Ο κ. Βορίδης είναι ένας σταθερός στις απόψεις του πολιτικός. Μπορεί από αρχηγός της νεολαίας της ΕΠΕΝ, του κόμματος δηλαδή που ίδρυσε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος από τη φυλακή, να έγινε στη συνέχεια αρχηγός του «Ελληνικού Μετώπου» και να συνδέθηκε πολιτικά με το «Εθνικό Μέτωπο» του Λεπέν, μπορεί κατόπιν να προσχώρησε στον ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη και μετά στη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και σήμερα να είναι υπουργός της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ουδέποτε όμως μετατοπίστηκε ουσιαστικά από τις πολιτικές του θέσεις. Ήταν και παραμένει ένας ακραία συντηρητικός πολιτικός, φανατικός αντικομμουνιστής, με ακροδεξιές απόψεις.
Συστατικό στοιχείο της ακροδεξιάς ιδεολογίας και πολιτικής είναι η «εθνική καθαρότητα» και συνεπώς η εχθρότητα προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Το στοιχείο αυτό είναι ολοφάνερο στις πρόσφατες παρεμβάσεις του κ. Βορίδη ως Υπουργού Εσωτερικών στο ζήτημα της πολιτογράφησης των αλλοδαπών.
Το άρθρο 3 του ν. 4735/2020 ορίζει ότι ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει, εκτός από τις άλλες προϋποθέσεις που απαιτούνται, «να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας» και ότι «με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής ένταξης του αιτούντος…».
Με βάση την προηγούμενη εξουσιοδοτική διάταξη δημοσιεύθηκε στις 22-4-2021 η με αριθμό 29845/2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που ορίζει τα «τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια».
Ειδικότερα, όσον αφορά τα τεκμήρια της οικονομικής ένταξης, η απόφαση προβλέπει ότι «ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας/ίδα πολίτης πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης, χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της χώρας».
Το εισόδημα που λαμβάνεται υπόψη είναι αυτό που αποκτά στη χώρα προσωπικά ο αλλοδαπός από μισθωτή εργασία, επιχειρηματική δραστηριότητα, σύνταξη κ.λπ., αλλά όχι από τυχόν προνοιακά επιδόματα.
Επαρκές ετήσιο εισόδημα θεωρείται το εισόδημα ενός εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δηλαδή περίπου 7.800 ευρώ με βάση τον σημερινό κατώτατο μισθό, προσαυξημένο κατά 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας.
Προκειμένου ο αλλοδαπός να έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης, πρέπει να αποδείξει πως έχει αποκτήσει επαρκές και σταθερό εισόδημα από τρία μέχρι επτά έτη, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει. Συγκεκριμένα, αυτοί που απαιτείται να έχουν συμπληρώσει τρία συνεχή έτη νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα (στην κατηγορία αυτή ανήκουν πολίτες της Ε.Ε., σύζυγοι Ελλήνων πολιτών με τέκνο κ.λπ.), πρέπει να αποδεικνύουν ότι έχουν επαρκές εισόδημα και τα τρία αυτά χρόνια. Όσοι χρειάζεται να έχουν συμπληρώσει επτά συνεχόμενα έτη νόμιμης διαμονής (στην κατηγορία αυτή ανήκουν αναγνωρισμένοι πολιτικοί πρόσφυγες, όσοι βρίσκονται σε καθεστώς επικουρικής προστασίας ή κατέχουν άδεια επί μακρόν διαμένοντος ή άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς ή αόριστης διάρκειας ή δεκαετίας κ.λπ.) πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησης. Όσοι απαιτείται να έχουν συμπληρώσει δώδεκα συνεχή έτη νόμιμης διαμονής στη χώρα (στην κατηγορία αυτή ανήκουν όσοι κατέχουν άλλους τύπους αδειών διαμονής) πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για τα τελευταία επτά τουλάχιστον χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησης.
Είναι φανερό ότι με την θέσπιση των παραπάνω πολύ αυστηρών οικονομικών κριτηρίων η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Γιατί, ποιος μετανάστης ή πρόσφυγας μπορούσε να έχει σταθερή εργασία και σταθερό εισόδημα τα τελευταία τρία ή πέντε ή επτά χρόνια, σε μια χώρα με τεράστια οικονομική κρίση από το 2010 και μετά, με υψηλά ποσοστά ανεργίας, με μερική, επισφαλή και αδήλωτη εργασία, με τη νέα οικονομική κρίση εξ αιτίας της πανδημίας;
Είναι βέβαια αλήθεια ότι το ελληνικό κράτος ποτέ δεν ήταν πρόθυμο να χορηγήσει την ελληνική ιθαγένεια σε αλλοδαπούς με μακρά και νόμιμη παραμονή στην Ελλάδα. Εκτός από κάποιες εύλογες προϋποθέσεις, πάντοτε έβαζε προσκόμματα στη διαδικασία πολιτογράφησης. Με την παρούσα όμως κυβέρνηση και ιδιαίτερα με την τωρινή ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών ο αποκλεισμός γίνεται ολοένα και πιο ρητός και αποκτά περισσότερο θεσμικά χαρακτηριστικά.
Έτσι, δεν είναι μόνο η νέα υπουργική απόφαση, που, καθιερώνοντας τα αυστηρά οικονομικά κριτήρια, αποκλείει τη συντριπτική πλειονότητα όσων επιθυμούν να ζητήσουν πολιτογράφηση και μάλιστα όχι μόνο από εδώ κι εμπρός αλλά και όσων υπέβαλαν αίτηση στο παρελθόν, καθώς και αυτοί θα κριθούν με το νέο σύστημα.
Η τράπεζα θεμάτων για τις πανελλαδικές εξετάσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Φεβρουάριο 2021 οδήγησε την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στη διαπίστωση ότι «Ο βαθμός δυσκολίας των ερωτήσεων καθιστά πρακτικά αδύνατη την επιτυχή εξέταση για την πλειοψηφία των αιτούντων, που είναι αδύνατο να ανταποκριθεί επιτυχώς σε αυτό το επίπεδο εξέτασης. Θέτοντας το βαθμό δυσκολίας σε τόσο υψηλό επίπεδο ουσιαστικά καταδικάζονται οι αιτούντες σε αποτυχία και άρα σε μόνιμη αλλοδαπότητα».
Ενώ με τροπολογία του Υπουργού Εσωτερικών στις 14 Απρίλιο 2021 καταργήθηκε προηγούμενη διάταξη, που όριζε ότι εξαιρούνται από τις γραπτές εξετάσεις πολιτογράφησης όσοι έχουν παρακολουθήσει επιτυχώς τρεις τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και ορίστηκε ότι για την εξαίρεση από τις εξετάσεις απαιτείται πλέον επιτυχής παρακολούθηση και των έξι τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή επιτυχής παρακολούθηση των έξι τάξεων του Δημοτικού και των τριών του Γυμνασίου.
Η στόχευση όλων των παραπάνω υπουργικών παρεμβάσεων είναι σαφής: είναι η αποτροπή των προσφύγων και μεταναστών που κατοικούν χρόνια στη χώρα και είναι πλήρως ενταγμένοι στην κοινωνία μας να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, είναι δηλαδή η επί της ουσίας κατάργηση του δικαιώματος της πολιτογράφησης. Για τον κ. Βορίδη ο αποκλεισμός αυτός, εκτός από ταξικά χαρακτηριστικά, αφού η πολιτογράφηση μετατρέπεται σε προνόμιο για λίγους, έχει και σαφές ιδεολογικό πρόσημο. Στηρίζεται στο αντιδραστικό ιδεολόγημα ότι η ιθαγένεια βασίζεται στην «καθαρότητα» του αίματος.
Η Αριστερά απέναντι σ’ αυτή την πολιτική οφείλει να υπερασπιστεί, χωρίς να λογαριάζει τυχόν πολιτικό κόστος, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως μια από τις πλέον αδύνατες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Έχει χρέος να δώσει την ιδεολογική και πολιτική μάχη και να αντιπαρατεθεί στη Ακροδεξιά με βάση τις δικές της αξίες: την αλληλεγγύη, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Και μια από τις πρώτες ενέργειές της, όταν ξαναγίνει κυβέρνηση, είναι να καταργήσει τις παραπάνω απαράδεκτες ρυθμίσεις, να διευκολύνει τις διαδικασίες πολιτογράφησης όσων επιθυμούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια και να επιδιώξει την ομαλή ένταξη των προσφύγων και των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό της χώρας, χωρίς βέβαια ποτέ να χάνει τον στόχο της καταπολέμησης των αιτιών που γεννούν το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης των ανθρώπων αυτών από τις χώρες προέλευσής τους.