«Το δικό μας μέτωπο είναι το μέτωπο της πολυτέλειας»
Σύνθημα των Μπολονέζων Ιταλών Αυτόνομων [1]
Το 2016 στις διαδηλώσεις ενάντια στον Εργασιακό Νόμο (Loi Travail) στη Γαλλία, ένα σύνθημα ξεπηδούσε από τοίχο σε τοίχο: «Να ζήσει η Κομμούνα». Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου συνθήματος στην εν λόγω συγκυρία ήταν ότι, μακράν από το να επιχειρεί να αποτελέσει μία νοσταλγική επαναβιώση της εθνικής ιστορίας της Γαλλίας, δεν προσανατολιζόταν σε κάποιο μακρινό παρελθόν, αλλά στο άμεσο παρόν. Φαίνεται πως οι διαδηλώτριες και οι διαδηλωτές που συμμετείχαν στην εξέγερση του Nuit Debout, όπως αυτή ονομάστηκε, δεν απέτιαν απλώς φόρο τιμής στην Κομμούνα ως ένα ένδοξο συμβάν που είχε περιέλθει στο πεδίο της ιστορίας και είχε λάβει χώρα από τις 18 Μαρτίου έως τις 28 Μαΐου του 1871· αντιθέτως, αδράχνοντας μια ιστορική εμπειρία του παρελθόντος, και μετουσιώνοντάς τη στη δική τους πραγματικότητα, σύμφωνα με τα δικά τους βιώματα και τις δικές τους επιθυμίες, της προσέδιδαν στο εδώ και τώρα ένα νέο νόημα. Η Κομμούνα, με λίγα λόγια, δεν αποτελούσε μία αφηρημένη ιστορική παρομοίωση, ούτε ένα στείρο εννοιολογικό σχήμα, αλλά μία ζώσα μοναδική εμπειρία.
Είναι αυτή τη συγκεκριμένη χειρονομία που προσπαθεί να συλλάβει η Kristin Ross στο βιβλίο της «Κοινοτική πολυτέλεια: Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας», το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες στα ελληνικά από τις «εκδόσεις των ξένων». Η Kristin Ross, καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο New York University, τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρεται και μελετά επισταμένως τα κινήματα του κοινωνικού ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα δεν αρκείται απλώς σε μία εξωτερική σχέση θεωρητικής ενασχόλησης με αυτά, αλλά τάσσεται και συμμετέχει στο πλευρό τους. Ειδικότερα έχει συνδεθεί ιδιαίτερα στενά με την κατάληψη της ZAD της Notre-Dame-des-Landes [2] στη Γαλλία, την οποία υπερασπίστηκε δημόσια ενάντια στη συναίνεση στις κατασταλτικές επιχειρήσεις εκκένωσής της από την κυβέρνηση Macron το 2018 [3], και στην οποία, μάλιστα, η ίδια μετέβη και έζησε για κάποιο διάστημα, ώστε να μεταφράσει το βιβλίο της γαλλικής ομάδας Mauvaise Troupe, που δραστηριοποιείται επίσης στη ζώνη [4]. Βασικό σημείο ενδιαφέροντος για την Kristin Ross αποτελούν οι εδαφικοί αγώνες, δηλαδή οι αγώνες εκείνοι που συνίστανται στην κατάληψη και την υπεράσπιση ενός σαφώς οριοθετημένου εδάφους, με τη συνακόλουθη οργάνωση της καθημερινής ζωής εντός του. Οι αγώνες αυτοί δεν επιχειρούν να συγκροτήσουν μία σειρά από αφηρημένα γενικόλογα αιτήματα βασιζόμενα σε παγιωμένες ιδεολογικές γραμμές, αλλά τοπο-θετούμενοι σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, εκκινούν από τη βιωμένη καθημερινή εμπειρία της καθεμίας και του καθενός και αποπειρώνται να οργανώσουν τη ζωή, τη γη, τη φροντίδα, στη βάση μίας συλλογικής ευαισθησίας. Με άλλα λόγια, στους εδαφικούς εντοπισμένους αγώνες το σύνολο της ζωής αποτελεί διακύβευμα και πεδίο αντίστασης, και οργανώνεται με άξονα τη βιωματική-υλική συνθήκη του κοινού, η οποία ως τέτοια δεν προϋπάρχει, αλλά συγκροτείται πάντοτε μεταξύ των συμμετεχόντων και των συμμετεχουσών στη δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη διαδιακασία του ίδιου του αγώνα, κατά την υπεράσπιση ενός καθορισμένου εδάφους. Επομένως, η Ross έχοντας στο μυαλό της τους εδαφικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων, από τις καταλήψεις των πλατειών του 2011 μέχρι τις κοινότητες που είτε περισσότερο είτε λιγότερο διασφαλίζουν την αυτονομία τους από το κράτος –συχνά ενάντια στα λεγόμενα mega projects–, στην Chiapas, στην Rojava, στη Notre-Dame-des-Landes, στο Standing Rock, αποπειράται να μελετήσει και να αναλύσει το ιστορικό γεγονός της Παρισινής Κομμούνας με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν.
Η Κομμούνα, μας λέει η συγγραφέας, «ήταν ένας τρόπος να είναι κανείς έντονα στο παρόν, που γινόταν εφικτός χάρη στην ενεργοποίηση μορφών και εκφράσεων του παρελθόντος» [5]. Είναι στη φράση αυτή που μπορούμε να συνοψίσουμε το ευρύτερο νόημα και την ιδιαίτερη κατεύθυνση που ακολουθεί το βιβλίο της Kristin Ross για την Παρισινή Κομμούνα. Όπως ξεκαθαρίζει η ίδια ευθύς εξ αρχής, η ακριβής και διεξοδική χρονολογική παράθεση των γεγονότων δεν είναι στις προθέσεις της. Aντιθέτως, πέρα από κάθε προσδοκία για μία νέα κυρίαρχη ιστοριογραφική αναπαράσταση, το εγχείρημα της Ross συνίσταται στην παρέμβαση στο πεδίο της ιστορικής αφήγησης και την αναδιάταξη των σημείων της [6]. Η συγγραφέας, λοιπόν, αποφασίζει να προσεγγίσει την Παρισινή Κομμούνα θέτοντας στο επίκεντρο τις ίδιες τις πράξεις, τα ίδια τα λόγια και τις ίδιες τις σκέψεις των κομμουνάρων, με αποτέλεσμα να εστιάσει υπό πρίσμα διαφορετικό από αυτό της «επίσημης» σοσιαλιστικής και φιλελεύθερης ιστοριογραφίας στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Παρίσι εκείνους τους μήνες, και εν τέλει να συγκροτήσει μία νέα, ανοιχτή και μη δογματική αφήγηση σχετικά με αυτήν. Συνεπώς, η ιστορία της Ross έχει τους δικούς της ελάσσονες πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες και τα δικά της ιδιαίτερα ιστορικά συμβάντα, στα οποία ενσκύπτει και τα οποία αναλύει. Όμως, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως στην ερμηνευτική προσέγγιση της Ross υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο άξιο προσοχής. Η συγγραφέας αποφασίζει να διευρύνει τα χωρικά και τα χρονικά όρια της αφήγησης, πράγμα που συνεπάγεται πως δεν αρκείται απλώς στην αυστηρή εξιστόρηση των γεγονότων που πραγματοποιήθηκαν εντός των τειχών του Παρισιού από τις 18 Μαρτίου έως τις 28 Μαΐου. Αντιθέτως, θέτει ως αφετηρία της Κομμούνας τις λαϊκές συνελεύσεις και τις επαναστατικές λέσχες, στις οποίες συμμετείχε μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης του Παρισιού κατά τα δύο τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας, και παράλληλα ακολουθώντας προσωπικότητες όπως ο Élisée Reclus, o William Morris, ο Pyotr Kropotkin, καθώς και άλλες λιγότερο γνωστές όπως ο καλλιτέχνης-υποδηματοποιός Napoléon Gaillard, η Elisabeth Dmitrieff και ο ποιητής του ύμνου της Διεθνούς Eugène Pottier, θεωρεί πως το πνεύμα και οι πρακτικές της μεταδόθηκαν και διασώθηκαν, ακόμα και μετά την αιματηρή καταστολή της, στα μέρη όπου συνέρευσαν οι εξόριστες και εξόριστοι κομμουνάροι. Η παραδοχή αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς μαρτυρά πως πέρα από τη συνήθη και καθιερωμένη αντίληψή μας απέναντι στα ιστορικά ζητήματα, ένα συμβάν δεν έχει μία καθορισμένη αρχή και ένα καθορισμένο τέλος, «με την κάθε ψηφίδα να είναι εξίσου ζωτική στη λογική του συμβάντος όσο και οι πρώτες πράξεις εξέγερσης στους δρόμους της πόλης. Είναι η συνέχιση της πάλης με άλλα μέσα» [7]. Η Κομμούνα, συνεπώς, όπως κάθε καθαρό συμβάν [8] δεν αποτέλεσε απλώς ένα εδαφικά και χρονικά οριοθετημένο πολιτικό γεγονός, «μία καθαρή διακριτή οντότητα» που κατεστάλη, αλλά μία ζώσα εμπειρία, η επίδραση της οποίας, διαφεύγοντας ακόμα και από τους διώκτες της, προεκτείνεται στο μέλλον [9].
Είναι την αντήχηση αυτής της επίδρασης στις μέρες μας που επιχειρεί να αδράξει η Ross, ώστε με τη βοήθεια παρελθούσων μορφών να προσπαθήσουμε «να είμαστε έντονα στο δικό μας παρόν» του 21ου αιώνα. Βέβαια, η προσέγγισή της δεν είναι συγκριτική, δεν εστιάζει στην κοινωνιολογική καταγραφή των ομοιοτήτων και των αποκλίσεων μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, αλλά η συγγραφέας ακολουθώντας τις οδηγίες του William Morris παρα-βάλλει, βάζει δηλαδή δίπλα-δίπλα [10], τις καθημερινές εμπειρίες και πρακτικές των κομμουνάρων στο μακρινό 1871, με τις αγωνίες και επιθυμίες της δικής μας εποχής, που άρρητα διατρέχουν όλο το κείμενο, με σκοπό, μέσω της συνάρθρωσή τους, να δημιουργηθεί μία νέα μορφή στο ιστορικό παρόν· μία νέα μορφή, με άλλα λόγια μία χειρονομία, που θα διαρρήξει την επίμονη συνέχειά του. Μιλάω με παραβολές δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά «το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου» [11].
Όμως, αν το παρόν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει, τότε γιατί μια ιστορία της Κομμούνας από την Kristin Ross; Αναμφίβολα, μια απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα μπορούμε να δώσουμε αν επικεντρωθούμε στη διαλεκτική του βιώματος και της νοητικής σύλληψης του Henri Lefebvre, στην οποία αναφέρεται η συγγραφέας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Lefebvre, μία αλληλένδετη και διαφοροποιημένη σχέση, και όχι μία ταύτιση, υφαίνεται μεταξύ θεωρίας και πράξης, καθώς είναι η ίδια η πρακτική, οι ίδιες οι διεργασίες ενός κινήματος που μετασχηματίζουν την κοινωνική πραγματικότητα, τις υποκειμενικότητες που συμμετέχουν στους κόλπους του και τις κοινωνικές τους σχέσεις,· δηλαδή όλα αυτά τα οποία, στη συνέχεια, η θεωρητική επεξεργασία προερχόμενη και πάλι από το κίνημα θα προσπαθήσει να εννοιολογήσει μετατοπίζοντάς τα σε ένα επίπεδο αφαίρεσης [12]. Επομένως, αν εκκινήσουμε από την απτή πραγματικότητα, από την ίδια την εμπειρία της Κομμούνας ως ενός εδαφικά οριοθετημένου αγώνα, θα μπορέσουμε πίσω από τις πρακτικές των κομμουνάρων και των συντρόφων τους να εντοπίσουμε τις θεωρητικές συλλήψεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την «ήττα» της, και αντιστρόφως αν επικεντρωθούμε στις συζητήσεις που πυροδότησε και την πνευματική της παραγωγή και παρακαταθήκη, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε καλύτερα μέσα από τις σχισμές και τα μισόκλειστα διάκενα των οδοφραγμάτων, στο Παρίσι του 1871, και αλλού. Στην πραγματικότητα, είναι σε αυτό το σημείο που διαφαίνεται το κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον της Ross για τους εδαφικούς αγώνες του σήμερα και το ερευνητικό-αγωνιστικό της ενδιαφέρον για την Κομμούνα του Παρισιού. Η συγγραφέας μας δείχνει πως ξεκινώντας από ένα γεωγραφικά εντοπισμένο έδαφος και τη χωρο-χρονική μορφολογία του, μία πολλαπλότητα πρακτικών, σκέψεων, κειμένων, θεωριών, συζητήσεων, φιλιών έρχεται στο φως, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε διαρρηγνύει τα στενά κανονιστικά όρια του ίδιου του ιστορικού γεγονότος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνεισφορά της Κομμούνας στην επαναξιολόγηση της θεωρίας του Marx για το φετιχισμό του εμπορεύματος, με την παρατήρησή του πως είναι οι καθημερινές κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνουν την πορεία της ιστορίας και τις αντίστοιχες ερμηνευτικές και θεωρητικές της προσεγγίσεις [13]· αλλά και εκείνη η συνάντηση των εξόριστων κομμουνάρων και των συντρόφων τους, που στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και στις αρχές αυτής του 1880 στην Ελβετία συνέβαλε στη συγκρότηση του ρεύματος του αναρχο-κομμουνισμού [14].
Επομένως, κατά τη Ross, η Κομμούνα δεν ήταν παρά ένα πλάνο σύστασης, το πεδίο στο οποίο σφυρηλατούνταν, επανεπεξεργάζονταν και σμιλεύονταν αναπαραστάσεις και κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος, υπάρχουσες πολιτικές θεωρίες, καθώς και οι συλλογικές βλέψεις και οι προσωπικοί πόθοι της καθεμίας και του καθενός, για ένα καλύτερο μέλλον [15]. Εξαιτίας του πλούτου της, εγκόλπωνε και συνένωνε μία σειρά από συζητήσεις που η αστική τάξη και η Δυτική κακοδαιμονία του πολιτισμού είχε φροντίσει να κρατήσει καλά διαχωρισμένες: τις προ-καπιταλιστικές μεσαιωνικές κοινότητες και την παραδοσιακή ρωσική ομπτσίνα με τον μαχητικό αντικαπιταλισμό της εργατικής τάξης, την ύπαιθρο με την πόλη, τους χωρικούς-αγρότες με το βιομηχανικό προλεταριάτο, την τέχνη με την καθημερινή ζωή, την χειρωνακτική με τη διανοητική εργασία, την πράξη με τη θεωρία, το παρελθόν με το παρόν. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε πως η διάσημη σκηνή των κομμουνάρων που πυροβόλησαν τις πλάκες των ρολογιών, δεν συμβολίζει απλώς το πάγωμα του χρόνου, ως του κύριου παράγοντα αξιολόγησης της εργασίας και άρα της ζωής, αλλά την απενεργοποίησή του και ταυτόχρονα την εκ νέου χρήση του στην κατειλημμένη και αναδιαμορφωμένη πόλη του Παρισιού. Η χειρονομία αυτή συνοψίζει τη μεταμόρφωση της Κομμούνας σε μία πλωτή πλατφόρμα η οποία, εξαιτίας του ετερογενούς εκρηκτικού της φορτίου και των συμπυκνωμένων θραυσμάτων της από ετερόκλητα χωρο-χρονικά πεδία, κινούταν με ευκολία ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, ανάμεσα σε προ-καπιταλιστικούς και αντι-καπιταλιστικούς κόσμους, ενσαρκώνοντας με κάθε της κίνηση τη μελλοντική κοινότητα. Συνεπώς, η χωροταξική της τοποθέτηση δεν απέτρεπε, αλλά αντιθέτως ενίσχυε την αποσκίρτησή της από το οριοθετημένο της εδάφος, καθώς «η Παρισινή Κομμούνα ήταν κάτι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ και κάτι ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ από μια εξέγερση. Ήταν η έλευση μιας διαφορετικής πολιτικής» [16]· και ως τέτοια, ήταν αδύνατο να απομονωθεί στον εαυτό της.
Παρ’ όλα αυτά έχουμε παραλείψει, μέχρι στιγμής, να αναφερθούμε στον όρο κοινοτική πολυτέλεια, ο οποίος εμφανιζόμενος στο Μανιφέστο της Ομοσπονδίας Καλλιτεχνών δίνει και τον τίτλο στο συγκεκριμένο βιβλίο της Kristin Ross. Η κοινοτική πολυτέλεια, η οποία συνοψίζει τον άρρηκτο δεσμό των καλών και των χειρονακτικών τεχνών με την καθημερινή ζωή, δεν ήταν, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, απλώς ένα διακριτό χαρακτηριστικό του κοινωνικού πειράματος που έλαβε χώρα στο Παρίσι, αλλά μία διάχυτη συνθήκη που διαπότιζε κάθε πτυχή της κοινοτικής ζωής [17]. Αυτό σημαίνει πως η τέχνη, το κατά την παραδεδομένη αντίληψη «υψηλό», είχε ενσωματωθεί πλήρως σε κάθε πτυχή του κοινοτικού χώρου, όπως στην εργασία, την πολεοδομία, τη φροντίδα, τη γη, τη συντροφικότητα. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πως η βιωμένη τέχνη των κομμουνάρων ισοδυναμεί με το να δίνεις αξία στο οτιδήποτε, με το να αφουγκράζεσαι, όπως ο Morris, πως «το αληθινό μυστικό της ευτυχίας κρύβεται στο ενδιαφέρον για όλες τις λεπτομέρειες της ζωής» [18], καθώς «τα πάντα υπάρχουν μέσα στο καθετί» [19]. Αν σταθούμε σε αυτή τη φράση του αδαή δασκάλου Joseph Jacotot, θα κατανοήσουμε πως η κοινοτική πολυτέλεια ήταν στην πραγματικότητα μία τονικότητα, μία ευαισθησία (sensibility), μέσω της οποίας οι κομμουνάροι εκκινώντας από ένα μεμονωμένο αντικείμενο, και θέτοντάς το υπό καθεστώς συλλογικής επεξεργασίας και χρήσης, με άλλα λόγια καταστώντας το κοινό, μετασχημάτιζαν τη φύση του και του προσέδιδαν ένα νέο νόημα και μία νέα αξία. Ξεκινώντας από το οτιδήποτε, από το πιο ελάσσον κατέληγαν στα πάντα, δηλαδή στη συσχέτισή του με ποικίλους τρόπους και την ενσωμάτωσή του σε ένα ολόκληρο δίκτυο, το οποίο οι ίδιες και οι ίδιοι ύφαιναν. Γι’ αυτό το λόγο, το να εκκινείς από το καθετί σημαίνει να εκκινείς από το μέσο (milieu), –όπως σε ένα επικό ποίημα–, πέρα από κάθε καθορίζουσα αρχή και κάθε προδιαγεγραμμένο τέλος. Όπως υποστηρίζει και ο Reclus, στον πλανήτη Γη δεν υπάρχει περι-βάλλον, ένα ουδέτερο υποκείμενο εξωτερικό από εμάς, αλλά μόνο το milieu, το μέσο, το οποίο συνιστά την αξεδιάλυτη αλληλεπίδραση ανθρώπινου και φυσικού κόσμου [20]. Μία κοινότητα, μία κομμούνα ξεκινώντας από το συγκεκριμένο και καταλήγοντας στα πάντα, δεν μπορεί να συγκροτηθεί ως καθαρά ανθρώπινη οντότητα, αλλά ως συνάρθρωση του ανθρώπινου και του φυσικού, που ακριβώς καταλύει τις προϋπάρχουσες διαχωριστικές κατηγορίες του ανθρώπου και της φύσης ως τέτοιες. Συνεπώς, η κοινοτική πολυτέλεια δεν είναι τίποτα άλλο από το να ξεκινήσεις από κάτι άμεσο και συγκεκριμένο που σου είναι προσφιλές, και μεταχειριζόμενή/-ός το με λεπτότητα και προσεκτικότητα να επιχειρήσεις να το συνδέσεις με άλλα αντικείμενα και με άλλα όντα ανθρώπινα, ζωικά, φυτικά μέχρι να συσταθεί ένα γεωγραφικά προσδιορισμένο πλέγμα σχέσεων, ένα έδαφος [21]. Επειδή κάθε έδαφος είναι κοινό, και ως τέτοιο ανοιχτό στον διαρκή του μετασχηματισμό, η υπόστασή του είναι απολύτως μοναδική και εν-τοπισμένη· είναι με αυτόν τον τρόπο που καθορίζει τη βιωμένη εμπειρία, μεταβάλλοντας και μεταστοιχειώνοντας τις αξίες των συμμετεχουσών και των συμμετεχόντων, για το τι συνιστά πλούτο, για το τι εν τέλει έχει νόημα [22]. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως στην περίπτωση της Κομμούνας, ενός λαμπρού εδαφικού αγώνα, δεν εκκινούμε από τον περίκλειστο χώρο της ιδεολογίας, αλλά από την ίδια τη ζωή και την αξία που συλλογικά της αποδίδουμε, ώστε να την υπερασπιστούμε και να διαφαλίσουμε τη συνέχειά της.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ισχυριζόμαστε πως η χειρονομία που επιτελεί με το βιβλίο της για την Παρισινή Κομμούνα η Kristin Ross είναι αποσυντακτική (ή αλλιώς αποθεσμοποιητική, όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά – destituent, destituant) [23]. Το να επιχειρήσεις να ξεκινήσεις από κάτι κοντινό και το να το καταστήσεις κοινό, δεν σημαίνει να το θεσμοποιήσεις ως τέτοιο και να παγιώσεις τη μορφή του – όσο ανοιχτή και δημοκρατική και αν ισχυρίζεται πως είναι η συντακτική διαδικασία. Αντιθέτως, καθαιρώντας το προπύργιο του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, το Παρίσι, και ταυτόχρονα με την ίδια κίνηση αναπλάθοντας τις δυνατότητές του και μετατρέποντας τους βασιλικούς του κήπους σε λαχανόκηπους, δεν συρρικνώνεις το νόημα του πολιτικού σε μία συγκεκριμένη συγκροτημένη συνέλευση ανθρώπων, γιατί το πολιτικό μπορεί να εμπεριέχεται στο καθετί. Αρκεί μόνο ένα συγκεκριμένο επίπεδο έντασης, κάποιος να φωνάξει «Πολίτες και πολίτισσες», ώστε το απειροελάχιστο να αποσκιρτήσει και να πολιτικοποιηθεί, ανοιγόμενο στον συλλογικό, δια-χρονικό του μετασχηματισμό.
Ένα άλλο ευρέως διαδεδομένο σύνθημα από την εξέγερση του Nuit Debout, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, διακήρυσσε: «Ο κόσμος ή τίποτα». Τώρα πια ξέρουμε μέσω της χειρονομίας της Kristin Ross πως ο κόσμος μπορεί να είναι ταυτόχρονα κάτι απειροελάχιστο, αλλά μπορεί να είναι ταυτόχρονα τα πάντα. Οι εξεγερμένες και οι εξεγερμένοι στο Παρίσι το γνώριζαν αυτό πολύ καλά.
[1] Αυτονομία: Απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων (1970-1980). Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα, 2014.
[2] Κατειλημμένη κοινότητα στη Δυτική Γαλλία, κοντά στη Νάντη. Από το 1980 κάτοικοι και ακτιβιστές εναντιώθηκαν στην κατασκευή ενός αεροδρομίου, και η διαμαρτυρία τους μετατράπηκε το 2008 περίπου, σε μία κατάληψη 4000 στρεμμάτων. Τα αρχικά αποτελούν μεταστραφη του Zone d’ Aménagement Différé (Ζώνη ανάπτυξης που έχει αναβληθεί) σε Zone À Defendre (Ζώνη προς υπεράσπιση).
[3] https://www.youtube.com/watch?v=NT3jx5A34j8
[4] https://www.versobooks.com/authors/2213-mauvaise-troupe-collective
[5] Kristin Ross, Κοινοτική πολυτέλεια: Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας. Εκδόσεις των ξένων, 2020, σελ. 60.
[6] Ένας καφές με την Κριστίν Ρος. Βαβυλωνία: πολιτικό περιοδικό, 2018, σελ. 45.
[7] Kristin Ross, Κοινοτική πολυτέλεια: Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας, σελ. 26.
[8] https://lundi.am/La-pluie-et-des-larmes-Sur-certains-details-de-Mai-68. Βλέπε, επίσης, το επίμετρο από το βιβλίο του Marcello Tarì, Ένα πιάνο στα οδοφράγματα: Για μια ιστορία της Ιταλικής Αυτονομίας.
[9] Kristin Ross, Κοινοτική πολυτέλεια: Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας, σελ. 212.
[10] Ό.π., σελ. 135.
[11] Walter Benjamin, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, σελ. 12.
[12] Kristin Ross, Κοινοτική πολυτέλεια: Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας, σελ. 216.
[13] Ό.π., σελ. 143.
[14] Ό.π., σελ. 182.
[15] Ό.π., σελ. 31.
[16] Ό.π., σελ. 47.
[17] Ό.π., σελ. 109.
[18] Ό.π., σελ. 195.
[19] Ό.π., σελ. 90.
[20] Ό.π., σελ. 234.
[21] Mauvaise Troupe, The ZAD and NoTAV. Verso, 2018. Πρόλογος της Kristin Ross “Making a Territory”, σελ. xix.
[22] Ένας καφές με την Κριστίν Ρος, σελ. 61.
[23] Στην ελληνική βιβλιογραφία, βλέπε το κείμενο του Giorgio Agamben «Στοιχεία για μία θεωρία της αποσυντάσσουσας ισχύος», περιοδικό Έρμα #2. Αόρατη Επιτροπή, Τώρα, Opportuna. Mikkel Bolt Rasmussen, Η αντεπανάσταση του Τραμπ, Παρακείμενος. Marcello Tarì, Ένα πιάνο στα οδοφράγματα: Για μια ιστορία της Ιταλικής Αυτονομίας, Ελευθεριακή κουλτούρα.