, όσο χρειάζεται για να απομακρυνθεί το νεκρό του σώμα και να πάρουν μια ανάσα οι θεατές-μάρτυρες πριν το επόμενο σώου, ίσως και να ανταλλάξουν ένα χωρατό για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα, εκτελείται ο συγκατηγορούμενος, φίλος, ομοϊδεάτης αναρχικός, και συμπατριώτης του, Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Η εκτέλεσή τους ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, καθώς, ανεβαίνοντας για πρώτη φορά τα σκαλιά του δικαστηρίου, τον Ιούνιο του 1921, αγανακτισμένοι πολίτες υψώνουν πλακάτ που γράφουν «η Αμερική ανήκει στους Αμερικάνους» και «Ψήστε τα κόκκινα κτήνη».
Στις 15 του προηγούμενου Απριλίου, ένα αυτοκίνητο με πέντε άντρες στήνει ενέδρα σε δύο ταμίες μιας παπουτσοβιομηχανίας, στο προαύλιο του εργοστασίου. Τα θύματα μεταφέρουν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15000 δολάρια. Τους εκτελούν και απομακρύνονται με την λεία. Ο Σάκο και Βαντσέτι, συλλαμβάνονται ένα μήνα μετά, στο φόντο της άγριας άνοιξης του 1920. Τον προηγούμενο Απρίλιο είχε συληφθεί ο αναρχικός Αντρέα Σαλσέντο, που πέθανε από ένα τυχαίο ατύχημα, όταν «έπεσε» από το παράθυρο του 14ου ορόφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης στη Νέα Υόρκη.
Είχαν προηγηθεί οι Επιδρομές του Γενικού Εισαγγελέα Πάλμερ, με την βοήθεια του νεαρού τότε Ένγκραρ- λέγε με FBI- Χούβερ, γνωστές και σαν Κόκκινος Τρόμος, η σύλληψη χιλιάδων και η απέλαση 556 μεταναστών, με τον διαβόητο νόμο περί μετανάστευσης του 1918, που είχε στόχο το κομμουνιστικό και αναρχικό κίνημα. Ο Πρόεδρος Ουίλσον, που υπέγραψε αυτό το νόμο, τιμάται ένα χρόνο μετά με το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 1908 αναζητώντας, τι άλλο, μια καλύτερη ζωή. Πολύ σύντομα θα ανακαλύψουν ότι η χώρα απέχει πολύ από τον Παράδεισο. «Με κατηγορεί ο εισαγγελέας, θα πει στη δίκη του ο Νίκολα», «ότι μετανάστευσα με σκοπό το κέρδος. Μετανάστευσα για να ζήσω την οικογένεια μου, δεκατρία χρόνια σκληρής δουλειάς και δεν έχω στην άκρη ούτε σεντς».
Ο Βανσέτι θα μπορούσε να γίνει φιλόσοφος, αλλά οι σπουδές κόστιζαν πολύ. Έτσι, διέσχισε με τα πόδια την Γαλλία και πήρε το πλοίο για την Αμέρικα από το λιμάνι της Χάβρης. Μελετώντας Προυντόν και Κροπότκιν τα βράδια, και δουλεύοντας πλανόδιος ψαράς την ημέρα στο Πλύμουθ, ζει «μια ζωή προλετάριου», όπως τιτλοφορεί την βιογραφία του γραμμένη στη φυλακή.
Όταν η Αμερική μπαίνει στο Μεγάλο Πόλεμο, το 1917, οι Σάκο και Βαντσέτι, αρνούνται να υπακούσουν στον Μπάρμπα Σαμ που θέλει να τους στρατεύσει και καταφεύγουν στο Μεξικό μαζί με χιλιάδες άλλους αντιρρησίες συνείδησης, γεγονός που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους στην δίκη. Έτσι κι αλλιώς αυτή είναι μια δίκη ιδεών.
Όσο κι αν προσπαθούν, με δεκάδες ψευδομάρτυρες, δεν καταφέρνουν να αποδείξουν την ενοχή τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στοιχεία, ένα κασκέτο που δεν χωράει στο κεφάλι του Σάκο, ένα Κολτ του ιδίου, που όμως δεν αποδεικνύεται ότι έχει πυροβολήσει. Δυο σφαίρες, που όμως θα μπορούσαν να έχουν βγει από το όπλο της συμμορίας Μορέλλι, που εξαφανίζεται μυστηριωδώς, μαζί με όλο τον φάκελο και τα τεκμήρια, από το αρχείο της αστυνομίας. Μέρα με την μέρα, γίνεται πιο σαφές ότι οι Νικ και Μπαρτ δικάζονται γι΄ αυτό που είναι: Φτωχοί, μετανάστες, αναρχικοί.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του δικαστηρίου λέει για τον Βαντσέτι «Μπορεί να μην έχει διαπράξει το έγκλημα που του αποδίδουν, είναι εν τούτοις ηθικός αυτουργός γιατί είναι εχθρός των υπαρχόντων θεσμών μας». Σιγοντάροντας ο εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι, «Ιταλοί, Έλληνες, Πολωνοί, Πορτορικάνοι, Χιλιανοί, κάνουν θλιβερές προσπάθειες να ριζώσουν σε μία ανώτερη χώρα». Το θλιβερό ντουέτο που διαλύει κάθε ψευδαίσθηση για την ύπαρξη ανεξάρτητης, μη ταξικής δικαιοσύνης, θα αναγκάσει τον συνήγορο υπεράσπισης να πει: «Το καθαρότερο σημείο της αίθουσας είναι στο εδώλιο».
Η απόφαση του σώματος των καθαρόαιμων ανδρών Αμερικανών Προτεσταντών ενόρκων, θα αποφανθεί το αναμενόμενο: Guilty as charged. Ποινή θάνατος. Παρόλες τις ογκώδεις διαδηλώσεις σε Αμερική και Ευρώπη, την αίτηση όλων των Πανεπιστημίων των ΗΠΑ για ακύρωση της απόφασης, το τεράστιο κίνημα συμπαράστασης και τις 475000 υπογραφές, ανάμεσά τους και των Ανατόλ Φρανς, Ρομαίν Ρολάν, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Ντόροθι Πάρκερ και Μπέρναρντ Σω, που ζητούν την απελευθέρωση των Σάκο και Βαντσέτι, ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης επικυρώνει την εκτέλεση. Επτά χρόνια από την βραδιά της σύλληψής τους, οι δυο μετανάστες εκτελούνται.
Ογδόντα επτά χρόνια μετά, στην Ελλάδα, καταδικάζεται σε εικοσιπέντε χρόνια φυλάκιση, για συνέργεια σε ληστεία μετά φόνου, με περιστασιακά στοιχεία και παρότι κανένας μάρτυρας δεν τον έχει αναγνωρίσει, ο αναρχοκομουνιστής, όπως αυτοπροσδιορίζεται, Τάσος Θεοφίλου. Από το κασκέτο που δεν χωρούσε στο κεφάλι του Νίκολα Σάκο, στο DNA του καπέλου που δεν περιλαμβάνεται στην επιτόπου φωτογράφιση των πειστηρίων στον τόπο της συμπλοκής, έχουν περάσει 94 χρόνια. Ευτυχώς δεν υπάρχει πια θανατική ποινή. Αλλά δεν υπάρχουν ούτε ογκώδεις διαδηλώσεις, και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν έχει χαθεί στο χωρόχρονο.
Όμως να ικετεύεις για το ψωμί σου είναι πάντα βία, η φτώχεια σε όλο τον κόσμο είναι βία, ο πόλεμος και το χρήμα είναι βία, ο φόβος του θανάτου είναι βία. Όπως έγραφε ένας πλανόδιος πωλητής ψαριών στο Πλύμουθ.
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.