in

Της Μεταπολίτευσης χαμένα κορμιά; Του Χρήστου Λάσκου

Της Μεταπολίτευσης χαμένα κορμιά; Του Χρήστου Λάσκου

Αναφορικά με τη «γενιά της μεταπολίτευσης», στην οποία ανήκω ολόσωμα ως γεννηθείς το 1961, έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία -όχι, όμως, και αντίστοιχη λογοτεχνία απ’ όσο ξέρω- σύμφωνα με την οποία πρόκειται για γενιά αδικημένη. «Χαμένη», όπως τραγούδησε θλιμμένα ο Πορτοκάλογλου κάποτε.

Ο μύθος, λοιπόν, υποστηρίζει πως αυτή η ανθρώπινη φουρνιά, ακολουθώντας τις ηρωικές κλάσεις των Λαμπράκηδων και του Πολυτεχνείου, δεν μπόρεσε ποτέ να αποτινάξει το βάρος. Η σκιά του αναστήματος των προηγούμενων βάραινε καταθλιπτικά πάνω της διαμορφώνοντας ένα μέλλον περιορισμένων προοπτικών εξ υπαρχής.

Ευτυχώς, εκεί γύρω στην καμπή του αιώνα, ήρθε η Βίκυ Χαρισοπούλου με τις εκπομπές της στον 9.58 της ΕΡΤ3 [1] να βάλει τα πράγματα στην θέση τους περιγράφοντας πώς ήταν αυτό, που έμεινε στην ιστορία ως «μεταπολίτευση».

Όχι τι ήταν, αλλά πώς ήταν. Πώς το είδαν, δηλαδή, όσοι και όσες μεγάλωσαν μέσα του. Γιατί, παρά την κοινή και παράδοξη πεποίθηση, εκτός από το Ρήγα, την ΚΝΕ, την ΠΠΣΠ και την ΑΑΣΠΕ, τον ίδιο και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μας έπαιξε το Μήπως γνωρίζετε; και Η γειτονιά μας, ο Ρωμανός Διογένης και ο Μεθοριακός Σταθμός, το Dark side of the moon και οι Sex Pistols, o Γιάννης Πετρίδης, οι Deep Purple, αλλά και οι ΑΒΒΑ ή οι Boney M. Και ο Τέρι Χρυσός και ο Χατζιδάκις. Και οι «διαθυμήσεις», όπως νομίσαμε στην αρχή πως λέγονταν, και η Γρανίτα από λεμόνι και η Ελευθεροτυπία. Ο Μπλεκ και ο Ζαγκόρ, η Μανίνα και η Κατερίνα. Ο Θεοδωράκης, αλλά και οι Σπυριδούλα. Μαζί και η Ραφαέλα Καρά με το “Aah, aah, a far l’ amore commincia tu… […]

Γέννημα αυτών και χιλιάδων άλλων τέτοιων πραγμάτων υπήρξε η «γενιά της μεταπολίτευσης». Όπως όλες οι «γενιές», άλλωστε, τέτοιων πραγμάτων γεννήματα είναι. Όχι κάποιων απ’ αυτά, αλλά όλων αυτών. Διαφορετικά τακτοποιημένων, κατά περίπτωση, αλλά των ίδιων τελικά.

Θέλω να πω, η συνήθεια να ονομάζουμε τις «γενιές» βάσει των πολιτικών οροσήμων που χαρακτήρισαν την εποχή της μετεφηβείας τους ή της πρώτης ενηλικίωσης οδηγεί αναπόφευκτα σε παραπειστικές αναλύσεις –και, συχνά, σε γελοίες καρικατούρες. Έτσι, π.χ, εμφανίζεται ο ελληνικός λαός ως μαζικά «αντιστασιακός» κατά της χούντας, όταν όλοι ξέρουν πως εμπράκτως κάθε άλλο παρά αυτή υπήρξε η πραγματικότητα.

Όπως πολύ χαρακτηριστικά εξήγησε ο Δημήτρης Ψαρράς πρόσφατα, η πορεία του Πολυτεχνείου το 1974 με το εκατομμύριο των συμμετεχόντων καθόρισε και την πρόσληψη της εξέγερσης του 1973, που ενέπλεξε πάρα πολύ λιγότερους, σίγουρα όχι τη «γενιά», πολύ περισσότερο το «λαό». Πράγμα που είχε συνέπειες τόσο στην αξιοποίηση της προσωπικής πορείας μελών της «γενιάς» για την απαξίωση των προταγμάτων χειραφέτησης συνολικά, όσο και στην απίσχναση του ανατρεπτικού χαρακτήρα της εξέγερσης.  Η μετατροπή ενός μαζικού, αλλά σαφώς μειοψηφικού, συμβάντος σε «παλλαϊκό ξεσηκωμό», υπηρέτησε «κακούς σκοπούς». Όχι μόνο, μάλιστα, από την πλευρά των κραγμένων συστημικών, αλλά και της παραδοσιακής Αριστεράς, η οποία τόσο φλέρταρε τότε, το Νοέμβριο του ’73, με αποκαλύψεις περί «προβοκατόρων».

Ομοίως, η πολιτική ονοματοδοσία της «γενιάς», που συναπαρτίζουν όσοι γεννήθηκαν κοντά στο ’60, γεννάει παραπειστικές περιγραφές. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επιφυλλίδας δεν μπορώ να είμαι αναλυτικός. Θα μείνω, λοιπόν, μόνο σε ένα παράδειγμα, που συνδέεται κατεξοχήν με την όλη «επιχειρηματολογία» περί των ακραία βλαπτικών συνεπειών της μεταπολίτευσης.

Ο Γιανναράς, πρόσφατα, αναφερόμενος στο προσφιλές του θέμα, της «ασθένειας» της μεταπολίτευσης, ισχυρίστηκε πως στη ρίζα της σημερινής καταστροφής βρίσκεται το γεγονός πως, με απαρχή τη μεταπολίτευση –και, προφανώς, με ανθρώπινη ύλη τη σχετική «γενιά»– «ό,τι είχε σχέση με πατρίδα, θρησκεία [… ] χλευάστηκε», περιθωριοποιήθηκε, καταστράφηκε. Πρόκειται για σαχλαμάρα ολκής, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως κάθε άλλο παρά έπαψαν να είναι καταθλιπτικά ηγεμονικές οι συγκεκριμένες «αξίες» μετά το ’74∙ ως προς αυτό η συνέχεια δεν παρενοχλήθηκε καν. Επιπλέον, όμως, επειδή ο Γιανναράς θέλει να ενοχοποιήσει και γι’ αυτό την Αριστερά, διαστρεβλώνει μέχρι στραμπουλήγματος την πραγματικότητα, η οποία βοά, για όποιον στοιχειωδώς μπορεί να την δει, πως η επίσημη Αριστερά της εποχής ούτε κατ’ ελάχιστον αμφισβήτησε τις συγκεκριμένες «αξίες», μαζί και την οικογένεια, για να κλείσει το ένδοξο τρίπτυχο.

Που πάει να πει, για να επανέλθω στο θέμα μου, πως δεν υπάρχουν ούτε η «χαμένη γενιά» ούτε τα «χαμένα κορμιά» –κατά Γιανναρά– της μεταπολίτευσης. Ένας αριθμός συνομήλικων της εποχής, μικρός σε σχέση με το σύνολο, όπως πάντα, έκανε πράγματα που τάχα ήταν της «γενιάς» το σήμα. Μύθος […]. Γιατί, αν ήταν αλλιώς, το ’79 δεν θα είχαμε την κατάργηση του 815, αλλά κοινωνική ανατροπή.

Σταματάω. Αλλιώς πρέπει να προχωρήσω πολύ. Κι εμένα αυτό που με ώθησε στο να γράψω αυτά τα λόγια είναι η αγάπη μου για την ΕΡΤ3.

Βρείτε το βιβλίο της Χαρισοπούλου.
______________

[1] Β. Χαρισοπούλου, Της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά, Εξάντας, 2001

Αναδημοσίευση από το Red Notebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, ΜΕΓΚΑ. Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη

Καραβάνι αλληλεγγύης και ενημέρωσης ενάντια στις εξορύξεις χρυσού