Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το σκίτσο του Τάσου Αναστασίου συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο το τελικό (;) αποτέλεσμα όλων όσων ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Η «κυβέρνηση της αριστεράς», αφού «έσωσε τη χώρα», την παραδίδει στους θατσερικούς κανίβαλους –ευτυχώς, σωσμένη.
Το πιθανότερο, μάλιστα, είναι να την παραδώσει υπο συνθήκες ολοκληρωτικής επικράτησης μιας Δεξιάς βγαλμένης από τους χειρότερους εφιάλτες μας –γιατί οι δεξαμενές γι’ αυτήν, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές, είναι τέτοιες, που μπορεί η πολύ δυσάρεστη έκπληξή μας να πολλαπλασιαστεί επί πολύ.
Κατά τη γνώμη μου, το ποιος φταίει γι’ αυτό είναι τόσο προφανές, που δεν χρειάζεται να ειπωθούν και πολλά. Αυτό που θέλω να κάνω εδώ είναι να θυμίσω μερικά πράγματα, που ίσως έχουν σημασία, έστω και μόνο για να αποδοθεί δικαιοσύνη (sic).
Άκουσα προχθές τον Τσίπρα, στο κάλεσμα πανστρατιάς, να λέει κατά λέξη: «Οι εκλογές δεν είναι μόνο δική μου υπόθεση…»! Ο άνθρωπος που έκανε το «εγώ», επί τέσσερα χρόνια, λέξη πιπίλα σε κάθε τοποθέτηση, που ευτέλισε κάθε συλλογικότητα και εμφάνιζε τον εαυτό του ως το πολυτιμότερο άσετ του ευρωπαϊκού «προοδευτισμού», επικαλείται τη συλλογικότητα. Τώρα, όταν μετά από μια αρρωστημένα προσωποκεντρική εκλογική επιχείρηση, θα έπρεπε στοιχειωδώς να πάρει την ευθύνη, λέγοντας μόνο «εγώ» στην τραγική αποτίμηση, επικαλείται τη συλλογικότητα!
Οι δε οπαδοί του εκτοξεύουν χολή γι’ αυτούς «που δεν κατάλαβαν». Εμ μας φέρανε, δηλαδή, τους θατσερικούς κανίβαλους –ευτελισμένους, σε βαθμό εξαφάνισης, το καλοκαίρι του 2015- καβάλα στο άλογο, εμ μας τη λένε κιόλας.
Ανακαλώ σκηνές από το άμεσο παρελθόν. Τον Τσίπρα να λέει στη Βουλή: «Τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός –καθίστε κάτω!». Τον Τσίπρα ξανά στη Βουλή και όχι μόνο: «Έλα μαζί μου [Κούλη} σε ντιμπέιτ μπας και καρπωθείς τη δική μου θεαματικότητα, γιατί εσένα δεν σε βλέπει κανένας!». Ξανά μανά: «Είσαι πολύ λίγος, για να τα βάζεις με μένα!». Αλήθεια, αν έχεις συντριβεί από αυτόν τον τόσο –πραγματικά- λίγο, τι άλλο από ολίγιστος είσαι ο ίδιος;
Για όσους από τους κυβερνητικούς, πάντως, αδυνατούν να καταλάβουν τι έγινε, ας επιχειρήσουν να μας εξηγήσουν πρώτα πώς τα κατάφεραν να βγάλουν στην Ευρωβουλή την Κουντουρά στην θέση της Κούνεβα και τον Κόκκαλη στην θέση του Πλουμπίδη και μετά ας συνεχίσουν να προσπαθούν για τη «συσπείρωση της δημοκρατικής παράταξης». Γιατί αυτό που είναι προφανές για τους ίδιους δεν αφορά σχεδόν κανένα άλλο.
Εξηγούμαι: είναι δεδομένο, δυστυχώς ξαναλέω, πως η εφιαλτική Δεξιά είναι προ των πυλών. Θα άξιζε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να την αποτρέψουμε. Υπο συγκεκριμένες συνθήκες, η δυνατότητα μιας καλής εκλογικής καταγραφής της ενωμένης ανταγωνιστικής Αριστεράς θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει τη δεξιά αυτοδυναμία, τουλάχιστον. Δεν φαίνεται καθόλου εφικτό, όπως ήρθαν τα πράγματα.
Είναι, λοιπόν, λύση η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ (Προοδευτική Συμμαχία;); Στο μέτρο που θα είναι δεύτερο κόμμα το σημερινό κυβερνητικό, η ενίσχυσή του σημαίνει απλώς περισσότερους βουλευτές για το ίδιο [και τον εαυτό τους] και διάσωση της ηγεσίας μπροστά στις κολοσσιαίες ευθύνες της. Να ενισχύσουμε τον Τσίπρα και να εκλέξουμε τον Μπόλαρη, τον Τόλκα, την Ξενογιαννακοπούλου, παραλίγο και τη Μεγαλοοικονόμου –πολύ ελκυστική προοπτική, προφανώς θα πείσει μαζικά ακροατήρια από τον «κόσμο της εργασίας» και τη «μεσαία τάξη»! Αν είναι γι’ αυτό, το tsiprification (όπως λέμε pasokification) αποτελεί πολύ καλύτερη και πολύ περισσότερο ισορροπημένη, από ψυχολογική άποψη, επιλογή. Φαίνεται, άλλωστε, πως έχει έρθει η ώρα του –έναν σημαδιακό Ιούλιο και πάλι!
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η κίνηση προς τα δεξιά θα κρατήσει πολύ καιρό. Δεν είναι τυχαίο πως, ακόμη και στις εκλογές, τα μη δεξιά σχήματα που διασώθηκαν ήταν τα πιο προσωποκεντρικά και επιφανειακά –του Βαρουφάκη και της Κωνσταντοπούλου, άλλος ένας δείκτης της τρομακτικής «δεξιοποίησης», που έφερε στην κοινωνία μας η εμπειρία της κυβέρνησης Τσίπρα.
Μετά από αυτά τα λίγο σκόρπια σχόλια, ας συνοψίσουμε λίγο το τι και πώς έγινε. Αντιγράφω από άρθρο μου στον «Χορτιάτη 570», λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, αυτό που φωνάζουμε κάποιοι από το καλοκαίρι του 2015 κι έπειτα –για να «δικαιωθούμε», πράγμα που καθόλου δεν θέλαμε.
«Η τετραετία που ακολούθησε [το πραξικόπημα του 2015] χαρακτηρίστηκε κατεξοχήν από δύο πράγματα, σε ό,τι αφορά τις στάσεις των πολιτών:
-
Την πλήρη, σχεδόν, άπνοια του κοινωνικού κινήματος, που, μετά από τις εξελίξεις του 2015, πέρασε μια μεγάλη περίοδο απελπισίας και αδυναμίας να απαντήσει στην επίθεση που δέχονταν. Η προληπτική εκμηδένιση των κοινωνικών αντιδράσεων υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά της κυβέρνησης προς το σύστημα –επιβεβαιώνοντας, απολύτως, τη ρήση του Ανιέλι πως κάποια αντιλαϊκά μέτρα δεν θα περνούσαν ποτέ, παρά μόνο με αριστερές (!) κυβερνήσεις.
-
Την απότομη προς τα δεξιά μετατόπιση της ελληνικής κοινωνίας. Όλες οι μετρήσεις στάσεων δείχνουν πως η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και των Ελληνίδων, μετά από μια φάση έντονης ριζοσπαστικοποίησης μέχρι τον Ιούλιο του 2015, υποστηρίζουν πλέον σε μεγάλους αριθμούς θεσμούς και αξίες τουλάχιστον συντηρητικές έως αντιδραστικές: στρατός, αστυνομία, εκκλησία, «ιδιωτικός τομέας», κέρδος, ανταγωνισμός κυριαρχούν.
Αυτό είναι το υπόστρωμα που εξηγεί τη μεγάλη πιθανότητα να κερδίσει η θατσερική –μητσοτακική Δεξιά τις εκλογές. Η Δεξιά, που παρέπαιε το καλοκαίρι του 2015, ολοκληρωτικά απαξιωμένη στη συνείδηση του ελληνικού λαού, επιστρέφει με τις μουχλιασμένες αξίες της να είναι ηγεμονικές και πάλι.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα –μεγαλύτερη ακόμη και από την οικονομική και κοινωνική καταστροφή, που έχουμε υποστεί».
Ζούμε την πολλοστή καταστροφή μας. Θα πρέπει –δεν έχουμε και τίποτε άλλο, να ελπίσουμε- να αρχίσουμε να οργανώνουμε την άμυνά μας. Όσοι ζωντανοί!
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω καν από πού ξεκινώντας. Όπως, όμως, λέει το γνωστό κλισέ, το δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας. Ας είναι οδηγός τα δημοτικά μας σχήματα στην Θεσσαλονίκη και στις Συκιές. Όπως κι αν έχει, η μέγιστη δυνατή ενότητα του κόσμου της ανταγωνιστικής Αριστεράς και του κινήματος, ως μέρος ενός αναγκαίου εγχειρήματος σε βάθος ανασύνθεσης, είναι το αναγκαίο πρώτο βήμα. Οι κανίβαλοι είναι προ των πυλών, απαιτούνται άμεσα πρωτοβουλίες. Από τώρα!