Το πλαίσιο
Θα ήθελα να ξεκινήσω με ορισμένες σύντομες θέσεις που είναι χρήσιμες για να γίνει κατανοητός ο συλλογισμός και οι απόψεις που θα εκθέσω παρακάτω.
α) Το πανεπιστήμιο και η εκπαίδευση εν γένει έχει διττό ρόλο.
i) πρόκειται για ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους
ii) έχει ρόλο (εργασιακά, και άρα κοινωνικά) κατανεμητικό
β) Στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχει μια κοινότητα ενιαίων συμφερόντων. Αν βάλουμε στα δύο άκρα τον Πρύτανη από τη μια, και μια συμβασιούχα καθαρίστρια από την άλλη, και στο ενδιάμεσο όλο το διοικητικό, εκπαιδευτικό, ερευνητικό προσωπικό όπως και τους προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές βλέπουμε πως υπάρχουν διαφορετικά προβλήματα, συμφέροντα, κοινωνικές θέσεις κοκ.
Έχουμε στην κορυφή της πυραμίδας αυτό το κομμάτι του καθηγητικού κατεστημένου το οποίο αποτελεί ιμάντα μεταφοράς και εφαρμογής της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής και στη βάση της αυτούς που βιώνουν τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής. Ή για να το πω με πιο απτά παραδείγματα, ορισμένα μέλη της «κοινότητας» θα περνάνε από πειθαρχικά συμβούλια και θα τους επιβάλλονται ποινές, ενώ ορισμένα άλλα θα τα αποτελούν και θα τις επιβάλλουν. Ορισμένα μέλη της κοινότητας θα διαγράφονται από αυτήν, ενώ κάποια άλλα θα παίρνουν τις αποφάσεις διαγραφής και θα τις υπογράφουν/επιβάλλουν.
γ) Στο πανεπιστήμιο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που παράγουν ερευνητικό, εκπαιδευτικό ή διοικητικό έργο. Ορισμένοι πληρώνονται, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, ενώ άλλοι δεν πληρώνονται καθόλου και άρα επί της ουσίας πληρώνουν (κάνοντας δεύτερη δουλειά, δανειζόμενοι ή συντηρούμενοι από συγγενείς και φίλους) προκειμένου να βρίσκονται ή να παραμένουν εντός της «κοινότητας».
δ) Το πρόβλημα του πανεπιστημίου δεν είναι πρόβλημα υποχρηματοδότησης εν γένει. Άλλωστε βλέπουμε πως όταν θέλουν (βλέπε πανεπιστημιακή μπατσοκρατία) λεφτά υπάρχουν. Είναι απόρροια πολιτικών επιλογών συνεχούς απαξίωσης και εν μέρει διάλυσής του, ούτως ώστε να μην αποτελεί ένα δημόσιο αγαθό προσβάσιμο σε μεγάλο μέρος της ελληνικής νεολαίας.
Τα παραπάνω αποτελούν κοινό τόπο στα περισσότερα πανεπιστήμια του κόσμου. Η ελληνική υστέρηση κυρίως ως προς την προσβασιμότητα στο πανεπιστήμιο (σημείο δ) αποτελεί μια ιδιαιτερότητα που σχετίζεται με εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες (κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς). Αντίστοιχα πως στο πανεπιστήμιο, λόγω της ραγδαίας μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας κατά μια προηγούμενη περίοδο, βρέθηκαν αρκετοί διδάσκοντες και ερευνητές που αμφισβητούσαν από πολιτική και ιδεολογική θέση το σημείο (α) αποτελεί εξίσου μια παραφωνία. Αυτές τις παραφωνίες που επιχείρησαν να διορθώσουν με συστηματικό τρόπο όλοι ανεξαιρέτως οι νόμοι πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση τουλάχιστον από την Μαριέττα Γιαννάκου κι έπειτα.
Οι νέοι είναι (επισφαλείς κι) ωραίοι, και οι παλιοί αλλιώς
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε την κατάσταση των νέων ερευνητών και διδασκόντων, πολυδιασπασμένων σε ΕΔΙΠ, 407, ΕΣΠΑτζήδες («απόκτηση διδακτικής εμπειρίας»), απλήρωτων και μη (μετα-)διδακτόρων, και αισίως υποψηφίων διδακτόρων και μεταπτυχιακών (βλέπε το νέο φρούτο των επικουρικών). Ανθρώπων, που με εξαίρεση την περίπτωση των ΕΔΙΠ, κυνηγάνε συμβάσεις, υποτροφίες, χρηματοδοτήσεις. Αναλώνονται σε αιτήσεις επί αιτήσεων ευελπιστώντας πως μια επιτυχούσα αίτηση θα τους παρέχει τον αναγκαίο χρόνο για να γράψουν την επόμενη επιτυχούσα πρόταση και κάπου, κάπως, κάποτε θα καταφέρουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος (οικονομικές και ακαδημαϊκές), τους διαφόρους χρηματοδότες, κοκ. Άτομα που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αλλά είναι «ελεύθεροι επαγγελματίες», τουτέστιν, μπλοκάκηδες, χωρίς δικαιώματα, παρά μόνο υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις, που συχνά ξεπερνούν αυτές των συμβάσεων και οι οποίες επιβάλλονται ρητά, άρρητα ή υπόρρητα από μέλη ΔΕΠ (μόνιμο προσωπικό) το οποίο και αποφασίζει το ποιος μένει, ποιος έρχεται και ποιος φεύγει σε αυτές τις επισφαλείς θέσεις.
Οι νέοι ερευνητές και διδάσκοντες υποτάσσονται είτε σε όσους έχουν το καρπούζι και το μαχαίρι στα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα μπας και τους δώσουν τα κουκούτσια, πράξη για την οποία «οφείλουν νιώθουν βαθύτατα υποχρεωμένοι και να παράγουν πολλαπλάσιο έργο σε σχέση με την αμοιβή τους. Άλλοι επιλέγουν να αιτηθούν χρηματοδότησης είτε στα ευαγή φιλανθρωπικά ιδρύματα που έχει δημιουργήσει το εφοπλιστικό κεφάλαιο, είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε σε άλλους αντίστοιχους φορείς. Εκεί συχνά οι απαιτήσεις των αιτήσεων (σε χρόνο και κόπο) καθεαυτών είναι αναντίστοιχος του ποσού χρηματοδότησης (με εξαίρεση την ΕΕ). Δηλαδή, ξοδεύονται μήνες απλήρωτης εργασίας με την ελπίδα πως θα ευοδωθεί η προσπάθεια που ορισμένες φορές μεταφράζεται σε
α) 500-600 ευρώ το μήνα για μεταδιδάκτορες, για ένα χρόνο, φυσικά,
β) θέσεις εργασίες που βαφτίζονται υποτροφίες κι άρα δεν μετράνε ως προϋπηρεσία, κοκ
Τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα στη δημιουργική βιομηχανία όπου αιτήσεις λ.χ. για δημιουργία ντοκιμαντέρ των οποίων χρηματοδοτείται το περίπου 1-5% θα πρέπει να πείσουν από το προκαταρκτικό στάδιο της ανάπτυξης της ιδέας για την εμπορική τους επιτυχία, κι αυτό ακόμη και στις περιπτώσεις που ο χρηματοδότης εμφανίζεται με «εναλλακτικό πρόσημο».
Κάποτε βροντοφωνάζαμε πως δεν θα γίνουμε η γενιά των (700 ή 600, το ποσό συνεχώς έπεφτε, σαν το χρηματιστήριο επί Σημίτη) ευρώ. Κι αυτό με την ελπίδα πως το ποσό θα ανέβει. Αυτή τη στιγμή οι μεταδιδάκτορες παίρνουν «μισθούς» μέχρι και κάτω των 500 ευρώ, ορισμένου χρόνου. Τα χειρότερα έπονται, εκτός εάν υπάρξει συγκροτημένη οργάνωση και πάλη ενάντια στην απλήρωτη εργασία και υπέρ της δουλειάς (ερευνητικής ή διδακτικής) με αξιοπρεπείς όρους και πλήρη εργασιακά δικαιώματα. Κι αυτός είναι ένας αγώνας δύσκολος διότι:
α) υπάρχει φόβος
β) υπάρχει συσκότιση ως προς το ποιοι είναι σύμμαχοι, ποιοι στο ίδιο καζάνι και ποιοι εχθροί.
Αλλά, άλλος δρόμος, δεν υπάρχει.
Ο Χρίστος Μάης είναι ανεξάρτητος ερευνητής (επίσημη ονομασία των ανέργων διδακτόρων παγκοσμίως) Ιστορίας και Πολιτισμικών Σπουδών
*Η φωτογραφία είναι από την ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Θεόδωρου Μαραγκού. Αποτελεί στιγμιότυπο της φράσης του Κώστα Τσάκωνα (Δημοσθένη στην ταινία) «Έξι χρόνια στο δημοτικό. Έξι χρόνια στο γυμνάσιο, δώδεκα. Έξι χρόνια στο πολυτεχνείο, δεκαοχτώ. Έξι χρόνια στο εξωτερικό, εικοσιτέσσερα. Και έξι χρόνια μέχρι που να πάω σχολείο, τριάντα. Μέχρι τα τριανταέξι που είμαι, ακόμα άλλα έξι χρόνια. Πού πήγανε; Τι γίνανε έξι χρόνια;»