Τρία μονόπρακτα του Γεώργιου Σουρή («Ο Αναπαραδιάδης», «Ο Αποχαιρετισμός και η Επάνοδος» και «Ο Πατατράκας, ο νεογαμβρός») συνθέτουν την παράσταση «ΞεΣΟΥΡΗΣματα».
Ο Άρης Βέβης, ο Γιάννης Δρόσος και ο Μιχαήλ Νικολάου υποδύονται τρεις γυναίκες που έχουν ένα κοινό πρόβλημα και έναν κοινό σκοπό: τον έρωτα. Κάθε Δευτέρα οι κωμικές τους ιστορίες ζωντανεύουν στο «The Barrister:lounge cafe+bookshop» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Νίκου Ορτετζάτου.
Οι τρεις πρωταγωνιστές της παράστασης μίλησαν στο alterthess.gr.
Συνέντευξη στην Ευγενία Χατζηγεωργίου
Για τον έρωτα και την σημασία του, με αφορμή την παράσταση που επικεντρώνεται σ’ αυτόν μέσα από τις τρεις διαφορετικές ιστορίες γυναικών
Γ.Δ: Δεν νομίζω ότι ο έρωτας έχει διαφορετική ύπαρξη στον άνδρα από ότι στην γυναίκα. Αν θα έπρεπε να κάνω έναν διαχωρισμό αυτού, θα επικεντρωνόμουν στον χαρακτήρα. Ίσως αυτός είναι ο παράγοντας που αλλάζει τη σημασία του έρωτα για τον καθένα μας! Κι ίσως αυτό είναι που μας κάνει κι εμάς τους ίδιους να βιώνουμε κάθε φορά -αν είμαστε τυχεροί- αλλιώς τον έρωτα.
Α.Β: Ο έρωτας θεωρώ πως είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Μπορεί να ορίσει την ψυχολογία σου, την διάθεσή σου, το είναι σου. Είναι το συναίσθημα που μπορεί να σε φτάσει στα ύψη και να σε ρίξει στον πάτο. Δεν ξέρω αν υπάρχει διαφορά εξαιτίας του φύλου. Είμαστε άνθρωποι και ερωτευόμαστε ανθρώπους. Νομίζω πως όλοι τον αποζητάμε και όταν έρθει εκείνη η στιγμή θέλουμε διακαώς να αφεθούμε.
Μ.Ν: Ο έρωτας και πόσο μάλλον στην εποχή μας παίζει καταλυτικό ρόλο σε πολλά πράγματα, κάτι σαν κινητήριος δύναμη. Τώρα στην ιστορία των γυναικών της παράστασης υπάρχουν τρία ήδη που είναι ευδιάκριτα: ο ανεκπλήρωτος στο πρώτο έργο, ο μεγάλος και ενθουσιώδεις στο δεύτερο μονόπρακτο και τέλος ο καταπιεστικός αλλά μεγάλος στο τελευταίο έργο. Η γυναικά ανέκαθεν επένδυε περισσότερα στον έρωτα κατά τα φαινόμενα σε σχέση με τον άντρα έτσι και οι ηρωίδες μας πλέκουν αυτόν τον ιστό σε κάθε μια ιστορία για να κρατήσουν τον άντρα που έχουν στο πλάι τους.
Το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο ως «συστατικό» της παράστασης
Γ.Δ: Όλο και κάτι έχει να μας πει κι ο Σουρής μέσα από αυτές τις τρεις ιστορίες. Προσωπικά θεωρώ πως όλα έχουν να κάνουν με το συμφέρον σε αυτήν την παράσταση. Κάθε γυναίκα κοιτά πιο είναι το συμφέρον της, στον έρωτα… και κάνει τα πάντα για να μην τον χάσει! Πολύ έντονα διαφαίνεται στην πρώτη ιστορία του Αναπαραδιάδη, όπου ένας άτυχος δικηγόρος τρέχει να ξεφύγει από τον ενωμοτάρχη αδερφό της γυναίκας που συμφεροντολογικά και μόνο καταλήγει να την παντρευτεί… έπειτα από όλες τις προσπάθειες τις ίδιας και του αδερφού της… που τελικώς κατάφεραν αυτό που ήθελαν… εν ολίγοις όλοι πήραν αυτό που ήθελαν…
Α.Β: Μέσα στην παράσταση υπάρχουν πολλά τέτοια στοιχεία. Αν σκεφτούμε πως στην εποχή του ο Γεώργιος Σουρής ονομάστηκε ως «σύγχρονος Αριστοφάνης» αν μη τι άλλο αυτό προδίδει την σατιρική χροιά των έργων του. Αυτό το πετυχαίνει με αναφορές στην εκάστοτε φορολόγηση από το κράτος και την αντίστοιχη φοροδιαφυγή από τον λαό και σε αντιδράσεις πάνω στο αιώνιο θέμα «πόλεμος».
Μ.Ν: Οι λεπτές αποχρώσεις που γίνονται διακριτές σε δεύτερο επίπεδο κοινωνικοπολιτικού σχολίου στην παράσταση, έχουν να κάνουν από το θέμα της ανεργίας -που τι πιο μείζον στην εποχή μας;- μέχρι βαθιά προβλήματα που το κράτος δημιουργεί στους πολίτες, τους λεγόμενους, μεσαία τάξη όπως είναι και οι ήρωες των έργων μας. Χαρακτηριστικά μια φράση του έργου λέει ο ήρωας ο Αναπαραδιάδης, «όμως συχνά ενήστεψα χειμώνα καλοκαίρι και αν έφαγα την σήμερον ένας θεός το ξέρει».

Αν και στο έργο υπάρχουν τρεις ηρωίδες, τους ρόλους τους ενσαρκώνουν τρεις άνδρες
Γ.Δ: Σίγουρα είναι πρόκληση και για μένα και για οποιονδήποτε ηθοποιό… είμαι νέος στον «στίβο» κι αυτό ίσως είναι ακόμη πιο προκλητικό. Οι πρώτες οδηγίες που είχα από τον σκηνοθέτη ήταν να σκεφτώ σαν γυναίκα αλλά όχι να συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα. Αυτό είναι και το δύσκολο του πράγματος. Πως σκέφτεται μια γυναίκα; Και ειδικά όταν το θέμα μας είναι ο έρωτας; Oλα αυτά που μηχανεύεται το μυαλό μιας γυναίκας στον άνδρα μοιάζουν αδιανόητα. Έτσι συμβαίνει και με τη Σμαραγδη, επιστρατεύει όλα τα μεγάλα γυναίκεια «μέσα» για να καταφέρει να κρατήσει τον έρωτά της.
Α.Β: Κάθε ρόλος είναι μια πρόκληση. Έτσι λοιπόν και ένας γυναικείος. Στην αρχή είναι η αλήθεια πως υπήρχε υπέρ του δέοντος υπερβολή αλλά μετά καταλάβαμε πως είτε γυναίκα ήταν ο ρόλος είτε άντρας αυτό που έπρεπε να δούμε ήταν το πώς είναι και όχι το τι είναι. Έτσι μέσα από αυτό βγήκε και το ανάλογο αποτέλεσμα.
Μ.Ν: Για εμένα προσωπικά ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα το να προσεγγίσω την γυναικεία φύση και να προσπαθήσω όχι να μιμηθώ την γυναίκα αλλά το να γίνω γυναίκα. Όμορφο και πολύ δύσκολο στο χτίσιμο και η κατασκευή και ο τύπος της γυναίκας που είχα να αντιμετωπίσω, η Μελπομένη είναι μια κυρία και αρχοντογυναίκα παρόλα αυτά δεν έτυχε να παντρευτεί ποτέ και μέσα από ένα τυχαίο συμβάν και μια απρόσμενη συνάντηση θα έρθει αντιμέτωπη με τον έρωτα. Είναι μια κλασσική μορφή μιας Ελληνίδας η οποία έχει αρχές και χαρακτήρα, γενικά το γυναικείο φύλο πέραν από την ομορφιά κρύβει και ένα τεράστιο μυστήριο, ένα μυστήριο που εύχομαι να κουβαλάει η γυναίκα που φέρω στην σκηνή.
Η διαχρονικότητα των έργων του Σουρή στα οποία βασίζεται η παράσταση
Γ.Δ: Οι καταστάσεις που πραγματεύεται και στα τρία αυτά έργα του ο Σουρής είναι λίγο πολύ κάτι κι από σήμερα, κάτι κι από αύριο, με μόνη διαφορά τον λόγο. Ο έρωτας και το συμφέρον τότε, τώρα, και πάντα -αν μου επιτρέπεται- οδηγεί τον άνθρωπο σε παρόμοιες δράσεις και σκέψεις. Σήμερα το ζούμε λίγο πιο έντονα με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Στην πολιτική ένα παραπάνω αλλά και στην οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς όλα είναι συμφέρον… ποιος εργοδότης δε θέλει να πληρώνει λιγότερα στον υπάλληλο του, κι ας μην του αξίζει… κι αυτό γιατί είναι συμφέρον!
Α.Β: Δεν ξέρω αν ο Σουρής στόχευε στην διαχρονικότητα αυτών που έγραφε. Νομίζω πως ο κάθε συγγραφέας γράφει γιατί θέλει να πει κάτι για την εποχή στην οποία υπήρξε. Τώρα αν όντως ο κόσμος δεν έχει εξελιχθεί, ναι, σίγουρα υπάρχει διαχρονικότητα και επιβεβαιώνεται το ρητό «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Ένα παράδειγμα που μου έρχεται είναι από το έργο «Ο Αναπαραδιάδης» όπου ουσιαστικά ο προαναφερόμενος προσπαθεί να φοροδιαφύγει λόγω στενής οικονομικής κατάστασης.
Μ.Ν: Ο Σουρής μιλάει την γλώσσα του σήμερα είναι γρήγορος είναι καυστικός και με ματιά σκληρή απέναντι στην κοινωνία και αυτό φαίνεται στην βιβλιογραφία του. Δεν «μασάει» τα λόγια του ούτε κρύβεται πίσω από τον ποιητικό λόγο. Αυτά είναι χαρακτηριστικά τα οποία τον εντάσσουν σίγουρα σε έναν διαχρονικό συγγραφέα, παρόλα αυτά τα έργα του κρατάνε μια γλυκιά νοσταλγία και μια γλυκιά αθωότητα.

Η εμπειρία του να παίζεις σε έναν ζεστό χώρο όπως αυτόν του Barrister, όπου η επαφή με κοινό είναι άμεση και η ατμόσφαιρα χαλαρή
Γ.Δ: Είναι κάτι πολύ καινούργιο για μένα… είχα δει πολλές φορές κάτι αντίστοιχο και ήθελα πολύ να το κάνω… διαφέρει πάρα πολύ αυτό από μια σκηνή. Είσαι ένα με τον κόσμο, κι ό,τι συμβαίνει είναι σα να συμβαίνει μεταξύ «φίλων». Είναι μοναδικό που μπορείς και βλέπεις τις αντιδράσεις όλων και μπορείς να τους αγγίξεις και να τους βάλλεις στο παιχνίδι. Είναι σα να διηγείσαι μια ιστορία στην παρέα σου.
Α.Β: Ήταν μια ιδιαίτερη εμπειρία με τα ups and downs της. Έχω ξαναβρεθεί σε παρόμοια φάση με προηγούμενη παράσταση και αυτό που συνειδητοποιώ είναι πως αν σε μια θεατρική σκηνή η επικοινωνία με το κοινό είναι στο δέκα σε έναν μη θεατρικό χώρο είναι στο εκατό. Ο θεατής είναι δίπλα σου και σε παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής, κυριολεκτικά. Η παράσταση έχει αρκετά διαδραστικά στοιχεία και πραγματικά νομίζω πως το απολαμβάνουμε περισσότερο από κάθε τι.
Μ.Ν: Νόμιζα ότι θα ήταν πιο δύσκολο καθώς η πρώτη μου φορά «αντιμέτωπος» με τον όρο bar theater όμως έκανα λάθος. Ο κόσμος σου στέλνει τον παλμό κάθε δευτερόλεπτο, καθώς δεν υπάρχει ο διαχωρισμός σκηνής- κοινού, παίζει μαζί σου και το αντίστροφο χωρίς να καταλάβεις πως γίνεται αυτό! Το μαγαζί πληροί την προϋπόθεση για ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι πολύ σημαντικό να αισθάνεσαι ασφάλεια του χώρου, ο θεατής χαίρεται το να τον βάλεις στο παιχνίδι σου καθώς αυτό είναι και το νόημα της δουλειάς που κάνουμε. Θελουμε να φύγουν με το χαμόγελο στα αυτιά και όσο το δυνατόν πιο χαρούμενοι η ανάλαφροι!
