Διαβάζουμε με πραγματικό ενδιαφέρον και θετικότατες εντυπώσεις την Πράσινη Βίβλο για την εδαφική συνοχή της Ευρώπης, που λέει κάπου ότι: «Η οικιστική δομή της ΕΕ είναι μοναδική. Αριθμεί περίπου 5.000 κωμοπόλεις και περίπου 1.000 πόλεις που εξαπλώνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη και λειτουργούν ως σημεία εστίασης της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτιστικής δραστηριότητας.
Του Πέτρου Σταύρου
Αυτό το σχετικά πυκνό αστικό δίκτυο περιλαμβάνει λίγες πολύ μεγάλες πόλεις. Στην ΕΕ, μόνον το 7% των ατόμων κατοικεί σε πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο από 5 εκατ. κατοίκους έναντι του 25% στις ΗΠΑ, και μόνον 5 πόλεις της ΕΕ συγκαταλέγονται στις 100 μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο. Η εν λόγω οικιστική δομή συμβάλλει στην ποιότητα ζωής στην ΕΕ, τόσο για τους κατοίκους πόλεων που ζουν κοντά σε αγροτικές περιοχές, όσο και για τους κατοίκους της υπαίθρου με εύκολη πρόσβαση σε υπηρεσίες. Επίσης, είναι πιο αποδοτική ως προς τους πόρους καθώς αποτρέπει τις αρνητικές οικονομικές επιβαρύνσεις των υπερβολικά μεγάλων οικισμών και τα υψηλά επίπεδα χρήσης ενέργειας και εδάφους, που αποτελούν τυπικό χαρακτηριστικό της αστικής επέκτασης».
Εκείνο που μας κάνει εντύπωση σε κείμενα σαν το παραπάνω είναι πως, ενώ μιλούν για την εδαφική συνοχή της Ευρώπης, ως διοικητική τμηματοποίηση του χώρου τα κάθε λογής σύνορα «απουσιάζουν». Αν και δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς, παρόλα αυτά, έχει αποδυναμωθεί η πολιτική δραστικότητά τους. Η περιγραφή μας λέει πως οι χωρικές ασυνέχειες έχουν προσαρτηθεί και ομογενοποιηθεί και το σύστημα των πόλεων και των κωμοπόλεων εξαπλώνεται αρμονικά, χωρίς ιμπεριαλιστικές διαθέσεις, και διαμορφώνει ένα «χωρικό κεκτημένο» αντίστοιχο του κοινωνικού κεκτημένου της Ευρώπης. Το χωρικό αυτό κεκτημένο είναι βασισμένο στο σύστημα της εγγύτητας και της βέλτιστης διάστασης. Ούτε πολύ μακριά, ούτε πολύ κοντά, ούτε πολύ μεγάλα μεγέθη, ούτε πολύ μικρά μεγέθη. Η επίτευξή του έγινε με ιστορικό και αυθόρμητο τρόπο, αλλά η διατήρηση του απαιτεί κάποιους είδους και μεγάλου ύψους επενδύσεις.
Τα κείμενα αυτά, εκτός του ότι μας εντυπωσιάζουν, μας δείχνουν το δρόμο και τη μορφή που πρέπει να πάρουν οι δημόσιες δαπάνες στην Ευρώπη. Μονό και μόνο για να διατηρηθεί αυτή η γεωγραφική και οικιστική ποικιλότητα σχετικώς αμετάβλητη, αλλά και για να υποστηριχθεί το είδος της ευημερίας που παρέχει στους ευρωπαϊκούς λαούς, απαιτούνται σημαντικοί πόροι και θέσεις εργασίας στους τομείς των μεταφορών, των υπηρεσιών, των εγγειοβελτιωτικών υποδομών, του πολιτισμού, των νέων τεχνολογιών, της ιατρικής, της παιδείας, του περιβάλλοντος κλπ. Η Πράσινη Βίβλος απαριθμεί τις επιθυμητές και αναγκαίες υποδομές σε κύρια και δευτερεύοντα οδικά δίκτυα, σιδηροδρομικές γραμμές, οπτικές ίνες που να ενώνουν τις πόλεις με τις κωμοπόλεις και την ύπαιθρο, την απόσταση που πρέπει να έχουν οι οικισμοί από τις πηγές ενέργειας, τις δημόσιες υπηρεσίες, τις δομές υγειονομικής περίθαλψης και τριτοβάθμιας παιδείας κλπ
Ας μη γελιόμαστε όμως. Στη πραγματικότητα, δεν υπάρχουν αυτές οι προοδευτικές πολιτικές, παρά μόνο ως διακηρύξεις. Τα παραπάνω κείμενα γράφονται για να προσφέρουν «απόλαυση» σε αυτούς που τα διαβάζουν και για να κάνουν ωραίες παρουσιάσεις, σε workshops, οι κοινοτικοί γραφειοκράτες. Στην ουσία, δεν κινητοποιούν τους υπάρχοντες ευρωπαϊκούς πόρους, δεν πιέζουν για εξεύρεση πρόσθετων πόρων και δεν απαντούν στο ποιος θα κάνει όλες αυτές τις επενδύσεις. Ποιο υποκείμενο ενδιαφέρεται για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργεί η πυκνότητα των πόλεων, ποιο θα καλύψει τις διαφορές μεταξύ των περιφερειών, ποιο θα δημιουργήσει «εγγύτητες» και «προσβασιμότητες» μέσα στο χώρο;
Το ευρωπαϊκό «χωρικό κεκτημένο» κινδυνεύει από τέσσερις παράγοντες: Από την περιοριστική δημοσιονομική «συστοιχία» λιτότητας όλων των κρατών μελών της ΕΕ, από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική για την ιδιωτικοποίηση των υποδομών, από την επανεμφάνιση του πολιτικού «ρήγματος» των συνόρων, δηλαδή της απότομης αύξησης της εχθρότητας μεταξύ γειτονικών κρατών, από κοινού με την χωρική ασυνέχεια, και, τέλος, από την μετατροπή της περιοχής των συνόρων σε τόπο παραγωγής πόνου και δυστυχίας.
Αν οι δύο πρώτοι παράγοντες σχετίζονται τόσο με τη δημοσιονομική καταστολή, όσο και με την ευκαιρία των ευρωπαϊκών ελίτ να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις «δυνατότητες» που τους παρέχει η οικονομική κρίση, οι δύο επόμενοι παράγοντες συνδέονται και με στρατηγικές αποτροπής των κυμάτων της μετανάστευσης, αλλά και με μορφές μαζικής παραγωγής τοπίων φόβου και πόνου. Αποτελεί μορφή φασιστικού ρεαλισμού η πολιτική αποτροπής που δημιουργεί, επίτηδες, νησίδες απάνθρωπων συνθηκών στα σύνορα. Ας μην έχουμε όμως την αυταπάτη ότι πρόκειται μόνο για αυτό. Στην αρχή λειτουργεί έτσι, αλλά κατόπιν μετατρέπεται σε μια πιο χαρακτηριστική λειτουργία των συνόρων που είναι ο εγκλεισμός και όχι η αποτροπή εισόδου. Τα σύνορα «εσωτερικοποιούνται» στην ενδοχώρα και σε κάθε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ας μην έχουν όμως και οι έλληνες πολίτες την αυταπάτη ότι η εντατική χρήση των συνόρων για την παραγωγή παραδειγμάτων απανθρωπιάς θα τους αφήσει ανεπηρέαστους. Μαζί με τους μετανάστες θα δυστυχήσει η κοινωνία όλη, γιατί τα αποτελέσματα τέτοιων πολιτικών αφορούν στο σύνολο του πληθυσμού, αν και με διαφορετικό τρόπο και βαθμό. Ας μην νομίζει η Ευρώπη ότι με χρηματοδοτούμενες από κοινοτικούς πόρους φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης και με καινούργια λιμενικά σκάφη και πιο πυκνές περιπολίες θα σταματήσει τη φτώχεια και θα φέρει την ανάπτυξη και την ευημερία. Εκείνο που θα πετύχει θα είναι η μετατροπή των ανατολικών συνόρων της σε τόπους παραγωγής δυστυχίας.
Η Αριστερά θα πρέπει μαζί με την πρόταση για την έξοδο από την ύφεση και τη κρίση και από κοινού με τη διαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης να επιδιώξει και μια ολοκληρωμένη πρόταση για την εδαφική συνοχή. Στοιχεία αυτής της πρότασης είναι ένα νέο όραμα για τον τύπο των δημοσίων επενδύσεων και το είδος του κοινωνικού εξοπλισμού που απαιτείται. Η Ευρώπη και οι θεσμοί της θα πρέπει να αντικρίσουν κατάματα τις αντιφάσεις τους και να αναλάβουν τις ευθύνες των εντάσεων που δημιουργούν αυτές οι αντιφάσεις. Δεν μπορεί, ακόμα και σε διακηρυκτικό επίπεδο, να περιγράφεται η συνοχή της εδαφικής ποικιλομορφίας ως αναπτυξιακό πλεονέκτημα και να μην αναγνωρίζεται ότι η χωρική μήτρα του καπιταλισμού παράγει ένα τμηματικό, κερματισμένο, ασυνεχή, «κυψελοειδή» και μερισμένο χωρικό υπόδειγμα (Πουλαντζάς). Εάν επιδιώκεται η υπέρβαση του μερισμένου και «κυψελοειδούς» χώρου, αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός μίνιμουμ προγράμματος παραγωγικού και κοινωνικού μετασχηματισμού.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών και των υποδομών χωρικής συνοχής δεν μπορούν να παραχθούν παρά μόνο ως δημόσιες υποδομές. Ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί (λόγω έλλειψης ικανοτήτων και προσανατολισμού) να συμμετέχει στη παραγωγή συνεκτικού και λειτουργικού χώρου. Από κει και πέρα, και γνωρίζοντας πως τα σύνορα είναι χωρικές ασυνέχειες με πολιτική λειτουργία θα πρέπει να εντοπιστούν ανταγωνιστικές στρατηγικές (σε αυτές των συνόρων) που αντί να δίνουν έμφαση στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, στο σημείο εισόδου, να προωθούν πολιτικές συγκατοίκησης και εδαφικής συνοχής. Τέτοιες πολιτικές είναι η διευκόλυνση της κινητικότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ανακατανομή του μεταναστευτικού πληθυσμού (Χριστόπουλος), η προσβασιμότητα σε υπηρεσίες και κοινωνικό εξοπλισμό κλπ.
Στο τέλος κάποιων αφηγήσεων ίσως αποδειχθεί ότι η ευρωπαϊκή χωρική μήτρα έχει μεγαλύτερη «απορροφητικότητα» από άλλους μεταναστευτικούς προορισμούς που ανέδειξε η ιστορία της δύσης και του καπιταλισμού. Απλά, ο νεοφιλελεύθερος αυταρχισμός δεν αφήνει να αναδειχθούν οι υπαρκτές δυνατότητες του ευρωπαϊκού χώρου.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
1. Πράσινη Βίβλος για την εδαφική συνοχή. Μετατροπή της εδαφικής ποικιλομορφίας σε προτέρημα, SEC(2008) 2550.
2. Νίκος Πουλαντζάς, Το Κράτος η Εξουσία ο Σοσιαλισμός, εκδόσεις «Θεμέλιο».
3. Δημήτρης Χριστόπουλος, «Ευρώπη, Αριστερά και μετανάστευση», Rednotebook, 28/1/2014.
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.
