in

Tο επικείμενο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ και μια συμβουλή προς τον Φώτη Κουβέλη, του Χριστόφορου Βερναρδάκη

Tο επικείμενο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ και μια συμβουλή προς τον Φώτη Κουβέλη, του Χριστόφορου Βερναρδάκη

Δεν αποτελεί προφανώς είδηση ότι η ΔΗΜΑΡ ως πολιτικό κόμμα ανήκει στο παρελθόν και ότι ο ιστορικός της κύκλος έχει κλείσει. Η εκλογική και πολιτική τύχη της ΔΗΜΑΡ ήταν προδιαγεγραμμένη. Είναι η μοίρα των κομμάτων και των ηγεσιών εκείνων που θεωρούν ότι μπορούν να ίπτανται πέραν των θεμελιωδών νόμων που καθορίζουν τη γέννηση και εξέλιξη των κομματικών συστημάτων και να κάνουν ακροβασίες, τις οποίες βαφτίζουν «πολιτική τακτική».

Η ΔΗΜΑΡ διασπάται από τον ενιαίο ΣΥΝ το 2010, ασκώντας κριτική στην πλειοψηφούσα τότε επιλογή του «ΣΥΡΙΖΑ». Είναι μια διάσπαση «από τα δεξιά». Ωστόσο δεν παύει αντικειμενικά να είναι ένα κόμμα της «Αριστεράς», δηλαδή στην κύρια διαιρετική τομή Αριστερά / Δεξιά του κομματικού συστήματος να τοποθετείται στην πλευρά της «Αριστεράς». Μιας «Αριστεράς» μεταρρυθμιστικής («ρεφορμιστικής» θα λέγαμε παλιά), «υπεύθυνης», «μετριοπαθούς», «ενδοτικής», βάλτε ό,τι θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό θέλετε, αλλά πάντως «Αριστεράς». Με την τοποθέτηση αυτή, και με τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ την ίδια εποχή, άρχισε να καταλαμβάνει ένα αξιόλογο και ζωτικό χώρο στο κομματικό σύστημα, γεγονός που αποτυπώθηκε στο 7% των δύο εκλογών του 2012.

Και έπειτα ήρθε η κρίση. Η ΔΗΜΑΡ γίνεται ο τρίτος πόλος της συγκυβέρνησης και συμβάλλει σε μια πρώτης τάξεως πολιτικο-θεσμική εκτροπή, δηλαδή την εφαρμογή των μνημονιακών-νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τη στιγμή που οι πολιτικές αυτές έχουν καταδικαστεί από το εκλογικό σώμα και έχουν δημιουργήσει τον «πολιτικό σεισμό» της κατάρρευσης του δικομματικού καρτέλ εξουσίας. Η ΔΗΜΑΡ δίνει το «φιλί της ζωής» σε ένα καταρρέον ακραία ταξικό και διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας. Συμβάλλει καθοριστικά στη διαιώνιση της πιο σκληρής αντιλαϊκής και αντισυνταγματικής πολιτικής που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και ανταλλάσσει την επιλογή αυτή υιοθετώντας την πιο χαρακτηριστική πρακτική των «κομμάτων – καρτέλ» (cartel parties) την αναλογική διανομή των κρατικών θέσεων, επομένως και πόρων (θυμηθείτε ανεκδοτολογικά τον Χατζησωκράτη και το περίφημο 5-3-2 στην κατανομή των κρατικών θέσεων που είχε συμφωνήσει η τρικομματική συγκυβέρνηση). Με όλα αυτά διαβαίνει τον Ρουβίκωνα.
Και διαβαίνοντάς τον, έχει προδιαγεγραμμένο τέλος. Εξοβελίζεται από την διαιρετική τομή που διαμορφώνει ιστορικά τα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα, αφού δεν είναι πλέον ούτε «Αριστερά» αλλά ούτε και «Δεξιά». Γι’ αυτό και εφευρίσκει πολιτικούς νεολογισμούς για να αυτοπροσδιοριστεί, όπως «κυβερνώσα Αριστερά» ή «υπεύθυνη Αριστερά», ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει «νέες» πολιτικές γεωγραφίες, όπως «Κεντροαριστερά», «δημοκρατικός σοσιαλισμός», «σοσιαλδημοκρατία» . Στην πραγματικότητα η ΔΗΜΑΡ μετασχηματίζεται οριστικά σε αυτό που έτεινε εξαρχής: από ένα «ρεφορμιστικό» σε ένα «συστημικό» κόμμα. Έναν οργανικό διανοούμενο του διεφθαρμένου συστήματος, που κύριος ρόλος του είναι να πολεμήσει τον «αριστερισμό», την «ανευθυνότητα», το «λαϊκισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, και κατ’επέκτασιν όλης της Αριστεράς, κοινωνικής και πολιτικής.

Η πίεση της εκλογικής και εν μέρει και της κομματικής της βάσης την οδηγεί στο κρίσιμο γι’ αυτήν λάθος: την αποχώρηση από την Κυβέρνηση μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ. Εκεί εκμηδενίζεται ο «δείκτης πολιτικής χρησιμότητας» που (πρέπει να) διαθέτει κάθε πολιτικό κόμμα. Δεν είναι «χρήσιμη» πλέον ούτε στον αριστερό και δημοκρατικό κόσμο, αφού δεν είχε καταφέρει με τη συμμετοχή της να επηρεάσει θετικά (όπως ισχυριζόταν στο δημόσιο λόγο της) έστω και εν μέρει τις ασκούμενες πολιτικές. Δεν είναι χρήσιμη ούτε και στη «δεξιά» και στο μνημονιακό στρατόπεδο, αφού αποτελεί ένα βαρίδι με ασαφείς διαθέσεις και «ιδεολογικά κολλήματα» που απορρέουν από το μακρινό της παρελθόν. Με τη συμμετοχή της στη συγκυβέρνηση του ’12 η ΔΗΜΑΡ «έφυγε» και τυπικά από την «Αριστερά». Με την αποχώρησή της από την Κυβέρνηση το ’13 η ΔΗΜΑΡ «έφυγε» και από τη «Δεξιά». Και το αποτέλεσμα ήταν απολύτως αναμενόμενο και προβλεπόμενο: αιωρούμενη στο κενό στις ευρωεκλογές του 2014 κατέγραψε το περιφανές ποσοστό του 1.2%.

Σήμερα η ΔΗΜΑΡ βαδίζει στο συνέδριό της αποδεκατισμένη. Η μεταρρυθμιστική της τάση αποχώρησε, και για να λέμε την αλήθεια, έχει και κάποιο δίκιο. Η καταστατική συγκρότηση της ΔΗΜΑΡ θεμελιώνεται για την ηγετική ομάδα των Κουβέλη-Λυκούδη, κ.ά, στη διάλυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και στη δικαίωση – επιτέλους! – αυτής της δεξιάς συστημικής αντίληψης του Λεωνίδα Κύρκου και των φίλων του περί μεγάλων αφηγήσεων, μεγάλων υπερβάσεων, μεγάλων συνθέσεων, κοκ. Εκείνης ακριβώς της αφήγησης που ήθελε την Αριστερά επίσημο συνομιλητή του αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και όταν αυτό περνάει σε αδιανόητες επιθέσεις στα λαϊκά κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα. Και που προϋπέθετε βεβαίως ένα ιδιότυπο κόμμα υπεράνω των πολιτικών και κοινωνικών διαιρέσεων, που μόνο του καθήκον ήταν να αιμοδοτεί το κυρίαρχο σύστημα με στελέχη, διανοούμενους και ιδέες. Ο Λυκούδης έμεινε συνεπής σε αυτό το σχέδιο και στη βασική του ιδέα. Ο Κουβέλης απλώς τα έκανε θάλασσα!

Το πολιτικό μέλλον της ΔΗΜΑΡ είναι προδιαγεγραμμένο. Πολύ απλά δεν υπάρχει. Οι αναφορές του Κουβέλη περί «ολικής επαναφοράς» της ΔΗΜΑΡ στην πολιτική σκηνή είναι μόνο παρηγοριά στον «άρρωστο». Μια σημαντική μερίδα στελεχών της ΔΗΜΑΡ κινείται ευθέως πλέον προς την άθλια συγκυβέρνηση και θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να την (εξ)υπηρετήσει. Μια άλλη μεγάλη μερίδα, κυρίως ανθρώπων της βάσης και των μεσαίων στελεχών, θα προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως γιατί είναι άνθρωποι κανονικοί, χωρίς ιδιοτελή συμφέροντα και πολιτικές καριέρες στο νου τους. Η ΔΗΜΑΡ ως μόρφωμα δεν έχει καμία ελπίδα αυτοδύναμης επιβίωσης, ενώ δεν μπορεί να προσβλέπει και σε κάποια (ισότιμη ή και ανισότιμη) συνεργασία με άλλο κόμμα, ακριβώς γιατί δεν κομίζει παρά ένα ελάχιστο 0.3% αυτήν τη στιγμή.

Το μόνο ενδιαφέρον ερώτημα που υπάρχει είναι τι θα κάνει μια μικρή αριθμητικά ηγετική και πολιτική ομάδα πέριξ του Φώτη Κουβέλη. Και πάνω σε αυτό θα ήθελα να εκφράσω μια γνώμη και να διατυπώσω μια καλοπροαίρετη συμβουλή. Όχι τόσο για το δικό τους πολιτικό μέλλον, όσο για τη δική μας, των πολλών αριστερών ανθρώπων, ηθική και ιδεολογική συγκρότηση.

Όταν ηττάται μια πολιτική αντίληψη, μια πολιτική άποψη, τότε καλώς ή κακώς παρασύρεται και η ηγεσία εκείνη που ήταν υπεύθυνη γι” αυτήν την πολιτική. Δεν υπάρχουν ένοχες πολιτικές και αθώες ηγεσίες. Δεν υπάρχουν ηγεσίες και πρόσωπα παντός καιρού. Οι ηγεσίες ταυτίζονται πάντοτε με τις ιδέες, τις πράξεις και τα αποτελέσματα που κατέγραψαν. Επομένως, από αυτήν την άποψη η σημερινή πολιτική ηγεσία της ΔΗΜΑΡ και κυρίως ο Φώτης Κουβέλης έχει μόνον μία έντιμη και καθαρή επιλογή. Τη δημόσια επανατοποθέτηση των επιλογών της μπροστά στην κοινωνία που υποφέρει, στους αριστερούς που αγωνιούν. Ένα προσωπικό και πολιτικό αναστοχασμό για το τι ήθελαν και τι κατάφεραν εντέλει. Μια ζωντανή αυτοκριτική, όχι για να δικαιωθούν κάποιοι «δικαιωμένοι ιεροεξεταστές», αλλά για να λυτρωθούν οι ίδιοι. Και τέλος, μια γενναιότητα σε αυτήν την κρίσιμη ιστορική φάση για τη χώρα, να αποσυρθούν από την ενεργό πολιτική έστω και προσωρινά, καλώντας τον ελληνικό λαό να ψηφίσει την Αριστερά, την όποια Αριστερά, ακόμα και αυτήν που διαφωνούμε! Μόνον έτσι η χειμαζόμενη κοινωνία πιθανώς να δει έστω και την τελευταία στιγμή με διαφορετική ματιά τον Φώτη Κουβέλη και τους φίλους του, και μόνον έτσι αυτοί θα διασώσουν την ηθική τους πειστικότητα απέναντι στον ελληνικό λαό.

Σε αυτήν την υγιή και όχι ανθρωποφαγική πολιτική στάση πρέπει να πιέσουμε όλοι και όλες οι αριστεροί/ες. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ανοικτός σε όσους και όσες υιοθετούν το πρόγραμμα και τη βασική του πολιτική ιδέα, αλλά με όρους δημόσιας πολιτικής δέσμευσης, με όρους συμπόρευσης, με όρους στράτευσης, με όρους ανακλητότητας. Όχι με όρους παραγοντισμού. Γιατί αλλιώς θα εμπεδώσουμε την ιδέα ότι όλοι ίδιοι είναι και όλοι με τις «κατάλλληλες διαπραγματεύσεις» βρίσκονται πάντα μέσα στο παιχνίδι. Τότε θα έχουμε χάσει από τα αποδυτήρια, όπως λένε και στο ποδόσφαιρο.πη

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αχιλλέας Μπέος, ο εκλεκτός του λαού. Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη

Τραγουδάμε για να σώσουμε, αδερφέ μου, έναν τόπο