in

«Το γαμημένο το Σύμφωνο». Επιτέλους. Του Δημήτρη Παπανικολάου

«Το γαμημένο το Σύμφωνο». Επιτέλους. Του Δημήτρη Παπανικολάου

Έξω από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών την προηγούμενη εβδομάδα η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Άννα Βαγενά στάθηκε στις κάμερες να κάνει μια δήλωση. Εμφανώς συγκινημένη υποσχέθηκε «στη μνήμη του Μηνά [Χατζησάββα], να φροντίσει για να περάσει το Σύμφωνο Συμβίωσης από τη Βουλή». Η εικόνα είναι πολλαπλά συμβολική για το διευρυμένο Σύμφωνο Συμβίωσης που έρχεται τελικά προς ψήφιση σε λίγες μέρες. Αφενός γιατί δείχνει πόσο καταλυτική στιγμή υπήρξε η κηδεία του Μηνά Χατζησάββα, πόσο καταλυτική η φωνή του συντρόφου του Κώστα Φαλελάκη όταν – συνδεόμενος με μια βαθειά πολιτική παράδοση που φωνάζει «με οργή και σε πένθος» — αναρωτήθηκε πότε θα ψηφιστεί «επιτέλους αυτό το γαμημένο σύμφωνο που δεν έρχεται». Η συναίνεση που νομίζω θα δούμε την επόμενη εβδομάδα στη Βουλή, θα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και σε αυτή την οργισμένη φωνή.

Από την άλλη, η δήλωση της Βαγενά έχει ενδιαφέρον για να δει κανείς ξεκάθαρα το πολιτικά οξύμωρο: διότι, βεβαίως, δεν νομίζω να χρειαζόταν η βουλεύτρια έναν θάνατο, για να συνειδητοποιήσει γιατί πρέπει να αγωνιστεί «για το Σύμφωνο». Μεγαλωμένη στην ίδια γενιά με τον Χατζησάββα, έχοντας ζήσει δίπλα σε πολύ κόσμο που σκεφτόταν πολλά χρόνια τη σεξουαλική του ταυτότητα όχι εκτός αλλά ως μέρος της κοινωνικής του ένταξης, η Άννα Βαγενά, δεν μπορεί, ακόμα και πριν πεθάνει ο καλός της φίλος, κάτι θα είχε ακούσει και για την πολλαπλή αναγκαιότητα της νομικής κατοχύρωσης της ομοφυλόφιλης συμβίωσης στην Ελλάδα σήμερα.

Είναι πολιτικά οξύμωρο, είναι προφανώς ζήτημα πολύ ευρύτερο, κι ας το πω και με άλλα λόγια: Τόσοι άνθρωποι βρέθηκαν επί τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες εμφατικά στην ελληνική Αριστερά και προσπάθησαν να συνδέσουν το λόγο της και με τα κινήματα του φύλου και της σεξουαλικότητας. Κι όμως, την ίδια στιγμή, εκτός κάποιων σπουδαίων εξαιρέσεων, η Αριστερά σε ένα μεγάλο μέρος της, μαζί και το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, δεν φαίνεται να έχουν απεγκλωβιστεί επαρκώς από εκείνη την παλιά ελληνική παράδοση. Την κουλτούρα εκείνη για την οποία, ακόμα και σήμερα, ο καλός ομοφυλόφιλος είναι αυτός που παραμένει κρυφός· και ο ομοφυλόφιλος που δέχεσαι να συμμεριστείς, να υπερασπιστείς, και πολιτικά να αντιπροσωπεύσεις είναι, είτε φυλακισμένος, είτε ήδη νεκρός.

Να λοιπόν η παράδοση που πάει να σπάσει την επόμενη εβδομάδα, όταν στη Βουλή θα έρθει προς συζήτηση το Σύμφωνο Συμβίωσης που για πρώτη φορά θα επεκτείνει την ισχύ του και σε ζευγάρια ομοφύλων. Αν το νομοσχέδιο συζητηθεί με τρόπο ουσιαστικό, θα έχει γίνει ήδη μια μεγάλη τομή στον τρόπο που τίθενται στην ελληνική δημόσια σφαίρα ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας και ταυτότητας φύλου, αλλά και στο πώς συνδέονται με την κοινωνική συμμετοχή, την εθνική ταυτότητα και την ιδιότητα του πολίτη. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα νομιμοποιούνται σχέσεις που, τουλάχιστον για την κρατική εξουσία και τους θεσμούς, παρέμεναν ανύπαρκτες και μη αναγνωρίσιμες, και, σε φαύλο κύκλο με αυτή την μη αναγνώριση, στην κοινωνική ζωή συχνά επιβάλλονταν να μένουν άρρητες. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα καλούνται οι εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης να πάρουν για ένα τέτοιο ζήτημα θέση, επίσημη, ανταγωνιστική, ξεκάθαρη και αιτιολογημένη.

Για να γίνουν, βεβαίως, όλα αυτά, επιβάλλεται να πάψει να συζητείται το Σύμφωνο ως μια καλή πράξη σε όφελος αναξιοπαθούντων (και κάποτε νεκρών) συμπολιτών μας, να πάψει επίσης να αντιμετωπίζεται ως μια «εναρμόνιση» με την Δύση, να πάψει να προωθείται και λίγο ως εκπαίδευση όχλου, που πρέπει λίγο λίγο, λάου λάου και σε δόσεις, να συνηθίσει τέτοιες πολιτικές κινήσεις «αναγνώρισης δικαιωμάτων», και άρα να δεχθεί, εν καιρώ, άλλα πιο προοδευτικά, αλλά ουσιαστικά αναγκαία, νομοθετήματα. Αυτά που θα αναγνωρίζουν πχ. την αυτοδιάθεση στην ταυτότητα φύλου, θα προστατεύουν πιο ξεκάθαρα από την ομοφοβία και την έμφυλη βία, θα προωθούν τον εκδημοκρατισμό της παιδείας για τη σεξουαλικότητα, και θα επιτρέπουν την υιοθεσία παιδιών από ζευγάρια ομοφύλων. Η στιγμή είναι από τώρα ικανή για να συζητηθούν όλα αυτά, αν συνειδητοποιήσουμε μάλιστα ότι αφορούν ανθρώπους που, σε πείσμα της πολιτικής και κοινωνικής απαξίωσης, έχουν βρει τρόπους να οργανώνουν τη ζωή τους, την ιδιωτική και δημόσια παρουσία τους, τα δίκτυα συγγένειας και συναισθηματικών δεσμών, τον χώρο της αξιοπρέπειάς τους.

Σε ένα κοινωνικό επίπεδο, λοιπόν, αξίζει να δει κανείς το ποτήρι μισογεμάτο, και να μιλήσει για μια προοδευτική κοινωνική πρόκληση. Το νομοσχέδιο που έρχεται προς ψήφιση καλύπτει την ανάγκη χιλιάδων συμπολιτών μας να αναγνωρίσουν νομικά τη συμβίωσή τους, αναγνωρίζει κάθε ζευγάρι ως οικογένεια, και διασφαλίζει κληρονομικά δικαιώματα και θέση συγγένειας. Ορίζει το Σύμφωνο ως ιδιωτικό, ουσιαστικά, συμφωνητικό, ανοίγεται όμως και ένα παράθυρο στον δημόσιο χαρακτήρα του.[1] Αφήνει, με προβληματικό μάλον τρόπο, μια μεγάλη κατηγορία ζητημάτων να επιλυθούν εν καιρώ,[2] εκ των ενόντων,[3] ή με ευεργετικές ρυθμίσεις που θα βασίζονται στη δημιουργική του ασάφεια.[4] Σε γενικές γραμμές το νομοσχέδιο δείχνει καλές προθέσεις, μια σχετική έλλειψη «φαντασίας στην εξουσία» και αρκετό φόβο μήπως και σπάσει κανένα καρύδι.[5]

Και μ’ αυτό ερχόμαστε στο πολιτικό επίπεδο – όπου είναι πιο δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν το ποτήρι είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Διότι, όπως και να το κάνουμε, το νομοσχέδιο αυτό δεν είναι μόνο αργοπορημένο. Είναι και τέσσερα βήματα πιο πίσω από αυτό που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κατά καιρούς προωθήσει, προτείνει, ψηφίσει και δημοσιοποιήσει. Θυμίζω ότι, ακολουθώντας μια τακτική αντάρτικου, το κόμμα είχε κάποτε υποστηρίξει ότι ο υπάρχων νόμος για τον πολιτικό γάμο καλύπτει και άτομα του ίδιου φύλου, και έδωσε την πολιτική νομιμοποίηση να γίνουν τέτοιοι γάμοι, εντέλει στην Τήλο. Αυτά το 2008. Έκτοτε, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην κατάρτιση μιας πολύ προοδευτικής ατζέντας για τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, η οποία περιείχε και ρητή δέσμευση για πολιτικό γάμο ομοφύλων με πλήρη και ίσα δικαιώματα, και η οποία ψηφίστηκε στο ιδρυτικό του συνέδριο. Η ατζέντα αυτή δεν έχει, ακόμη, επιβεβαιωθεί στην πράξη, και το κουτσουρεμένο Σύμφωνο που έρχεται για ψήφιση κάποιοι σωστά θα θεωρήσουν ότι είναι ένα ξεκίνημα, κάποιοι άλλοι όμως θα το δουν ως ήπιο διαχειριστικό κυβερνητισμό.

Αξίζει όμως να μείνει κανείς θετικός, αξίζει όσοι στηρίξουν να το κάνουν χωρίς συναισθηματισμό και με στόχο να προσφέρουν τολμηρές βελτιώσεις, αξίζει να το δει κανείς όλο αυτό και ως μια ακόμα αφορμή προβληματισμού, και για το πώς η Αριστερά στη χώρα μας οργανώνει και στηρίζει τα αιτήματά της, και για το πώς η σημερινή της κυβέρνηση τα πραγματοποιεί.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία, θεωρία της λογοτεχνίας και σπουδές φύλου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

[1] Το Σύμφωνο, διατηρώντας την αρχική προ επέκτασης ρύθμιση του 2008, παραμένει μια ιδιωτική συμβολαιογραφική, και άρα περιορισμένης ορατότητας, πράξη. Εντούτοις, καθώς ορίζεται ότι πρέπει να κατατεθεί και στο ληξιαρχείο για να είναι νόμιμο, μπορεί εκ των πραγμάτων να κατακτήσει δημόσιο χαρακτήρα — όσο δηλαδή κάποιοι πολίτες θα χρησιμοποιούν αυτή την κατάθεση στο ληξιαρχείο ως δημόσια επιτελεστική πράξη. Αξίζει, πάντως, εδώ να δει κανείς τη διαφορά ακόμα και με το Σύμφωνο που ψηφίστηκε στην Κύπρο.

[2] Διατάξεις δημοσιοϋπαλληλικού, εργατικού, ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού, φορολογικού, και δημοσιονομικού δικαίου αφήνονται να οριστούν με προεδρικό διάταγμα εντός εξαμήνου.

[3] Δεν περιγράφεται ξεκάθαρα η διαδικασία έκδοσης άδειας παραμονής σε περίπτωση που ο ένας εκ των συντρόφων είναι αλλοδαπός – εννοείται όμως η ισχύς της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας.

[4] Όλες οι διατάξεις που αφορούν την γονεϊκότητα και επιμέλεια τέκνων είναι εσκεμμένα προσανατολισμένες, ακόμα και γλωσσικά, μόνο στο Σύμφωνο που συνάπτεται μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Δεν καλύπτεται έτσι, ουσιαστικά, όχι μόνο η πιθανότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, αλλά ούτε τα δικαιώματα παιδιών που ήδη μεγαλώνουν σε ομογονεϊκές οικογένειες και έχουν συγκεκριμένες ανάγκες επιμέλειας. Είναι πιθανόν, όμως, στο πνεύμα και όλου του νομοσχεδίου, να αφήνεται επίτηδες τόσο περίεργη η διατύπωση όλων των άρθρων των σχετικών με τα τέκνα — έτσι ώστε, εν καιρώ, να μπορεί να γίνει μια εκτατική ερμηνεία τους.

[5] Είναι αυτός, άραγε, ο λόγος, που η λέξη ομοφυλόφιλος/η δεν χρησιμοποιείται καμία φορά στο κείμενο του νομοσχεδίου, ούτε η λέξη ομοφοβία στα άρθρα για τη ρατσιστική βία;

Φωτογραφία: Roger de la Fresnaye, «Γυμνά σε τοπίο», 1910

Πηγή: Ενθέματα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το Avatar των Εξαρχείων. Του Θωμά Τσαλαπάτη

«Ευρώπη 51: Η μεγαλύτερη αγάπη» από την Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3