Νίκος Βράντσης, Απλουστεύσεις: χώροι, υποκείμενα & καταστολή σε συνθήκες πλανητικής αστικοποίησης, Αθήνα: Αυτολεξεί, Απρίλιος 2021, σσ. 96
Τον Απρίλιο του 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αυτολεξεί, οι οποίες συνδέονται με τον ομώνυμο διαδικτυακό τόπο θεωρητικής και πολιτικής παρέμβασης, ένα σύντομο βιβλίο με τίτλο Απλουστεύσεις. Χώροι, υποκείμενα και καταστολή σε συνθήκες πλανητικής αστικοποίησης. Ο συγγραφέας του, Νίκος Βράντσης, έχοντας πραγματοποιήσει σπουδές πολιτικής επιστήμης και φιλοσοφίας, δραστηριοποιείται σήμερα ως ανεξάρτητος ερευνητής, εστιάζοντας την προσοχή του στις περίπλοκες σχέσεις της πολιτικής με τον χώρο. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εγγράφεται και το πρόσφατο πόνημά του, το οποίο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά.
Η φράση του Jean Baudrillard που προτάσσεται στην αρχή του βιβλίου είναι χαρακτηριστική για όσα θα ακολουθήσουν: «Αυτός που ζει με το όμοιο θα πεθάνει από το όμοιο». Πράγματι, ο Βράντσης, επιχειρώντας να σκεφτεί τον νεοφιλελευθερισμό «ως μια συνάρθρωση κράτους, αγοράς και αγωγής του πολίτη, που εκμεταλλεύεται το πρώτο ώστε να επιβάλλει τη σφραγίδα της δεύτερης πάνω στην τρίτη» (σ. 49), θα περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο η νεοφιλελευθεροποίηση της ζωής αποτυπώνεται στον χώρο ως μια διαδικασία απλούστευσης. Μπορεί να επαναλαμβάνουμε διαρκώς ότι ο κόσμος μας γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκος, ο συγγραφέας όμως μας καλεί να στρέψουμε το βλέμμα μας σε μια σειρά φαινομένων που ομογενοποιούν, αμβλύνουν τις διαφορές μεταξύ προσώπων και πολιτισμών, περιστέλλουν τον πλούτο του βιώματος, καταστρέφουν τη βιοποικιλότητα: μονοκαλλιέργειες, πλανητική επέκταση των αγορών και των μετακινήσεων, τουριστικοποίηση, ψηφιοποίηση κάθε στιγμής της καθημερινότητας.
Σχέσεις και ποιότητες παλιότερων εποχών, με όλη την αμφισημία ή μάλλον την πολυσημία τους, απλοποιούνται με την έννοια ότι αναδιαρθρώνονται με βάση τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, που επιβάλλει τη μονοσημαντότητα, την τυποποίηση, τη μετρησιμότητα, την ταξινόμηση, την αντίληψη του εαυτού και του κόσμου ως ενός συνόλου πόρων προς οικονομική αξιοποίηση, αλλά και εικόνων προς δημοσίευση σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης: καταναλώνουμε «το θέαμα της νεοφιλελεύθερης πόλης που γίνεται ένα άθροισμα από instagramable τοπία» (σ. 67). Την ίδια στιγμή, κάθε σπιθαμή της γης καταγράφεται, παραμετροποιείται, τακτοποιείται στο εσωτερικό χαρτών και εφαρμογών για τα έξυπνα κινητά μας. Ο κόσμος απομειώνεται σε ένα άθροισμα αλγοριθμικά προσπελάσιμων συντεταγμένων.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πλανητικής ομογενοποίησης, όπου ακόμη και η ύπαιθρος οργανώνεται σαν μια συνέχεια της πόλης, οι απειλές δεν προέρχονται τόσο από το εξωτερικό, όσο από το εσωτερικό του συστήματος. Η κατάρρευση δεν οφείλεται κυρίως σε έναν εχθρό που βρίσκεται στα σύνορα, όσο σε μια ευθραυστότητα που παράγεται εσωτερικά, λόγω της υπερβολικής ομοιότητας. Πρόκειται για μια ενδόρρηξη, όπως σημειώνει ο Βράντσης, παραπέμποντας εκ νέου στο έργο του Baudrillard. Για παράδειγμα, οι μονοκαλλιέργειες καθίστανται εύθραυστες όχι επειδή δεν ελέγχονται αρκετά, αλλά ακριβώς επειδή ελέγχονται υπερβολικά, επειδή αποτελούν ένα υπεραπλουστευμένο τεχνητό οικοσύστημα που, ελλείψει ποικιλόμορφων διαρθρώσεων, καταρρέει αμέσως μόλις πληγεί από έναν νέο ιό.
Αυτή η κατάσταση βρίσκει τις αναλογίες της και στο κοινωνικό πεδίο. Φαινόμενα όπως η τρομοκρατία της νέας χιλιετίας ερμηνεύονται από τον συγγραφέα με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «οι δράστες δεν ήταν κάποιοι που βρίσκονταν εκτός, που εκδικήθηκαν έναν εχθρό που βρίσκεται πίσω από καθαρά ορισμένα οχυρά. Οι δράστες ήταν στοιχεία του μέσα, αυτής της πελώριας επικράτειας που καλύπτει με το πλέγμα της ορθολογικότητάς της κάθε σημείο του χάρτη» (σ. 56).
Οι παραπάνω σκέψεις παρουσιάζονται από τον Βράντση μέσα από μια σειρά παραδειγμάτων σε κεφάλαια που συνδέονται μεταξύ τους με σχετική χαλαρότητα. Την ίδια στιγμή, σε ορισμένα σημεία η γραφή κινείται στα σύνορα της θεωρίας και του λογοτεχνικού δοκιμίου, κάτι που έχει ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Συστήνοντάς μας, εκ νέου ή για πρώτη φορά, σε φιγούρες όπως ο Frits Went, ολλανδός βιολόγος που είχε εμμονή με τις προστατευμένες μονοκαλλιέργειες, ο Le Corbusier, γαλλοελβετός αρχιτέκτονας που ονειρευόταν τη διαρρύθμιση της ανθρώπινης κατοικίας με βάση ένα σύνολο λειτουργιών ̶ «σαλόνι οικογενείας για την ανάπαυση, η κουζίνα για την τροφή, τα δωμάτια για τη συντήρηση των δυνάμεων και την αναπαραγωγή» (σ. 27) ̶ , αλλά και ο Roofman, περίφημος διαρρήκτης που χτυπούσε τα κτίρια των McDonald’s βασιζόμενος στο σχεδόν πανομοιότυπο σχέδιο κατασκευής τους διεθνώς, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα πειστικό ιμπρεσιονιστικό πορτρέτο του σύγχρονου κόσμου.
Κόμβοι αυτού του κόσμου είναι οι επεκτεινόμενοι μη τόποι (αεροδρόμια, σταθμοί, super market), τα container που διασχίζουν ασταμάτητα την υφήλιο μεταφέροντας εμπορεύματα, αλλά και οι σύγχρονοι νομάδες, που δουλεύουν μέσω ίντερνετ και αλλάζουν συνεχώς τόπο και χρόνο σαν σε παιχνίδι ή επιδίδονται στην κατανάλωση μιας σκηνοθετημένης αυθεντικότητας που, ως τέτοια, τους αφήνει μονίμως ανικανοποίητους. Κι αυτή είναι η μόνο η «φωτεινή» πλευρά του πίνακα· στα περιθώριά του συνωθούνται οι απόκληροι, οι νεόπτωχοι, οι μετανάστες, όλοι και όλες όσες περισσεύουν στο πλαίσιο της νέας λογικής του κόσμου και στους οποίους επιφυλάσσεται μια high tech επιτήρηση και καταστολή.
Μπορεί άραγε μια τέτοια περιγραφή της σύγχρονης ζωής να λειτουργήσει όχι αποκαρδιωτικά αλλά ανανεωτικά, οδηγώντας μας όχι στην παράλυση αλλά στη βούληση για πολιτική δράση και αλλαγή; Ο Βράντσης τουλάχιστον απαντά θετικά. Απέναντι στις δυνάμεις της ομογενοποίησης προτάσσει έννοιες και πρακτικές που επιμένουν στην πολλαπλότητα, την απροσχεδίαστη ποικιλία, την ετερότητα: «αποκέντρωση των λεξιλογίων· αποκέντρωση του σχεδιασμού· urban un-planning». Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο κλείνει προταγματικά. «Χρειαζόμαστε τόπους συμπερίληψης όπου θα σκοντάφτουν οι καθολικές γραμματικές και οι δυνάμεις απλουστεύσεων» (σ. 90).
*Ο Γιάννης Κτενάς είναι μέλος τη συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom